Φαντασία και λήθη


Ο αναγνώστης που διαβάζει τον Κούντερα μπορεί να μην προσέξει ότι ο συγγραφέας κινείται σε μεγάλο βαθμό στον χώρο του φανταστικού. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς ορίζεται αυτός ο χώρος, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, όταν έχει ήδη τεθεί από τον Ντοστογέφσκι το ερώτημα: «Τι είναι πιο πραγματικό από τη φαντασία και τι πιο φανταστικό από την πραγματικότητα;». Πολύ απλά: το φανταστικό είναι αυτό που δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Αλλωστε έτσι ορίζεται και από τον Κούντερα όταν, μιλώντας για την «Αμερική» του Κάφκα, λέει ότι «οι αναληθοφανείς (διάβαζε: αδύνατες) περιστάσεις εκτίθενται με τέτοια εξονυχιστική λεπτομέρεια, με τέτοια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ώστε έχουμε την εντύπωση ότι μπαίνουμε σε έναν κόσμο που, αν και αναληθοφανής, είναι πιο πραγματικός από την πραγματικότητα».


Τα λόγια αυτά ισχύουν και για τον ίδιο, με τη διαφορά ότι σε αυτόν οι εξονυχιστικές λεπτομέρειες έχουν αντικατασταθεί από παρεκβάσεις που, διακόπτοντας την αφήγηση, αναφέρονται σε πραγματικότητες του εσωτερικού και εξωτερικού μας κόσμου, όπως διαρκώς τις ανακαλύπτει η ιδιότυπη και οξύτατη σκέψη του.


Πολλές φορές τέτοιου είδους σκέψεις αποδίδονται στους ήρωές του, με αποτέλεσμα να διαλύεται προς στιγμήν η προσωπικότητά τους, όπως και η πλοκή του έργου. Ωστόσο η πραγματική αξία του βρίσκεται σε αυτές τις σκέψεις ακριβώς, τόσο του ίδιου όσο και των ηρώων του, που συχνά μας αφήνουν άναυδους και γυμνούς από όλους τους προσδιορισμούς με τους οποίους εύκολα έχουμε περιβάλει τον εαυτό μας και τον κόσμο.



Στην Ταυτότητα έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ήδη έχει ζήσει αρκετά χρόνια μαζί, τον Ζαν-Μαρκ και τη Σαντάλ. Αν και αρχικά η υπόθεση μοιάζει να προχωρεί κανονικά, γρήγορα τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν ο Ζαν-Μαρκ, ακούγοντας τη Σαντάλ να παραπονιέται ότι οι άντρες δεν την κοιτάζουν πια, αποφασίζει να της στείλει ένα ανώνυμο γράμμα θαυμασμού με σκοπό να την παρηγορήσει. «Σας παρακολουθώ σαν κατάσκοπος», της γράφει, «είστε όμορφη, πολύ όμορφη».


Το γράμμα αυτό ακολουθούν και άλλα και το παιχνίδι αρχίζει. Η Σαντάλ δεν του λέει τίποτα γι’ αυτά, ενώ οι σχετικές αντιδράσεις της, τις οποίες ο Ζαν-Μαρκ αμέσως διακρίνει, τον κάνουν να αρχίσει να ζηλεύει τον ίδιο τον εαυτό του! Στο τέλος σχεδόν διαχωρίζεται σε αυτόν που γράφει τα γράμματα και σε αυτόν που ζει μαζί της. Είχε δημιουργήσει «έναν άντρα φάντασμα και, δίχως να το θέλει, υπέβαλε τη Σαντάλ σ’ ένα τεστ που μετρούσε την ευαισθησία της απέναντι στη σαγήνη κάποιου άλλου». Ωστόσο κι εκείνη του είχε κάποτε ομολογήσει πως είχε δύο πρόσωπα: ένα γι’ αυτόν και ένα άλλο για τον κόσμο των συναλλαγών, και είχε ήδη ζήσει στιγμές στις οποίες η Σαντάλ που ήξερε χανόταν και τη θέση της έπαιρνε κάποιο ομοίωμά της. Αλλά αν είναι ομοίωμα η Σαντάλ, σκεφτόταν, τότε είναι ένα ομοίωμα ολόκληρη η ζωή μου.


