Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα τελευταία χρόνια η ιστορία και ο πολιτισμός του Βυζαντίου προσελκύουν το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού ολοένα και περισσότερο. Πέρα από τις εκδόσεις και μεταφράσεις των βυζαντινών κειμένων, τα επιστημονικά συμπόσια, τις εκθέσεις και τις άλλες εκδηλώσεις, η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίζεται με πρωτότυπα μελετήματα που συμβάλλουν, καθένα από τη σκοπιά του, σε μιαν ουσιαστικότερη κατανόηση του Βυζαντίου. Στις μελέτες που με τον προβληματισμό τους επιχειρούν την αμφισβήτηση στερεοτύπων και προκαταλήψεων που μας κληροδότησε το παρελθόν συγκαταλέγεται και η παρούσα φιλοσοφική προσέγγιση της Ακολουθίας του σπανού, που διερευνά για πρώτη φορά από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκοπιά τη φυσιολογία του Αλλου, του διαφορετικού μέσα στα πλαίσια της αυστηρά ιεραρχημένης βυζαντινής κοινωνίας.


Παρωδώντας τη φόρμα και το ύφος των λειτουργικών κειμένων, η Ακολουθία του σπανού αποτελεί μια σάτιρα που με κύριο όπλο την αθυροστομία και τη χοντροκομμένη χυδαιολογία αποσκοπεί στη διαπόμπευση ενός συγκεκριμένου πλην ανώνυμου σπανογένειου. Παρ’ όλο που γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ως λαϊκό ανάγνωσμα, από την πρώτη γνωστή έντυπη μορφή του (γύρω στα 1553) ως τις αρχές του 19ου αιώνα (1832), η φιλολογική έρευνα απαξίωσε κατ’ αρχάς να ασχοληθεί σοβαρά με το υστεροβυζαντινό αυτό κείμενο (14ος-15ος αιώνας). Μιας πλήρους κριτικής έκδοσης αξιώθηκε η Ακολουθία μόλις πριν από 20 περίπου χρόνια, από τον Χανς Αϊντενάιερ.


Σχετικά με το ζήτημα της ταυτότητας του ανώνυμου συντάκτη, το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε η σάτιρα και το κοινό στο οποίο απευθυνόταν, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, στηριζόμενοι στις ελάχιστες ενδείξεις που παρέχει το ίδιο το κείμενο. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί για πρώτη φορά μιαν άλλου τύπου ανάγνωση που έρχεται να διαφωτίσει έμμεσα μερικά από τα παραπάνω ζητήματα, κυρίως όμως να απαντήσει στο βασικό ερώτημα που αφορά τον ιδεολογικό χαρακτήρα και τη λειτουργία του έργου αυτού μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας που το παρήγαγε. Η φιλοσοφική προσέγγιση που επιχειρείται εδώ, θέτει στόχο της να διερευνήσει κατά πόσον η Ακολουθία προκαλεί το γέλιο με την υπονομευτική παρώδηση των θεοκρατικών δομών της βυζαντινής κοινωνίας, ή αν, αντίθετα, η σάτιρα ευθυγραμμίζεται απόλυτα με την κρατούσα κοσμοθεωρία και τις περί εξουσίας αντιλήψεις της χριστιανικής πολιτικής θεολογίας.



Με την προοπτική αυτή, τα κοινωνικώς απόβλητα άτομα (παρίας – κατάδικος – τύραννος/Αντίχριστος) μελετώνται σε συμμετρική αντίστιξη προς το σύστημα σημασιών που απαρτίζουν την οντότητα του χριστιανού θεοπρόβλητου ηγεμόνα. Συγκεκριμένα, η Νικολαΐδου-Κυριανίδου διερευνά τους τρόπους κοινωνικής απόρριψης που υπαγορεύονται από τη βυζαντινή βασιλική χριστολογία. Οι πολιτικές και κοινωνικές διαβαθμίσεις που εγκαθιδρύει ο ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης αναλύονται εν πρώτοις με αφετηρία την πλατωνική αντίληψη για την ιεραρχημένη σχέση πρωτοτύπου και ομοιώματος, και με τη βοήθεια της σχετικής κριτικής των Ντεριντά και Ντελέζ. Με εργαλείο τις διακρίσεις της Χάννα Αρεντ μεταξύ πολιτικής και α-πολιτικής κοινότητας, η συγγραφέας επισημαίνει στη συνέχεια ότι στην Ακολουθία του σπανού υπόκειται η κατοπτρική σχέση ανάμεσα στον «απότακτο προς τα κάτω» (παρία) και στον «απότακτο προς τα πάνω» (αυτοκράτορα). Ετσι, καθίσταται σαφές ότι η φυσική δυσμορφία, ως απόκλιση από τη νόρμα, και η ηθική φαυλότητα που αποδίδεται στα περιθωριοποιημένα άτομα ή ομάδες δεν αποτελούν παρά αντιστροφή των απολύτως θετικών γνωρισμάτων που προσδιορίζουν ως εικόνα Θεού τον «τέλειο άνθρωπο» και συνακόλουθα τον χριστιανό μονάρχη.


