Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει πως το γαλλικό μυθιστόρημα, άλλοτε συνώνυμο της πρωτοπορίας, έχει προ πολλού πάψει να συγκινεί το ευρύτερο κοινό, εκτός αλλά και εντός Γαλλίας. Οι αιτίες αυτής της ανυποληψίας είναι ίσως πολλές, ωστόσο μεγάλο μερίδιο της ευθύνης φέρουν, κατά γενική ομολογία, οι ίδιοι οι συγγραφείς. Αυτοαναφορική, συχνά ερμητική, παγιδευμένη σε κάθε λογής υφολογικά και μορφολογικά παιχνίδια, η νεότερη γαλλική λογοτεχνία έμοιαζε να τοποθετείται σε μία όλο και μεγαλύτερη απόσταση από το υποτιθέμενο αντικείμενό της: την πραγματικότητα.


Ωσπου, κάπου στα 1994, το όνομα ενός νέου συγγραφέα άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, αρχικά ανάμεσα στις πιο ευαίσθητες ομάδες του νεότερου κυρίως αναγνωστικού κοινού, φθάνοντας τέλος και στ’ αφτιά των Γάλλων δημοσιογράφων. Το όνομα αυτού Μισέλ Ουελμπέκ. Αιτία της αναταραχής η κυκλοφορία από έναν μικρό εκδότη, τον «Μορίς Ναντό» ­ αφού πρώτα είχε απορριφθεί από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους ­, ενός μυθιστορήματος υπό τον περίεργο τίτλο Επέκταση του πεδίου της πάλης (Extension du domaine de la lutte). Η πλοκή είναι στοιχειώδης: ένας νεαρός εργαζόμενος μεγάλης εταιρείας πληροφορικής αποσπάται για μερικές εβδομάδες σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Γαλλίας όπου, πότε παρέα μ’ ένα νεαρό συνάδελφο και πότε μόνος, περιδιαβαίνει τους χώρους της εργασίας, της διασκέδασης, των εμπορικών καταστημάτων και των σουπερμάρκετ, καταγράφοντας με πικρία, χιούμορ αλλά και βαθιά απελπισία αυτό που σύμφωνα με τον συγγραφέα αποτελεί το σύγχρονο ολοκαύτωμα: το τέλος των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο Ουελμπέκ, με όχημα μια γλώσσα απλή και επιθετική, περνάει με εξαιρετική μαεστρία από τη διεκτραγώδηση οικείων, καθημερινών καταστάσεων σε σύντομες βαθυστόχαστες αναλύσεις που καταλήγουν σε μια ερεθιστική όσο και οδυνηρή κεντρική θέση: όπως σε συνθήκες ακραίας οικονομικής απελευθέρωσης οι λίγοι πλουτίζουν από τη μία ημέρα στην άλλη, ενώ ένα όλο και αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού βρίσκεται εκτός παιχνιδιού, στην περιθωριοποίηση και στην ανεργία, έτσι και σε συνθήκες ακραίας σεξουαλικής απελευθέρωσης οι λίγοι νέμονται τη λεία ενώ ένα όλο και αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού περιορίζεται στις ερεθιστικές εικόνες, τις φαντασιώσεις και την αυτοϊκανοποίηση.


Με το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Μισέλ Ουελμπέκ αποκτά μια σχετική φήμη στη χώρα του και το 1996 εντάσσεται στους κόλπους μιας ομάδας-κινήματος, η οποία εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Perpendiculaire. Από τις σελίδες του εν λόγω περιοδικού αρθρογραφεί, αλλά και σε αυτές προδημοσιεύει αποσπάσματα από το νέο του μυθιστόρημα. Εν τω μεταξύ εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων η μία, Το νόημα της μάχης (Le sens du combat), βραβεύεται. Την άνοιξη του 1998 ακολουθεί, προς μεγάλη έκπληξη όλων, η βράβευσή του με το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων, παρ’ ότι ως τότε δεν έχει δημοσιεύσει παρά ένα(!) μονάχα μυθιστόρημα.


