Ενας πολιτικός συντάκτης είναι κατά κανόνα «διχοτομημένος» ανάμεσα σε μια συμπεριφορά την οποία νιώθει πολύ οικεία, αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της, που είναι η συμπεριφορά του πολιτικού (ο οποίος δρα τελεστικά καθώς ο λόγος του δεν είναι απλά και μόνο αφήγηση αλλά είναι ταυτόχρονα και μια πράξη που συχνά τελείται διά μόνου του λόγου) και στη συμπεριφορά αυτού που παρατηρεί και καταγράφει ·και βεβαίως αυτός στην πιο ιδεώδη του μορφή, στην πιο εξωραϊσμένη, στην πιο γοητευτική είναι ο πεζογράφος.


Βέβαια τίθεται το ερώτημα: τι είναι εκείνο που ωθεί κάποιον να εμφανιστεί με ένα είδος λογοτεχνικής γραφής; Τι είναι αυτό που οδηγεί ανθρώπους πετυχημένους στην άσκηση του δικού τους είδους λόγου να εμφανιστούν κάποια στιγμή στην πεζογραφία;


Το κίνητρο είναι η ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί το παιχνίδι. Νομίζω ότι αυτό ωθεί κάποιον στο να δηλώσει συγγραφέας, καθώς αποκτά το μοναδικό προνόμιο να δημιουργήσει τα συμφραζόμενά του, να επιλέξει το κλίμα στο οποίο θα κινηθεί, να διαμορφώσει τους χαρακτήρες του, να τους προσδώσει όσο και όποιο βάθος αυτός θέλει, να πλάσει προσωπικότητες οι οποίες είναι ταγμένες να παίξουν τον δικό τους συχνά μοιραίο ρόλο.


Φτάνουμε έτσι στον Γιώργο Παπαχρήστου συγγραφέα ενός πρώτου μυθιστορήματος, συγγραφέα του Σκιές στο Περιστύλιο που έχει μέσα του ενσωματωμένη τη συνταγή της εκδοτικής επιτυχίας. Εχει σημασία να δούμε τα βασικά στοιχεία της αφηγηματικής τεχνικής που επιλέγει ο Γιώργος Παπαχρήστος: Πρόκειται κατ’ αρχάς για ένα μυθιστόρημα κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, καθώς όσα συμβαίνουν θα μπορούσαν άνετα να έχουν συμβεί και σε μια άλλη χώρα και οι ήρωες, αντί να λέγονται Ολγα και Αργύρης, θα μπορούσαν να έχουν ξενικά ονόματα.


Αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, όταν το αφήγημα δεν χάνει τη συγκεκριμένη του αναφορά, όταν δηλαδή έχει μια στέρεη πραγματολογική βάση ­ και το βιβλίο του Γιώργου Παπαχρήστου έχει. Πρόκειται για μια μορφή σύγχρονης κοινοβουλευτικής και πολιτικής «λαογραφίας», για μια αναφορά στις πρακτικές και νοοτροπίες του καθ’ ημέραν πολιτικού βίου είτε αυτός συμβαίνει μέσα στο Κοινοβούλιο, είτε εκτός.


Και αν κανείς κάνει μια ­ ας το πούμε έτσι ­ «θεσμική» προσέγγιση του μυθιστορήματος, θα δει ότι οι θεσμοί αναδεικνύονται ως βάση του μυθιστορήματος: από τη μια το Κοινοβούλιο ως κτίριο και ως σύστημα ­ το κοινοβουλευτικό σύστημα ­ και από την άλλη μεριά τα μέσα ενημέρωσης. Κοινός παρονομαστής αυτής της σχέσης είναι η διαπλοκή. Μόνο που η διαπλοκή μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Εδώ παίρνει, θα έλεγα, την εντονότερη, τη σαφέστερη και τη «σωματικότερη» από τις εκδοχές αυτές. Ακόμη, χάρη σε ένα πρωτότυπο κατά τη γνώμη μου εύρημα, ο συγγραφέας πετυχαίνει μια εξαιρετικά έξυπνη πύκνωση του αφηγηματικού χρόνου, αφού τα πάντα εξελίσσονται μέσα στον πραγματικό χρόνο μιας τηλεοπτικής εκπομπής, μιας τηλεοπτικής συζήτησης. Κατά τον τρόπο αυτό ο πραγματικός χρόνος του είναι και ο αφηγηματικός χρόνος ταυτόχρονα.


Αρα τα πάντα συμβαίνουν δημόσια, τα πάντα συμβαίνουν στην οθόνη και ταυτοχρόνως τα πάντα συμβαίνουν μέσα στο μυαλό μας: ο ήρωας τα έχει ζήσει, τα σκέφτεται και τα προβάλλει ταυτόχρονα.


Βέβαια θα μπορούσαν οι ήρωες να μην είναι τοποθετημένοι στις ιδιότητές τους αυτές. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μην έχουμε μία υπουργό και ένα δημοσιογράφο. Θα μπορούσαμε να έχουμε άλλες ιδιότητες. Θα έλειπε όμως έτσι ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο που είναι το στοιχείο της εξουσίας, το οποίο φαντάζομαι ότι ο Γιώργος Παπαχρήστος, όπως και πάρα πολλοί άλλοι, εκλαμβάνουν ως στοιχείο εξαιρετικά αφροδισιακό. Δεν ξέρω αν είναι πάντα έτσι, μπορεί να είναι και το τελείως αντίθετο, καθώς η εξουσία είναι και μια πολύ κοπιώδης και συγκρουσιακή διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει τίποτε δεν είναι τυχαίο. Αλλωστε το μυθιστόρημα μας ανήκει, δεν ανήκει στον Γιώργο Παπαχρήστου που το έγραψε.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Ανάπτυξης.