Με την επιστράτευση ενός ευρύτατου φάσματος βυζαντινών πηγών (φιλοσοφικών, θεολογικών, ιστορικών, νομικών κ.ά.) η Νικολαΐδου-Κυριανίδου αναλύει με σαφήνεια την οντολογική σημασία του αυτοκράτορα ως χριστομιμητή. Ετσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η βυζαντινή πολιτική θεολογία θεωρεί την αυτοκρατορική εξουσία ως κυριαρχία χαρισματικού τύπου, για να καθιερώσει εν τέλει την αντίληψη ότι με τη στέψη του ο χριστιανός μονάρχης ενσαρκώνει το βασιλικό αξίωμα με υπερφυσικό τρόπο. Στην άφθαρτη υπερβατική οντότητα που είναι η Βασιλεία αντιστοιχεί η φθαρτή ύπαρξη του εστεμμένου· ο ρόλος του πάνω στην ιστορική σκηνή συνίσταται στο να ενεργεί ως έμψυχο όργανο της θείας βούλησης. Στη συνέχεια και με βάση τις προηγούμενες επισημάνσεις, η παρούσα μελέτη καταλήγει στις εξής εύστοχες διαπιστώσεις:


Στα λεγόμενα Κάτοπτρα ηγεμόνος, στα οποία με τη μορφή συμβουλών και υποδείξεων προς τον μονάρχη στοιχειοθετείται η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία, η «πολιτική τέχνη» ορίζεται ως απόκτηση του συνόλου των ηθικών ιδιοτήτων που διακρίνουν τον τέλειο χριστιανό. Αριστος πολιτικός θεωρείται ο ηγεμόνας που υπακούει στις θείες εντολές και ενσαρκώνει την εικόνα Θεού στον ύψιστο βαθμό. Η εκτροπή του μονάρχη από το ιδεώδες πρότυπο οδηγεί στην ταύτισή του με τον τύραννο, τον οποίο ο χριστιανισμός σημασιοδοτεί ως Αντίχριστο. Η συγγραφέας ανιχνεύοντας για πρώτη φορά αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα του τυράννου-Αντίχριστου στο σατιριζόμενο πρόσωπο της Ακολουθίας του σπανού εντοπίζει και καταγράφει τα στοιχεία που καθιστούν κατ’ ουσίαν το κείμενο ένα αντεστραμμένο Κάτοπτρο ηγεμόνος. Ως αντιστροφή του θεοπρόβλητου μονάρχη, ο σπανός επωμίζεται τον ρόλο του θεομυσούς δαίμονα, του οποίου ο θάνατος είναι εσχατολογικά προδιαγεγραμμένος. Ετσι δικαιολογείται η βίαιη και χυδαία αντιμετώπισή του από το κείμενο της Ακολουθίας. Την αγριότητα αυτή εναντίον του σπανού η συγγραφέας την ερμηνεύει σύμφωνα με τη σημειολογία του ιερού σώματος του αυτοκράτορα που λειτουργεί ως υπόδειγμα για την (αντίστροφη) σημασιοδότηση του μιαρού σώματος του καταδίκου.


Ως θετικό εξαγόμενο των παραπάνω διαπιστώσεων προβάλλει με ενάργεια η κατοπτρική σχέση η οποία υφίσταται ανάμεσα στον απόλυτο σεβασμό που οφείλεται στο πρόσωπο του χαρισματικού ηγέτη και στην απάνθρωπη συμπεριφορά που επιφυλάσσεται στον ανοίκειο και ανένταχτο Αλλο. Ετσι, η Ακολουθία του σπανού οργανώνεται με βάση τους μηχανισμούς που κατασκευάζουν τον αποδιοπομπαίο τράγο, δηλαδή το «θύμα» στη θέση του θεοστεφούς μονάρχη.


Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τον σαφή φιλοσοφικό προσανατολισμό της, η παρούσα πολιτική ανάγνωση της Ακολουθίας του σπανού αποδεικνύεται πολύτιμη, όχι μόνο για τον φιλόσοφο αλλά και για τον μελετητή του Βυζαντίου, επειδή ανιχνεύει και αποκαλύπτει τις αφανείς αρθρώσεις μιας κλειστής «ξενοφοβικής» κοινωνίας. Αξιοποιώντας το υλικό των πηγών και με πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η μελέτη αυτή κατορθώνει να δείξει πειστικά ότι, παρά τη φαινομενική υπαγωγή του στις αισθητικές κατηγορίες του «γκροτέσκου ρεαλισμού» ­ που κατά τον Μπαχτίν υπονομεύει το σύστημα αξιών της μεσαιωνικής κοινωνίας ­, το υστεροβυζαντινό κείμενο δεν αντιστρατεύεται αλλά αναπαράγει δημιουργικά(!) την κυρίαρχη ιδεολογία. Η υπόδειξή του ως μνημείου μαύρης προπαγάνδας ενισχύει μάλιστα την υπόθεση της συγγραφέως ότι η Ακολουθία ενδεχομένως απέβλεπε στην ηθική εξόντωση ενός άλλοτε επιφανούς ιστορικού προσώπου του οποίου η damnatio memoriae δεν επέτρεψε ως σήμερα την ταύτιση.


Ο κ. Γιάννης Βάσσης είναι επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.