Η Σαντάλ καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο αποστολέας των γραμμάτων όταν της λέει ότι μπορεί να έχει κάνει λάθος για την ταυτότητά της, φράση που της θυμίζει εκείνη την άλλη φράση: «Σας παρακολουθώ σαν κατάσκοπος». Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Στο τελευταίο γράμμα που είχε αποφασίσει να της στείλει της γράφει ότι φεύγει για το Λονδίνο. Η Σαντάλ αφήνοντάς τον, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, του λέει, δείχνοντάς του ότι έχει καταλάβει, πως πάει στο Λονδίνο.


Οταν όμως φτάνει κανείς στο τέλος, ανακαλύπτει ότι τόσο η σκηνή της αναχώρησης, όπως και όλα όσα έχουν διαδραματιστεί στο Λονδίνο, όπου τελικά πήγαν και οι δύο, και ίσως και όλα όσα συνέβησαν πριν αποτελούν απλώς ένα όνειρο της Σαντάλ το οποίο ταυτόχρονα έχει βιώσει και ο Ζαν-Μαρκ. Απροσχημάτιστα εδώ πια βρισκόμαστε στον χώρο του φανταστικού, γιατί δεν είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να έχουν ζήσει ταυτόχρονα, ο καθένας αποκλεισμένος στον δικό του νου, την ίδια περιπέτεια.


Από ποια στιγμή κι έπειτα, αναρωτιέται και ο ίδιος ο συγγραφέας, «μεταμορφώθηκε η πραγματική ζωή τους σε αυτή την απατηλή φαντασίωση»; Και πιο κάτω λέει: «Σε ποια στιγμή ακριβώς το πραγματικό μεταμορφώθηκε σ’ εξωπραγματικό, η πραγματικότητα σε ονειροπόληση;».


Το βιβλίο θέτει πολλά ερωτήματα. Κυρίαρχο είναι το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων. Ανακαλεί το διήγημά του «Το παιχνίδι του οτοστόπ», όπου ένα ζευγάρι προσποιείται ότι μόλις γνωρίζει ο ένας τον άλλον, με τον νέο να διπλαρώνει το δήθεν άγνωστό του κορίτσι. Αλλά όπως εξελίσσεται το παιχνίδι οι ταυτότητές τους συγχέονται, αλλάζουν και η σχέση καταστρέφεται.


Ο Κούντερα αρνείται ότι τα μυθιστορήματά του είναι ψυχολογικά. Το θεμελιώδες ερώτημα γι’ αυτόν είναι: τι είναι το εγώ; «Συλλαμβάνω ένα εγώ, πάει να πει συλλαμβάνω την ουσία της υπαρξιακής του προβληματικής» λέει. Και ακόμη λέει: «Το μυθιστόρημα δεν εξετάζει την πραγματικότητα, αλλά την ύπαρξη». Σκοπός του είναι να απαλλάξει το μυθιστόρημα, το οποίο ορίζει ως αντι-λυρική ποίηση, από τον αυτοματισμό της μυθιστορηματικής τεχνικής. «Κάθε μυθιστόρημα», λέει, «προτείνει μια απάντηση στο ερώτημα: τι είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και πού έγκειται η ποίησή της;». Αν και δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι πάντα βλέπει την ύπαρξη μέσα στον κόσμο του οποίου την πραγματικότητα αντιμετωπίζει.


Δεν είμαι λάτρης του φανταστικού στο μυθιστόρημα. Ο Κούντερα όμως με αποζημιώνει με πολλούς τρόπους στα βιβλία του για την άλλωστε τόσο συχνά ασαφή ύπαρξή του. Τα μυθιστορήματά του παλεύουν με εκείνο το σκοτάδι που ο Χάιντεγκερ είχε αποκαλέσει «λήθη τού είναι». Φράση που επικαλείται και ο ίδιος λέγοντας ότι σε αυτό ακριβώς σκοπεύει το μυθιστόρημα: στο να μην αφήσει τη λήθη αυτή να απλωθεί και να μας καταβάλει.


Η κυρία Νανά Ησαΐα είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα – Λιβάνη κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Η άγνωστη περιπέτεια της ψυχής».