Πέρα από τις φιλίες που τροφοδοτούνε τα βιβλία μας και τρέφονται απ’ αυτά, το συγκεκριμένο βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού μού έθεσε πάλι δύο ερωτήματα που απασχολούν όσους γράφουν, και στα οποία προσπάθησα να δώσω ή μάλλον να ξαναδώσω μιαν απάντηση. Το πρώτο είναι το εξής: Εχουμε το δικαίωμα να δημοσιεύουμε τα πολύ νεανικά μας γραφτά, τα οποία συνήθως είναι αδύνατα; Αφού κατά καιρούς έχω δώσει αρνητική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, σήμερα καταλήγω να πω ότι όχι μόνο έχουμε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να τα δημοσιεύουμε. Κι αυτό πρώτα πρώτα γιατί τα νεανικά γραφτά, εκτός από τα εντελώς πρωτόλεια, μπορεί να έχουν κάποιες αδυναμίες στη γραφή τους, αλλά πολλές φορές έχουν κάτι το άμεσο και αυθόρμητο που όταν φτάσουμε στις απαρχές της ωριμότητας δεν το βλέπουμε και χρειάζεται να ωριμάσουμε κι άλλο για να το αντιληφθούμε. Πέρα όμως απ’ αυτό, έχουμε υποχρέωση να τα δημοσιεύουμε γιατί το έργο ενός συγγραφέα δεν αποτελείται μόνο από τις κορυφώσεις του, αποτελείται και από τα χθαμαλά του μέρη. Το συγγραφικό έργο είναι όπως ένα δένδρο που για να το συλλάβουμε στο σύνολό του πρέπει να το γνωρίσουμε, από τα ψηλά κλωνάρια του ως τις πιο σκοτεινές ρίζες του.


Το δεύτερο ερώτημα που μου ξανατέθηκε διαβάζοντας το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού είναι το κατά πόσο επιτρέπεται σ’ έναν συγγραφέα να γίνεται αυτοβιογραφικός. Οπως και στο προηγούμενο ερώτημα, έτσι και σ’ αυτό η απάντηση που έδινα παλαιότερα ήταν αρνητική. Σήμερα νομίζω κι εγώ ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι αυτοβιογραφικός στον ύψιστο βαθμό. Αλλά το ύψιστο αυτό σημείο είναι εκείνο ακριβώς όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο μεταλλάσσεται και αντί να καταλήγει στην απλή εξιστόρηση της ζωής του συγγραφέα, οδηγεί στην ανάλυση και στην ανασύνθεσή της μέσα στη ζωή των άλλων ηρώων. Ταυτόχρονα φέρνει αναλυμένη και ανασυντεθειμένη τη ζωή άλλων ανθρώπων μέσα στη ζωή του συγγραφέα που έχει γίνει κι ο ίδιος ένας ήρωας του έργου.


Με τούτο τον αυτοβιογραφικό τρόπο ο συγγραφέας δεν προβάλλεται ως σημαντικότερος από τους αναγνώστες του, δεν πάει να τους ξαφνιάσει και να τους εντυπωσιάσει· τους δείχνει όχι μόνο πόσο κοντινός και ταυτόχρονα πόσο μακρινός, πόσο όμοιος και πόσο ανόμοιος είναι εκείνος μαζί τους, αλλά, ακόμη περισσότερο, πόσο εκείνος είναι με τους άλλους. Ετσι η αυτοβιογραφικότητα του συγγραφέα δεν καταλήγει σε μια αυτοβιογραφία αλλά σε μια, θα έλεγα, ετεροβιογραφία, που κάνει εμάς τους αναγνώστες να συνειδητοποιούμε όχι τόσο ποιος είναι εκείνος αλλά ποιοι είμαστε εμείς, να γνωρίζουμε όχι μόνο την εποχή που έζησε εκείνος αλλά την εποχή που ζούμε εμείς. Εδώ θα μπορούσα παρενθετικά να πω ότι οι μεγάλες λογοτεχνικές αυτοβιογραφίες, όπως του Μπενβενούτο Τσελλίνι, του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του Σταντάλ, είναι, μέσα σ’ αυτή την προοπτική, ετερογραφίες. Αλλά για να ξανάρθω στο βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού είναι προφανές ότι το έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο του κάθε άλλο παρά το κάνει μια συμβατική αυτοβιογραφική εξιστόρηση.


