Η Αλγερία περνάει διά πυρός και σιδήρου. Τα τηλεοπτικά δελτία, τα άρθρα των εφημερίδων μιλούν καθημερινά για νέα εγκλήματα, για νέες φρικαλεότητες. Ακόμη, και κυρίως, στην περίοδο του Ραμαζανιού. Δεν πρόκειται για οδομαχίες, για ανθρώπους που σκοτώνονται στα οδοφράγματα, για άρματα μάχης, για επαναστάσεις και ιδεολογίες, αλλά για έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, υπόγειο και ύπουλο.


Στην άλλη όχθη της Μεσογείου, εμείς αποστρέφουμε με αμηχανία το βλέμμα ή το αφτί. Δεν μπορούμε να τα ακούσουμε ή να τα δούμε όλα, διότι δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Θα μπορούσαμε έστω να θυμηθούμε το όνομα του νέου προέδρου ή σε ποια παράταξη ανήκει το κυβερνών κόμμα. Οσο για τα υπόλοιπα;


Ωστόσο δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες μάς παραπέμπουν στην τραγωδία της Αλγερίας, όπως κανένα άλλο δεν το έχει κάνει ως σήμερα. Το πρώτο έχει γραφεί από μια γυναίκα, τη Leila Marouane, το δεύτερο φαίνεται επίσης να έχει γραφεί από γυναίκα. Πάντως ο συγγραφέας του φέρει το γυναικείο όνομα Yashmina Khadra. Για λόγους όμως ασφαλείας κανένας δεν γνωρίζει τίποτε γι’ αυτήν ή γι’ αυτόν.



Σ το Ghachimat, ένα χωριό χαμένο στα βάθη της αλγερινής υπαίθρου, η (ο) Yashmina Khadra μάς παρουσιάζει μια παρέα από φίλους που ξανασυναντιούνται. Ο Nada, δάσκαλος, ο Allal, αστυνομικός στην πόλη, και ο Jafer, άνεργος. Το χωριό είναι ήσυχο. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε, εκτός από την έλλειψη εργασίας, η οποία γίνεται όλο και πιο έντονη για τους νέους, που σκοτώνουν την ώρα τους και την πικρία τους στο καφενείο. Οταν συναντιούνται όμως μιλούν για τα όνειρά τους, τους έρωτές τους και κυρίως για τη Sarah, τη θυγατέρα του δημάρχου, που τροφοδοτεί τις φαντασιώσεις τους και την κρυφή ελπίδα τους να την παντρευτούν. Το Αλγέρι, όπου μαίνεται η βία, φαντάζει πολύ μακρινό. Ζουν ειρηνικά ως την ημέρα που φθάνει στο χωριό ένας άλλος φίλος ­ ο Abba ­, ένας μαχόμενος ισλαμιστής που μόλις βγήκε από τη φυλακή. Το χωριό γιορτάζει την επιστροφή του. Πολύ γρήγορα όμως, καθώς έρχεται σε επαφή μαζί του, βυθίζεται ολόκληρο στο έγκλημα και στην εκδίκηση. Πόση μνησικακία είχε συσσωρευτεί χωρίς να το καταλάβουν! Ο Tej Osmane, ο οποίος στα παιδικά του χρόνια είδε την κοινότητα να ποδοπατάει τον πατέρα του γιατί συνεργάστηκε με τους Γάλλους κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα θυμηθεί να εκδικηθεί για την πατρική ταπείνωση όταν θα γίνει εμίρης και θα μπορεί να σκοτώνει ατιμωρητί όποιον του καπνίσει. Ο πατέρας του δεν ήταν εγκληματίας. Αντίθετα, είχε μάλιστα βοηθήσει πολύ κόσμο, αλλά έτρωγε στην καντίνα με τους γάλλους στρατιώτες και το αμάρτημά του ήταν κυρίως ότι είχε φροντίσει το στομάχι του την ώρα που άλλοι πέθαιναν από πείνα και μίσος. Με τον ίδιο τρόπο, ο Osmane θα θυμηθεί το σπίτι του ηλικιωμένου γάλλου δασκάλου, που έμεινε στο χωριό μετά την Ανεξαρτησία· ένα σπίτι με κήπο που, παιδί, τον έκανε να ονειρεύεται, να επιθυμεί έναν δικό του κήπο για να μπορεί να ξεφεύγει από τη σκληρότητα και τις ταπεινώσεις που του επέβαλλαν οι συμμαθητές του. Και η πολυπόθητη Sarah θα δολοφονηθεί με αγριότητα από αυτούς τους ίδιους που δεν κατόρθωσαν να την αποκτήσουν. Εν ονόματι του Θεού οι άνθρωποι θα ξεκαθαρίσουν τους παλιούς λογαριασμούς τους. Φθάνοντας στη φρικαλεότητα. Φυσικά οι χωρικοί καταλαβαίνουν πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει: «ο παράδεισος ανήκει στο παρελθόν. Οι φιλικές συγκεντρώσεις ως αργά τη νύχτα, οι γάμοι μέσα στην υγρή και ζεστή νύχτα, τα πειράγματα σε κάθε γωνιά του δρόμου, τα κορίτσια που τα παραφυλάγαμε γύρω από τους τάφους. Θυμάσαι; Την πατήσαμε σαν χαζοί. Μας κούρντισαν σαν ξυπνητήρια και μας άφησαν να χτυπάμε την 25η ώρα τελείως αποσυντονισμένοι. Μη μου πεις ότι σκοτώσαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους για το τίποτα». Και όμως, η αδυσώπητη μηχανή δουλεύει. Η λογική του θανάτου, όπως όλοι οι μηχανισμοί, χρειάζεται μόνο μια αρχική ώθηση για να μπει σε λειτουργία. Είναι η λογική με την οποία μεθοδεύτηκε η ακατανίκητη άνοδος των αδελφών μουσουλμάνων. Από τη στιγμή όμως που θα μπει σε λειτουργία, γνωρίζουμε επίσης ότι η μηχανή γυρίζει από μόνη της, αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια να σταματήσει. Οποιος γίνεται γρανάζι της δεν θα έχει ποτέ πια την παραμικρή δυνατότητα να ξεφύγει. Αν το επιχειρήσει, θα αφανιστεί. Στο τέλος η μηχανή τρελαίνεται και κανένας πλέον ­ ούτε τα θύματα ούτε οι δήμιοι ­ δεν ξέρει γιατί πυρπολεί, λεηλατεί, βιάζει, σκοτώνει. «Η μηχανή θα τρέχει σαν φόρμουλα 1 και θα είναι αδύνατο να τη σταματήσουμε». Δεν χρησιμεύει σε τίποτε να απελπίζεται και να κλαίει κανείς ούτε να καταγγέλλει δημόσια. Αυτό που χρειάζεται είναι να αποστασιοποιηθεί και να δώσει λογικές εξηγήσεις για να απομακρύνει το παράλογο και το μοιραίο. Και το μέσον θα είναι η μυθοπλασία. Με μια ανάλυση σε βάθος των συμπεριφορών, η συγγραφέας μάς δίνει τα κλειδιά αυτού του μηχανισμού: στέρηση και ταπείνωση. Ανατρέχουμε στον χρόνο και ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Η μικρή κοινωνία κλεισμένη στον εαυτό της αντιμετωπίζει οδυνηρά τα οικονομικά προβλήματά της. Καθένας αναμασά τότε τα απωθημένα και την οργή του.