Επειτα από αυτά, η κυκλοφορία τον Ιούνιο του 1998 από τις εκδόσεις Φλαμαριόν του δεύτερου μυθιστορήματός του, Τα στοιχειώδη σωματίδια (Les particules élémentaires), ήταν αναπόφευκτα ένα εκδοτικό γεγονός. Ωστόσο, προτού καλά καλά το βιβλίο προλάβει να διαβαστεί, ένας παράξενος πόλεμος ξεσπάει. Αφορμή, κάποιες ιδέες που εκφέρονται από τους ήρωες του βιβλίου του ­ για τις γυναίκες, τη βιογενετική, την Καθολική Εκκλησία ­ και που στα μάτια ορισμένων διανοουμένων φαντάζουν εντελώς αντιδραστικές. Ο ίδιος ο συγγραφέας ρίχνει λάδι στη φωτιά και σε συνεντεύξεις του παρουσιάζεται να ταυτίζεται προκλητικά με τις ιδέες των ηρώων του. Ο Ουελμπέκ κατηγορείται για συντηρητισμό, διασπορά επικίνδυνων πολιτικών θέσεων, μέχρις του σημείου να τον ταυτίζουν και με τον ηγέτη του Εθνικού Μετώπου, τον Λεπέν. Ο ίδιος ο Λεπέν μυρίζεται δημοσιότητα και δεν χάνει την ευκαιρία να χώσει τη μύτη του στην υπόθεση. Τα γεγονότα παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Ο Ουελμπέκ διαγράφεται από μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Perpendiculaire. Ακόμη περισσότερη δημοσιότητα. Επιστολές, ενίοτε αρκετά σκληρές, ανταλλάσσονται μέσα από τις σελίδες του Monde. Ως και ανώνυμοι πολίτες, «ευαισθητοποιημένοι» αριστεροί, παρεμβαίνουν στη συζήτηση και ζητούν το κεφάλι του Ουελμπέκ επί πίνακι!


Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία ξεχάστηκε, ως είθισται, η αρχή όλου του σαματά, δηλαδή το περιεχόμενο του βιβλίου. Μα τι λέει, τέλος πάντων, αυτό το βιβλίο; Τι μπορεί να λέει ένα μυθιστόρημα και κατορθώνει να προκαλεί, σε μία εποχή που τίποτε δεν μοιάζει ικανό να ταράξει τον ήσυχο ύπνο της; Οταν «όλα έχουν πια ειπωθεί»;


Τα στοιχειώδη σωματίδια είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα εγχείρημα εξαιρετικά φιλόδοξο. Ο Ουελμπέκ ξαναπιάνει τη θεματολογία τού πρώτου του βιβλίου ­ σεξουαλικότητα, σταδιακή εξαφάνιση των ανθρώπινων σχέσεων ­ και οδηγεί τα συμπεράσματά του στις ακραίες τους συνέπειες. Η πλοκή, παρά τον μεγάλο όγκο του βιβλίου, πάλι στοιχειώδης: δύο ετεροθαλή αδέλφια, τέκνα της ίδιας «απελευθερωμένης» μητέρας, δοσμένης ψυχή τε και σώματι στις ιδέες της δεκαετίας του ’60, μεγαλώνουν με τις γιαγιάδες τους, σε σπάνια επαφή με τους πατεράδες τους, και γνωρίζονται για πρώτη φορά στο Γυμνάσιο. Ο ένας, ο Μπρούνο, αφήνεται στην αναζήτηση ευκαιριακών απολαύσεων ψάχνοντας μέσα στα απομεινάρια της σεξουαλικής απελευθέρωσης (π.χ. ελευθεριάζουσες κατασκηνώσεις, παρηκμασμένες χίπικες και νυν New age), διαπιστώνοντας με πόνο και με πίκρα ότι μέσα στη μεγάλη ελεύθερη αγορά της σάρκας υπάρχουν ορισμένοι που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν, είτε γιατί είναι υπερβολικά άσχημοι είτε γιατί είναι υπερβολικά ντροπαλοί ή, ακόμη, υπερβολικά ευαίσθητοι. Ο άλλος, ο Μισέλ, ακολουθεί διαφορετική οδό: αρνούμενος κάθε ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, σεξουαλική ή συναισθηματική, εξελίσσεται σε σπουδαίο βιολόγο ερευνητή, έχοντας φτιάξει μέσα στο κεφάλι του ένα μοντέλο απόλυτα θετικιστικό με βάση το οποίο ερμηνεύει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, ανάγοντάς την σε έναν βιολογικό ή ανθρωπολογικό κανόνα. Επιτυγχάνει να ανασκευάσει τον ανθρώπινο γενετικό κώδικα και να δώσει ζωή σε ιδανικές μορφές υγιών πλασμάτων, που όλο τους το σώμα δεν είναι παρά μια μεγάλη ερωτογενής ζώνη. Απόλαυση στο άπειρο! Μήπως δεν είναι αυτή η νέα ουτοπία του αιώνα που έρχεται;