Οπως ξέρουμε, οι πολύ μεγάλοι συγγραφείς δεν αποτυπώνουν απλώς τον τόπο και τον χρόνο τους, αλλά αναπλάθουν την εποχή τους φτιάχνοντας ένα δικό τους σύμπαν. Ετσι, λόγου χάρη, η Πετρούπολη είναι βέβαια η ιστορική Πετρούπολη, όπως μπορούμε να τη μάθουμε από την ιστορία, από χρονικά, από αφηγήσεις, αλλά είναι ταυτόχρονα κι ένα ολόκληρο στερέωμα φτιαγμένο από τον Ντοστογέφσκι. Το ίδιο και το Παρίσι του Μπαλζάκ, το Λονδίνο του Ντίκενς ή οι χωρόχρονοι άλλων μεγάλων συγγραφέων. Οι άλλοι συγγραφείς, όπως εμείς, που προσπαθούμε να γίνουμε καλοί συγγραφείς αλλά βέβαια δεν είμαστε οι μεγαλοφυΐες εκείνες, έχουμε νομίζω ένα μικρό προσόν που ίσως δεν είναι άχρηστο, φτάνουμε κάποτε να εκφράσουμε μιαν εποχή αποτυπώνοντάς την με τον άμεσο τρόπο μιας κατευθείαν ματιάς.


Ετσι, η Αθήνα του ’40 με ’50, που περιγράφει στο βιβλίο του ο Φρέντυ Γερμανός, δεν είναι η Πετρούπολη του Ντοστογέφσκι, η Δάφνη, η Ολγα, η Νόρα και οι άλλες αρτίστες του καμπαρέ δεν είναι η Ναστάσια Φιλίποβνα από τον Ηλίθιο. Ο νεαρός κεντρικός ήρωας του βιβλίου δεν είναι ο Ιουλιανός Σορέλ, από το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ, και οι περιπλανήσεις του στη νυχτερινή Αθήνα δεν είναι οι περιπέτειες του Τομ Τζόουνς του Φίλντινγκ στην Αγγλία του 1700. Ούτε ακόμα το αθηναϊκό μπαρ του Τζίμη είναι το μπαρ του Τσιπριάνι στη Βενετία, αυτό στο οποίο πήγαινε και που μας έχει περιγράψει ο Χεμινγουέι. Ομως αυτά που μας δίνει ο Γερμανός από την Αθήνα εκείνου του καιρού είναι αποτυπώσεις μιας ζωής, την οποία εκείνοι που την περάσαμε μπορούμε να την ξαναζήσουμε κι εκείνοι που δεν τη γνώρισαν θα μπορέσουν ίσως να τη γευτούν χάρη σ’ αυτό το βιβλίο. Κι αυτές οι αποτυπώσεις, μολονότι δίνονται χωρίς φίλτρα, χωρίς τέλειους φακούς, χωρίς ειδικό φωτισμό, είναι τόσο άμεσες, ώστε όταν η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι του παππού του και σηκώνει από το τραπέζι την κουβέρτα με τα χαρτιά που παίζανε, τις μάρκες και τα λεφτά, εγώ νιώθω να ξαναζωντανεύει μέσα μου η ίδια σκηνή, που την είχα ζήσει πριν από πολλά χρόνια σε άλλο σπίτι κι έμεινε θαμμένη στη μνήμη μου. Αλλωστε κι εκείνος ο παππούς, παρ’ όλο που δεν ήταν ο Παίκτης του Ντοστογέφσκι, είχε χάσει δύο εργοστάσια στην πόκα.


Πάντως, κάτι που μου λείπει, κι ήλπιζα ότι θα έδινε σ’ ένα επόμενο βιβλίο του ο Φρέντυ Γερμανός, είναι μια άλλη περιοχή της νυχτερινής Αθήνας, είναι ο χώρος της δημοσιογραφίας και του Τύπου, ένας χώρος που πήγαινε αντίστροφα από την περιοχή του καμπαρέ, από το Σύνταγμα προς την Ομόνοια, από τα γραφεία στα τυπογραφεία, από την οδό Καραγεώργη Σερβίας στην οδό Αναξαγόρα. Εναν χώρο που για ένα διάστημα της ζωής μας, το 1955 με ’56, τον ζήσαμε μαζί…


Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής. Το κείμενο αυτό στηρίζεται σε ομιλία του που έγινε κατά την παρουσίαση του βιβλίου.