Π ρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σ’ αυτό το μυθιστόρημα η Yashmina Khadra σκιαγραφεί με δεξιοτεχνία στιγμιότυπα καθημερινότητας πιο γνήσια και από την ίδια τη ζωή, που μας βυθίζουν στην καρδιά του δράματος που παίζεται κεκλεισμένων των θυρών. «Στο Ghachimat η μνησικακία είναι αυτή που τροφοδοτεί κυρίως τη συλλογική μνήμη». Η κατάσταση εκφυλίζεται και όταν φθάνουν οι αδελφοί μουσουλμάνοι «η χώρα είναι πιο εύθραυστη και από παρθενικό υμένα». Η παρουσία τους θα λειτουργήσει μόνο ως καταλύτης για την ομάδα. Το ισλαμιστικό κίνημα υπηρετεί περισσότερο τις προσωπικές φιλοδοξίες παρά ένα κοινωνικό ιδεώδες.


Το μυθιστόρημα της Leila Marouane Η απαγωγή υιοθετεί έναν τόνο τελείως διαφορετικό. Η συγγραφέας επέλεξε ένα τελείως διαφορετικό ύφος, το κωμειδύλλιο (vaudeville), ένα ισλαμικό κωμειδύλλιο, ένα πραγματικό διαμάντι του είδους. Ο Aziz Zeitoun, ψαράς στο Αλγέρι, πατέρας επτά παιδιών (έξι κορίτσια και ένα αγόρι), διώχνει μια μέρα τη γυναίκα του με το πρόσχημα ότι πήγε στο νοσοκομείο να δει το πρώτο εγγόνι της, που μόλις είχε γεννηθεί, χωρίς τη συνοδεία του συζύγου ή του γιου της. Πώς μπορεί ο σύζυγος να ανεχθεί κάτι τέτοιο; Πώς μπόρεσε η σύζυγος να βγει στον δρόμο, η τρελή, να εκτεθεί στα βλέμματα όλων των αντρών; Μια ανόητη, μια ανεύθυνη, μια…, δεν βρίσκει λόγια, είναι τρελός από ντροπή και οργή και την διώχνει υπό το κράτος του θυμού: επαναλαμβάνοντας τρεις φορές την κλασική φράση, όπως το απαιτεί η παράδοση.