Ο Ουελμπέκ ενοχλεί πολλούς ­ όπως και εκθειάζεται από άλλους ­ γιατί επέτυχε, με περίσσια πνευματική τόλμη αλλά και χιούμορ, να ρίξει ένα εντελώς νέο φως πάνω σε αυτό που, υποτίθεται, ήταν η μεγάλη κατάκτηση της γενιάς του Μάη του ’68: τη σεξουαλική απελευθέρωση και τη διάλυση των οικογενειακών δεσμών στην οποία, με τραγούδια και γιορτές, οδήγησε. Μπήκε με τρομερό θράσος στη μύτη μιας γενιάς αμφισβητώντας της το μοναδικό πράγμα που της απέμεινε για να επαίρεται ­ δεδομένης της αποτυχίας ενός μοντέλου γενικευμένης οικονομικής ευημερίας ­ καταδεικνύοντας πως αυτό που στα μάτια της φάνταζε τότε ως επανάσταση δεν ήταν, τελικά, παρά ένα ακόμη βήμα, ένα καίριο βήμα, προς την κατεύθυνση της πλήρους εξατομίκευσης του ανθρώπου. Επέτυχε επίσης να καταδείξει κάτι ακόμη πιο τρομακτικό, που διαπερνά όλα τα υπόλοιπα και που στέκει απέναντί μας ως το φάντασμα ενός μέλλοντος όχι και τόσο μακρινού: πώς το τέλος του αιώνα μας βρίσκει τις δυτικές κοινωνίες, και μέσα σε αυτές το κάθε άτομο ξεχωριστά, μπροστά σε ένα πρωτοφανές στα χρονικά μεταφυσικό «στέγνωμα»· το Βασίλειο του Θεού μοιάζει να έχει οριστικά χαθεί! Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας επιδίδεται σε μια μελλοντολογικής εμπνεύσεως υπόθεση, βασισμένη στις τελευταίες εξελίξεις (βλ. κλωνοποίηση) στον τομέα της βιογενετικής: πικρή ειρωνεία, ποιητική έξαρση και, ίσως, μεγαλομανία συνθέτουν το σκοτεινό μανιφέστο μιας νέας μεταφυσικής, συζητήσιμο ως προς το περιεχόμενό του, πάντως εξαιρετικά πλούσιο νοηματικά.


Τα δύο μυθιστορήματα του Μισέλ Ουελμπέκ θα μεταφραστούν σύντομα και θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας από τις εκδόσεις της Εστίας. Μένει να δούμε τι απήχηση θα έχει το έργο του στο ελληνικό κοινό, μια και τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται δεν έχουν, ακόμη, διαποτίσει εντελώς την ιδιόμορφη πατρίδα μας· ή, μήπως, την ιδιότυπη συνείδησή μας;


Ο κ. Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας».