Το γεύμα της κόμισσας


Το πρώιμο διήγημα του Βίτολντ Γκομπρόβιτς «Το φαγοπότι στης κόμισσας Χαψούλη» έχει κάτι κοινό με τις ταινίες «Πράσινες τηγανητές ντομάτες» και «Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της». Χωρίς κανένα ίχνος κοινής αισθητικής, οι τρεις ιστορίες έχουν αναφορές στην ανθρωποφαγία. Στην περίπτωση του Γκομπρόβιτς ο κανιβαλισμός χρησιμοποιείται για να γίνει κριτική στην ανώτερη τάξη, η οποία τον γαλούχησε. Οντας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας γαιοκτημόνων της Πολωνίας, γνώριζε εκ των έσω τις λεπτές χροιές των κανόνων καλής συμπεριφοράς, που αποκλείουν οποιονδήποτε φερέλπιδα παρείσακτο από τους κύκλους των εκλεκτών.


Ο ήρωας του διηγήματος, το οποίο προέρχεται από τη συλλογή «Μπακακάι», έχει την τιμή να λαμβάνει προσκλήσεις για τις περίφημες συγκεντρώσεις στο ανάκτορο της κόμισσας Χαψούλη. «Οποία τιμή να συγκαταλέγεται κανείς στα δέκα, το πολύ δεκαπέντε άτομα που προσκαλούνται στα λιτά γεύματα της κόμισσας! Πάντοτε με έθελγε και με γοήτευε η υψηλή κοινωνία. Και τι να πω για τη συγκεκριμένη που παρίστατο στα γεύματα της Παρασκευής!». Η εκλεκτή συντροφιά, μετά τις χορτοφαγικές απολαύσεις στο τραπέζι, φιλοσοφεί, άδει, ακκίζεται ισορροπώντας ανάμεσα στα ευφυή σχόλια και στα χονδροειδή αστεία, στην κομψότητα και στη χυδαιότητα.



Υπάρχουν πράγματα τα οποία απαγορεύεται να διακωμωδηθούν. Κάτι τέτοιο είναι η καταγωγή, το ιερότερο στίγμα της ανθρώπινης ύπαρξης: «Μια ημέρα η πριγκίπισσα Χ. ρώτησε κάποιον της αστικής τάξης ποιο ήταν το γένος της μητέρας του. Αποθρασυμένος από τη φαινομενική ελευθεριότητα που βασίλευε στο σαλόνι και από την ανεκτικότητα που ακολούθησε τους δύο προηγούμενους αστεϊσμούς του, και πιστεύοντας πως τα πάντα του επιτρέπονταν, απάντησε: «Κλάνη, μετά συγχωρήσεως» ­ και γι’ αυτό το «μετά συγχωρήσεως», που κρίθηκε χυδαίο, τον πέταξαν πάραυτα με τις κλωτσιές».


Η συντροφιά των πλουσίων γεύεται κάθε Παρασκευή ραπανάκια, ομελέτες με σπαράγγια, χορτόσουπες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να θεωρηθεί νόστιμο, χωρίς να έχει σχέση με τις δολοφονίες των ζώων. Τα ανθρώπινα δόντια, «δόντια τρωκτικών», εξοικειώνονται με τις τροφές που δεν έχουν τη μορφή του κρέατος. «Αχ, η σούπα τι γλύκα στο στόμα/ Δίχως φόνο αλλ’ ούτε και πτώμα». Φευ όμως, η γεύση είναι πλούσια, σαν να περιέχει ζωμό βρασμένου θύματος. Πράγματι, ο μάγειρος δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό να προσθέσει και άλλα υλικά στα φαγητά του, που σαφώς έχουν ζωική προέλευση ­ κάτι που παραλίγο να του στοιχίσει τη θέση του, όταν η κόμισσα κατάλαβε ότι η πλούσια γεύση οφείλεται στην παράβαση των αρχών της χορτοφαγίας. Κάποιο βράδυ ο ήρωάς μας φτάνει με την ταπεινή άμαξά του για να διαπιστώσει ότι αντί για τους 10-15 καλεσμένους έχουν καταφθάσει μια γριά ξεδοντιάρα μαρκησία και ένας αμφιβόλου καταγωγής βαρόνος. Το γεύμα αρχίζει στραβά: η γνωστή κολοκυθόσουπα, που πάντοτε αποτελεί το προοίμιο του μενού, είναι νερόβραστη. Και το κουνουπίδι, που ακολουθεί ως κυρίως πιάτο, είναι χάλια. Οχι συμπτωματικά στην ειδησεογραφία της ημέρας γίνεται αναφορά στην εξαφάνιση ενός παιδιού που φέρει το οικογενειακό όνομα Κουνουπίδης. Ο κοινός θνητός της αριστοκρατικής συντροφιάς δεν μπορεί να απολαύσει το εξαιρετικό έδεσμα για το οποίο οι τρεις συνδαιτυμόνες παραληρούν.