Δ εν πρόλαβε όμως να ξεστομίσει τη φράση της αποπομπής και το έχει ήδη μετανιώσει. Ποιος θα του πλένει τώρα τα πουκάμισα και θα φροντίζει το σπιτικό του; Ευτυχώς που το πανάρχαιο έθιμο τα έχει προβλέψει όλα, έτσι τουλάχιστον πιστεύει. Πράγματι, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, ένας άντρας μπορεί να ξαναπάρει τη γυναίκα που έδιωξε, αν στο μεταξύ εκείνη ξαναπαντρευτεί και αποπεμφθεί επίσης από τον δεύτερο σύζυγό της. Ο Aziz κλείνει συμφωνία με ένα γείτονα, τον οποίο θεωρεί ακίνδυνο, έναν «δημόσιο επιστολογράφο, έναν ποιητή, που χειρίζεται εξίσου καλά τη γαλλική και την αραβική γλώσσα». Τρίβει τα χέρια του. Ο δεύτερος σύζυγος είναι ιδανική περίπτωση αντι-αρσενικού που σύντομα θα του επιστρέψει τη γυναίκα του. Ετοιμάζει πυρετωδώς τον γάμο. Ο γάμος γίνεται, αλλά όλα παίρνουν μια αναπάντεχα κωμική τροπή. Η νύφη εξαφανίζεται με τον νέο σύζυγο, παίρνει το τρένο προς άγνωστη κατεύθυνση. Αντίο γελάδια και κοπάδια, αντίο όνειρα απατηλά, το σχέδιο απέτυχε. Τι θα απογίνει; Γιατί φυσικά σκέφτεται μόνο τον εαυτό του. Από αυτή την ημέρα η τρέλα εγκαθίσταται στο σπίτι του, αφού προηγουμένως είχε λίγο ή πολύ τυλίξει στα δίχτυα της ορισμένες από τις θυγατέρες του, που η συμπεριφορά τους ήταν πολύ παράξενη. Από αυτή την ημέρα όλα τα σημεία αναφοράς χάνονται, το παραλήρημα με όλους τους συνακόλουθους παραλογισμούς εγκαθίσταται μέσα σε ένα Αλγέρι που και αυτό επίσης παραδίνεται κάθε μέρα και περισσότερο στην καταστροφική μανία. Κανένα άλλο αλγερινό μυθιστόρημα δεν είχε ως σήμερα διηγηθεί με τόσο θαυμαστό τρόπο αυτό το δράμα, με τόσο πρωτότυπη και γοητευτική δεξιοτεχνία.


Ετσι λοιπόν μετά τους Mimouni, Boudjera, Djaout και τα βιβλία-μαρτυρίες εμφανίζεται μια νέα γενιά συγγραφέων που επέλεξε τη μαρτυρία, αλλά μέσα από τη μυθοπλασία, που χωρίς αμφιβολία έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια.


Χάρη στην ανάλυση των ψυχολογικών και ιστορικών μηχανισμών που οδηγούν στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο Αλγέρι και με τη βοήθεια μιας στιβαρής γραφής, το δράμα απέκτησε τους συγγραφείς του. Οταν κλείνουμε αυτά τα βιβλία νιώθουμε επιτέλους αλληλέγγυοι με αυτό τον λαό. Εχουμε καταλάβει. Διότι ξεκινώντας από το απειροελάχιστο, το χωριό, την οικογένεια, οι συγγραφείς τους κατορθώνουν, μιμούμενοι τον Φόκνερ ή τον Τζόις, να μας μιλήσουν για τον άνθρωπο, για το κομμάτι του εαυτού μας που είναι παγκόσμιο και για τη δολοφονική μανία που μπορεί να μας παρασύρει όλους, τους δήμιους και τα θύματα, όταν εμπλεκόμαστε στην ενεργό ή παθητική αντίσταση, τη συνεργασία με τον εχθρό ή την τρέλα. Ελεύθερος καθένας μας να διαλέξει.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.