Πατέρες της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας θεωρούσε ο Απόστολος Σαχίνης τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Κώστα Ουράνη και βασικούς εκπροσώπους με συνείδηση της ιδιαιτερότητας και της αξίας αυτού του λογοτεχνικού είδους, επιφανείς συγγραφείς της γενιάς του ’30. Συνείδηση που πίστευε πως απουσίαζε πριν από το 1927, οριακό έτος, αφού σημαδεύτηκε με την έκδοση του «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη, «του πρώτου άξιου ταξιδιωτικού βιβλίου στη νεοελληνική λογοτεχνία», όπως χαρακτηριστικά υπογράμμιζε. Κατά την εκτίμηση του Απ. Σαχίνη, οι Δημ. Βικέλας, Εμμ. Λυκούδης και Αλεξ. Μωραϊτίδης ­ αυτούς μόνον αναφέρει ­ περιέγραφαν και κατέγραφαν για να συμβάλλουν στη γνωριμία των τόπων και όχι για να δώσουν ποιητική ή στοχαστική έκφραση. Εμπόδιο η έλλειψη λογοτεχνικής συνείδησης στα ταξιδιωτικά των παλαιοτέρων, μεγαλύτερο όμως εμπόδιο η καθαρεύουσα, αυτό «το ψυχρό και άχαρο γλωσσικό κατασκεύασμα».


Ενα χρόνο μετά τον θάνατο του Απ. Σαχίνη δεν αναφέρουμε τις απόψεις του για μια στείρα αμφισβήτηση αλλά γιατί αποδίδουν την επικρατούσα εκτίμηση, καθοριστική μεταπολεμικά για τις αναγνώσεις εφήβων και ενηλίκων. Και βεβαίως απολύτως ρυθμιστική για την εκδοτική τακτική. Πολλαπλές οι εκδόσεις των ταξιδιωτικών βιβλίων του Μεσοπολέμου, ακόμη και των ατελέστερων, ενώ, λ.χ., το «Με του βοριά τα κύματα» έχει απομείνει στην πρώτη έκδοση του 1922-1927. Ούτε ένα απάνθισμα των ταξιδιωτικών του Αλεξ. Μωραϊτίδη δεν αξιολογήθηκε.


Οι παλαιότεροι έγραψαν πλήθος ταξιδιωτικών σελίδων, οι οποίες και μένουν παραγκωνισμένες. Και όταν γίνεται κάποια ανατύπωση, όπως για παράδειγμα το «Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν» του Δημ. Βικέλα, οφείλεται σε ιδιοτροπία ενός εκδότη ή κάποιου επιμελητή χωρίς συστηματικό χαρακτήρα. Δεν θα ισχυριστούμε ότι αυτά τα παραγνωρισμένα και ως επί το πλείστον στην καθαρεύουσα κείμενα των παλαιοτέρων είναι απολαυστικά, γιατί πόση αξία έχει μια υποκειμενική κρίση που μπορεί και να κρύβει την υστερόβουλη πρόθεση να στηριχτεί η συγκεκριμένη έκδοση των «Ταξιδιωτικών» του Α. Καρκαβίτσα.


Ωστόσο δύο άλλοι ισχυρισμοί παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Πρώτον, όταν οι παλαιότεροι δημοσίευαν άρθρα ταξιδιωτικού περιεχομένου διέθεταν λογοτεχνική συνείδηση τουλάχιστον τόση όση και κατά τη συγγραφή των διηγημάτων τους, τις περισσότερες φορές δημοσιευμένων στο ίδιο έντυπο.


Δεύτερον και περισσότερο παρακινδυνευμένο, δεν αποκλείεται οι καλύτερες ταξιδιωτικές σελίδες των παλαιοτέρων να είναι γραμμένες στην καθαρεύουσα. Αν και υπάρχουν στη νεοελληνική πεζογραφία σελίδες χλιαρές λόγω ακαμψίας της αρχαΐζουσας, ωστόσο βρίσκουμε και άλλες χαριέστατες. Το σίγουρο είναι ότι στα τέλη του 19ου αιώνα η καθαρεύουσα είναι ένα δυναμικό και αρκούντως λειανθέν εργαλείο έναντι μιας νεοφανούς, εισέτι ακατέργαστης γραπτής δημοτικής.


Τα πεζογραφήματα του Καρκαβίτσα, ταξιδιωτικά και διηγήματα, είναι γλωσσικά μοιρασμένα. Ο διχασμός φαίνεται στα κείμενα του βιβλίου, γραμμένα από το 1885 ως το 1892, όπως άλλωστε και στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του, που τυπώνεται το 1892 με πρόλογο στη δημοτική. Στο ενδιάμεσο κυκλοφορεί «Το ταξίδι μου» του Γιάννη Ψυχάρη. Αν η θρησκευτική προσήλωση κράτησε τους δύο Σκιαθίτες πιστούς στη γλώσσα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, στον Καρκαβίτσα ο άνθρωπος της ιδέας μάλλον ευδοκίμησε σε βάρος του λογοτέχνη. Οπως και άλλοι συγγραφείς της εποχής του, φανατικός και ενθουσιώδης της ιδέας μιας κοινής νεοελληνικής ο Καρκαβίτσας, με την καταλυτική παρέμβαση του Ψυχάρη, αντί να κατατείνει προς ένα γλωσσικό κράμα, απορρίπτει συλλήβδην την καθαρεύουσα. «Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο», γράφει χαρακτηριστικά στον πρόλογο των καθαρευουσιάνικων διηγημάτων του, τα οποία ωστόσο δεν μεταγλωττίζει.


Εκ των πατέρων της ταξιδιωτικής μας λογοτεχνίας ο Καρκαβίτσας, «διασαλπίζει» στην εισαγωγή του ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος. Ωστόσο τα ταξιδιωτικά του «σχεδόν διαλανθάνουν υπό την σκιάν των επίσημων πεζογραφημάτων», αν και συμπεριλαμβάνονται στα κατά καιρούς εκδοθέντα Απαντα.


Πάντως, ήδη το 1899, όταν ο Καρκαβίτσας εκδίδει τα «Λόγια της πλώρης», αναγγέλλει την πρόθεσή του να τυπώσει αυτοτελώς τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από τον κάμπο του Μοριά, τα βουνά της Ρούμελης και τη θάλασσα. Δεν πρόλαβε όμως και έμειναν τα θαλασσινά του διηγήματα, τα καθοριστικά της εντύπωσης. Αυτή ακριβώς την εντύπωση ανασκευάζει ο παρών τόμος με τα ταξιδιωτικά στην ένδον Ελλάδα, αντιτάσσοντας στον θαλασσογράφο Καρκαβίτσα τον οδοιπόρο. Ο επιμελητής, μπροστά στις δυσχέρειες μιας φιλολογικής έκδοσης, προτείνει έναν τόμο αποκλειστικά προς αναγνωστική τέρψιν. Και ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος είναι ο ενδεδειγμένος άνθρωπος για παρόμοια ανθολόγηση, αφού σε πολλά μοιάζει με «τον μικρό το δέμας» αλλά ακάματον Καρκαβίτσα. Κοντοπατριώτης του αλλά και συνάδελφος στρατιωτικός γιατρός και ομότεχνος, ο οποίος επίσης συγχέει τα όρια διηγήματος και ταξιδιωτικού.


