Ο Αλαίν Φουρνιέ είναι ο ιδανικός νέος της τραγικής γενιάς που έπεσε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Και ο «Μεγάλος Μωλν», το μοναδικό μυθιστόρημά του (1913), είναι το κύκνειο άσμα μιας εποχής. Σαν ένας μικρός «Τιτανικός», ο «Μεγάλος Μωλν» συμβολίζει και αυτός το τέλος ενός ολόκληρου κόσμου και χάρη στους ήρωές του και στην πλούσια συμβολική παλέτα ενός γκρίζου τοπίου στη γαλλική εξοχή έγινε ένα από τα αγαπητά βιβλία του 20ού αιώνα. Ο Αλαίν Φουρνιέ (1886-1914), που σκοτώθηκε στον πόλεμο στα 28 του χρόνια, είναι πιθανόν να είχε εξελιχθεί σε μείζονα μορφή των γαλλικών γραμμάτων και να είχε ξεπεράσει σε φήμη πολλούς συγχρόνους του, οι οποίοι όμως είχαν την τύχη να απολαύσουν τη ζωή επί μακρότερο (π.χ. Κλωντέλ, Βαλερύ κ.ά.).


Σήμερα ο «Μεγάλος Μωλν», ενισχυμένος, από την άλλη, με τη μυθολογία του βίαιου θανάτου του νεαρού δημιουργού του, θεωρείται ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του ευρωπαϊκού συμβολισμού. Οταν, το 1967, ο σκηνοθέτης Jean-Gabriel Albinocco μετέφερε στον κινηματογράφο τον «Μεγάλο Μωλν» (με τους Jean Blaise και Brigitte Fossey), το μυθιστόρημα συνδέθηκε με τη θολή και υγρή φωτογραφία της ταινίας. Εχει μια σταθερή κίνηση στα βιβλιοπωλεία παγκοσμίως καθώς θεωρείται ένα ρομαντικό βιβλίο με νοήματα α λα Προυστ σε πιο απλοποιημένη μορφή.


Στην ελληνική γλώσσα είδαμε μέσα σε έναν χρόνο δύο νέες μεταφράσεις: της Λήδας Παλλαντίου (εκδόσεις Πατάκη) και του Παύλου Μάτεσι (εκδόσεις Καστανιώτη), με σημαντικές διαφορές ως προς την αισθητική σχολή και την ιδεολογική προέλευση. Η Λήδα Παλλαντίου, με μια πιο σύγχρονη, στρωτή αλλά πιο εγκεφαλική γλώσσα, χρησιμοποιεί το μονοτονικό και διατηρεί τα ονόματα με τη γαλλική προφορά τους. Ο Φρανσουά και ο Ογκυστέν (Μολν) γίνονται Φραγκίσκος και Αυγουστίνος (Μωλν) στην πολυτονική μετάφραση του Παύλου Μάτεσι, που είναι ιδιαίτερα θερμή με δεσμούς με την ιστορία της γλώσσας. Το παιχνίδι της συγκριτικής μάς οδηγεί να αντιπαραβάλουμε την ίδια σκηνή στις δύο μεταφραστικές προσεγγίσεις:


Λήδα Παλλαντίου: «Μια σταγόνα βροχής ερχόταν κάθε τόσο να θολώσει το τζάμι, που έβλεπε προς την αυλή με τα αμάξια και προς το δάσος με τα έλατα. Καταλαγιασμένος, ο ψηλός νεαρός άντρας αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει η ευτυχία. Στεκόταν εκεί, μυστηριώδης, ξένος, καταμεσής του άγνωστου εκείνου κόσμου, μέσα στο δωμάτιο που είχε διαλέξει. Οσα είχε αποκτήσει ξεπερνούσαν τις προσδοκίες του. Του αρκούσε τώρα η χαρά της ανάμνησης του κοριτσίστικου εκείνου προσώπου, που γύριζε προς το μέρος του μες στο δυνατό άνεμο…».


Παύλος Μάτεσις: «Κάθε τόσο, ακανόνιστα, μια σταγόνα βροχή χαράκωνε το τζάμι στο παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή με τις άμαξες και στο δάσος. Γαληνεμένος τώρα που ταχτοποίησε, ο νέος ένιωσε ολότελα ευτυχισμένος. Βρισκόταν εκεί μέσα ξένος, μια παρουσία όλο μυστήριο, ανάμεσα σε κόσμο άγνωστο, στο δωμάτιο τούτο που το ‘χε διαλέξει μόνος του. Αυτό που είχε πετύχει ξεπερνούσε κάθε του προσδοκία. Και τώρα, μες στον μεγάλο άνεμο που τον τριγύριζε, του έφτανε ν’ αναθυμάται εκείνο το κοριτσίστικο πρόσωπο για να γεμίζει χαρά η ψυχή του».