Ο Γκομπρόβιτς αποδίδει κανιβαλιστικά χαρακτηριστικά σε μια αριστοκρατία που του εξασφάλισε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια (με κατ’ οίκον διδασκαλία για ένα διάστημα) και με το προνόμιο, καθώς λέγεται, να στέλνει στα μαθήματα της Νομικής Σχολής τον υπηρέτη του, όποτε εκείνος δεν είχε τη διάθεση να παρακολουθήσει ­ προτιμώντας να μορφώνεται στα λογοτεχνικά καφενεία της Βαρσοβίας του Μεσοπολέμου. Η κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του, όταν εκείνος ήταν περίπου 30 ετών, του εξασφάλισε το ευ ζην. Τότε έγραψε και τα πρώτα διηγήματά του «Αναμνήσεις της εποχής της ανωριμότητας», που αργότερα συμπεριελήφθησαν στη συλλογή «Μπακακάι». Το 1937 εκδίδει το μυθιστόρημα «Φερντιτούρκε» (εκδόσεις Ερατώ) και ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει σε περιοδικό το θεατρικό έργο «Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας» (εκδόσεις Κακουλίδης). Για καλή του τύχη αποφασίζει να φύγει για την Αργεντινή το 1939 και φτάνει στο Μπουένος Αϊρες μία εβδομάδα προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Εζησε εκεί επί 24 χρόνια ­ έχοντας για ένα διάστημα πόστο σε τράπεζα ­ κάτι που ίσως δικαιολογεί και την καθυστερημένη αναγνώρισή του από τον λογοτεχνικό κόσμο της Ευρώπης. Οι αναμνήσεις από την παραμονή του στη Λατινική Αμερική καταγράφονται στο βιβλίο του «Τρανσατλάντικ» (εκδόσεις Ακμων και εκδόσεις Κανελλόπουλος)


Ως δημιουργός του παραλόγου είναι ευνόητο να γίνει γνωστός πρώτα στη Γαλλία, όταν από το 1951 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό των πολωνών εμιγκρέδων «Kultura». Αποφασίζει να μετοικήσει στην Ευρώπη το 1963. Ούτε λόγος βέβαια να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου τα βιβλία του ήταν στον κατάλογο των «απαγορευμένων» ως και το 1984. Ετσι περνά ένα χρόνο στο Βερολίνο, για να επιλέξει για τα τελευταία χρόνια του τη Vence της Νότιας Γαλλίας, την πόλη όπου είχε αφήσει την τελευταία πνοή του και ο Ντ. Χ. Λόρενς. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν το θεατρικό έργο του «Γάμος» (εκδόσεις Κακουλίδης) και τα βιβλία του «Οι μαγεμένοι» (εκδόσεις Νεφέλη) και «Η πορνογραφία» (εκδόσεις Ηριδανός). Το κορυφαίο μυθιστόρημά του «Cosmos» παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά.