Αν ψάχνατε τον κώδικα ανάγνωσης της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, τότε θα ανακαλύπτατε ότι τον ξέρετε χωρίς να το γνωρίζετε: πρόκειται για τον μαγικό όρο «antiparohi», τον κωδικό που λύνει κάθε απορία για το τι είναι τέλος πάντων ικανοί να δημιουργήσουν οι αρχιτέκτονες του τόπου. Ετσι έγιναν π.χ. οι διαδρομές στην Ακρόπολη και στου Φιλοπάππου και η παιδική χαρά στη Φιλοθέη του Πικιώνη, το κτίριο του Δοξιάδη στον Λυκαβηττό, οι εγκαταστάσεις του Αστέρα στη Γλυφάδα, το εργοστάσιο Φιξ στη Συγγρού, το σπίτι του Κωνσταντινίδη στην Ανάβυσσο, το μνημείο του Ευ. Βενιζέλου στη Βασ. Σοφίας, η Φυσικομαθηματική Σχολή στην Καισαριανή, το εκθεσιακό κέντρο του Χριστοφέλλη στο Ρουφ, το θέατρο του Κουν στην Πλάκα, το κτίριο της Glaxo στο Χαλάνδρι. Κρίμα όμως που τα κτίρια αυτά (μεταξύ πολλών άλλων) δεν περιλαμβάνονται στον οδηγό (;) σύγχρονης αρχιτεκτονικής για την Αθήνα που δημοσίευσε πρόσφατα ο αγγλογερμανικός οίκος ellipsis Konemann. Θα μαθαίνατε ακόμη ότι όταν λέμε Αθήνα δεν εννοούμε μόνο Αττική (μικρό το κακό) αλλά και Εύβοια: δεν ήταν νησί, ήταν θεριό πλέον της υδροκέφαλης πρωτεύουσας που κείτονταν στη θάλασσα.


Αυτά και άλλα μας αφηγείται η Κύπρια Errica Protestou (αγνώστων λοιπών ­ ερευνητικών ­ στοιχείων) στο μικρό τομίδιο (10,5Χ10,5 εκ.) που εκδόθηκε πρόσφατα σε μια εύχρηστη και εκ πρώτης όψεως ελκυστική σειρά, στην οποία περιλαμβάνονται καμιά εικοσαριά τίτλοι διεθνών πρωτευουσών. Πρόκειται λίγο πολύ για οδηγούς που δίνουν κατά κάποιον τρόπο το στίγμα του αντικειμένου τους, είτε όταν πραγματεύονται τις τελευταίες δεκαετίες είτε όταν παρουσιάζουν την αρχιτεκτονική όλου του 20ού αιώνα. Η Protestou, η οποία βασικά επιδιώκει να αποδείξει στους αγγλόφωνους αναγνώστες της ότι στη σύγχρονη Αθήνα «there is life after the Parthenon», επέλεξε να αρχίσει από τη δεκαετία του ’60, «την πιο σημαντική περίοδο της μοντέρνας ελληνικής αρχιτεκτονικής» (παρ’ όλο που στη σελ. 46 αναφέρεται στις «δύσκολες οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας αυτή την περίοδο»!), παραλείποντας έτσι σημαντικότατα έργα της προηγούμενης δεκαπενταετίας. Τόσο πολλά είναι τα αριστουργήματα των τελευταίων 40 ετών ­ 107 συνολικά ­ και δεν χωρούσαν άλλα, όταν σε διαφορετικές περιπτώσεις, όπως π.χ. στον οδηγό της Βουδαπέστης, παρουσιάζεται μια αξιοπρεπής συλλογή έργων του αιώνα ξεκινώντας από τον εκλεκτικισμό και το μοντέρνο κίνημα;



Η συγγραφέας όμως είναι σαφής: ή θα επέλεγε, λέει, μόνο τα έργα που της άρεσαν προσωπικά ή θα παρουσίαζε την κοινώς διαδεδομένη άποψη για το τι θεωρείται μεγάλη αρχιτεκτονική (και ποια είναι αυτή η άποψη; μήπως το κοινό γούστο;). Αποφάσισε λοιπόν τον τρίτο δρόμο, να δείξει δηλαδή την Αθήνα «έτσι όπως είναι πραγματικά», αφενός μέσω της έμμονης και συνεχούς αναφοράς στην έρημη την αντιπαροχή που όλα τα λύνει, όλα τα ερμηνεύει, αφετέρου μέσω της «παρουσίασης ενός μόνο έργου ­ ή και κανενός, θα λέγαμε εμείς ­ κάποιου γνωστού αρχιτέκτονα σε σύγκριση με δύο ή τρία ­ ή και περισσότερα ­ ενός σχετικά άγνωστου συναδέλφου». Πραγματικά πρωτότυπη άποψη για το πώς γίνεται ένας οδηγός αρχιτεκτονικής, που έχει και παιδευτικό ρόλο, και κυρίως κριτικά συγκροτημένη και ανεπίληπτη.


Μαθαίνουμε ωστόσο και άλλα: ότι μεταξύ διαφόρων 40ρηδων και 45ρηδων «ανατελλόντων αστέρων» της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής συγκαταλέγεται και ο μακαρίτης ο Κρόκος, ότι ο Κωνσταντινίδης ήταν σοσιαλιστής, ότι κομμάτια των παλιών νεοκλασικών ενσωματώθηκαν σε νέες κατασκευές (σαν το φράγκικο κάστρο της Πάρου), ότι ο σύγχρονος μαραθώνιος οφείλεται στο «νενικήκαμεν» του Φειδιππίδη και στον βουλευτή Λαμπράκη, ότι όταν βρέχει η πόλη πλημμυρίζει, ότι ο ξένος τουρίστας με τον Παρθενώνα στο κεφάλι απογοητεύεται ο δύστυχος από τη σημερινή Αθήνα (ενώ, αν φορέσουμε και χλαμύδες, θα τον ικανοποιήσουμε). Οσο για τις επιλογές των έργων, η Αθήνα είναι γεμάτη από μαγαζιά, πολλά μαγαζιά, τυπολογία που κατά τη συγγραφέα προφανώς εκφράζει την πόλη «έτσι όπως ακριβώς είναι». Χαρακτηριστική επίσης είναι και η εξπρεσιονιστική (ή τριτοκοσμική;) αντίληψη της πόλης-γιαπιού, με το τρακτέρ μπροστά στο «Χίλτον» και τον Δρομέα του Βαρώτσου.


Η ναΐφ αυτή έκδοση-παραμορφωτικός φακός θα ήταν συζητήσιμη και ως διπλωματική εργασία. Και κάτι ακόμη: πρόκειται για ένα παράδειγμα του πώς οι άγιες εικονίτσες της αρχιτεκτονικής, κατάλληλα επιλεγμένες, μπορούν να υποτάσσονται στον εκδοτικό στόχο του βιβλίου passe-partout και να καταλήγουν εντελώς αποδυναμωμένες από ένα στοιχειωδώς επαρκές σημασιολογικό περιεχόμενο.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι ιστορικός της αρχιτεκτονικής.