Τα κείμενα παρατάσσονται με μικρή απόκλιση από τη χρονολογική τάξη γραφής τους. Εμείς ας τα παρακολουθήσουμε στη σειρά που γράφτηκαν. Πρώτο κείμενο, το ημερολόγιον του 1885. Φοιτητής ιατρικής στην Αθήνα ο Καρκαβίτσας, στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών, επισκέπτεται τη γενέτειρα: Κυλλήνη, Βαρθολομιό, Λεχαινά. Στην καθαρεύουσα οι εντυπώσεις του, με διακριτό το ιδιόλεκτο της περιοχής. Δεύτερο ταξιδιωτικό, οι εικόνες της Ρούμελης. Εφεδρος ανθυπίατρος ο συγγραφέας βρίσκεται από τον Μάιο του 1890 με μετάθεση στη Φρουρά του Μεσολογγίου. Οι «οδοιπορικές σημειώσεις» στα Κραβαριτοχώρια γράφονται και αυτές στην καθαρεύουσα και δημοσιεύονται στο περιοδικό «Εστία» μέσα στο 1890.


Τελευταία μετάθεση του στρατευμένου Καρκαβίτσα η Λάρισα, Ιούνιος 1891. Στα τέλη του μηνός απολύεται, όμως θα παραμείνει για λίγο στη θεσσαλική πρωτεύουσα. Εκείνη την περίοδο γράφονται οι «Θεσσαλικαί εικόνες», σε μια «σώφρονα δημοτική», η οποία και θα είναι πλέον η γλώσσα έκφρασής του. Αμέσως μετά περιοδεύει στην Πελοπόννησο, τότε επισκέπτεται και τις φυλακές του Ναυπλίου. Κείμενα έντονης κοινωνικής κριτικής, δημοσιευμένα στην «Εστία» το 1892, ίσως τα γνωστότερα του τόμου. Τον Μάιο του 1892 προσλαμβάνεται ως γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθήναι». Επί του πλοίου θα συγγράψει επιφυλλίδες, και αυτές δημοσιευμένες στην «Εστία» το 1895, με τίτλο «Σ’ Ανατολή και Δύση». Σε αυτές ανήκει το κείμενο που προτάσσεται· περιδιάβαση στη Θεσσαλονίκη, τέλη 1892, όταν το πλοίο βρίσκεται για μία εβδομάδα αγκυροβολημένο στη συμπρωτεύουσα.


Ταξιδιωτικά για τη μέσα Ελλάδα, με την αξία ντοκουμέντου, καθώς ο Καρκαβίτσας συγκεντρώνει ιστορικές και μυθολογικές πληροφορίες αλλά και ιδιαζόντως πλούσιο λαογραφικό υλικό. Δεν θα συμφωνήσουμε με τον επιμελητή πως ο αναγνώστης μένει «άναυδος» με την εικόνα της, προ εκατό μόλις ετών, Ελλάδας που μας διασώζει. Και αυτό γιατί ο Καρκαβίτσας δεν είναι ο θαυμαστικός οδοιπόρος αλλά ο ευαίσθητος παρατηρητής που καταγράφει νοοτροπίες και δεν διστάζει να αναφερθεί σε «ποταπότητες», όπως άλλωστε του έχουν καταλογίσει.


Στα ταξιδιωτικά σε ξένους τόπους της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας ο Καρκαβίτσας έρχεται να αντιτάξει, λ.χ., ένα οδοιπορικό στα Κράβαρα, όπως ονομαζόταν τμήμα της ορεινής Ναυπακτίας, φημιζόμενο άλλοτε για την επονείδιστη τέχνη της επαιτείας ή, έστω, την ευτελή του γυρολόγου. Κατά την εκτίμησή μας, στο καθαρευουσιάνικο οδοιπορικό στα Κράβαρα κατ’ εξοχήν προβάλλει, με τις εναργείς εικόνες και τις ακριβόλογες παρεκβάσεις, ο αριστοτέχνης της περιγραφής Καρκαβίτσας. Μεταξύ «Λυγερής» και «Ζητιάνου», ανάμεσα στο οδοιπορικό στα Κράβαρα και στα «Λόγια της πλώρης», δηλαδή μεταξύ καθαρευουσιάνου και δημοτικιστή Καρκαβίτσα, ποιος άραγε θέλγει περισσότερο τον σημερινό αναγνώστη;


Η κυρία Μάρη Θεοδοσοπούλου είναι κριτικός λογοτεχνίας.