Ο Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης δεν διεκδίκησε ποτέ το status του λογοτέχνη. Υπηρέτησε τη λογοτεχνία με ποικίλους τρόπους, κυρίως με τις υποδειγματικές του επιμέλειες βιβλίων και με την προσήλωσή του σε μια αυστηρή αισθητική της τυπογραφίας, την οποία και καθιέρωσε ως ύψιστο πρότυπο για νεότερους εκδότες και επιμελητές, μεταξύ των οποίων και ο Σταύρος Πετσόπουλος των εκδόσεων Αγρα, όπου τόσο καλαίσθητα τυπώθηκε το κύκνειο άσμα του, οι Ιστορίες πριν από το σεισμό. Παρά ταύτα, όσοι είχαμε το προνόμιο να τον συναναστρεφόμαστε, τον θεωρούσαμε, αυτονόητα σχεδόν, λογοτέχνη. Ο Λούλης, όπως τον φωνάζαμε, εισέπνεε και απέπνεε λογοτεχνία με όλους τους πόρους της ύπαρξής του, κάθε στιγμή. Τα προσωπικά του γραπτά, στα οποία κατέφευγε σε στιγμές μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης, στιγμές που έκλεβε από τις άλλες εργασίες του, στις οποίες ήταν αφοσιωμένος με παθολογική σχεδόν αυτοπειθαρχία, είναι λιγοστά. Εκτός από τις μονογραφίες του, Το αγλαότεχνο τυπογραφείο των αδελφών Ταρουσόπουλου και Γιάννης Κεφαλληνός, ο χαράκτης, που εκδόθηκαν το 1991 και που θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε φόρο τιμής στους δασκάλους από τους οποίους διδάχτηκε την υψηλή τέχνη της τυπογραφίας, δεν μας είχε δώσει παρά μόνο την ποιητική συλλογή Εμβόλιμα (1975). Και ίσως να μη μας είχε αφήσει τίποτε άλλο αν ο θάνατος δεν τον επίεζε να διαβεί το «αδιάβατο χαντάκι ανάμεσα στο τώρα και το χτες», όπως λέει ο ίδιος σε ένα στίχο του.



Τα δύο ή τρία τελευταία χρόνια, που η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται, που μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία δίνοντας άνισες μάχες με την ανυποχώρητη νόσο, βρίσκει τον αναγκαίο χρόνο να γράψει τις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία στην Κω. Οι αναμνήσεις αυτές, που, απ’ όσο ξέρω, είχαν στοιχειώσει το μυαλό του για πάρα πολλά χρόνια, ήταν για τον συγγραφέα ένα είδος χαμένου παραδείσου, στον οποίο καταφεύγει όταν βρίσκεται μπροστά στο χαντάκι που χωρίζει το τώρα από το αύριο. Η γραφή, ως αντίδραση στον αναμενόμενο θάνατο-όχι πάντως ως κραυγή αγωνίας-είναι μια ισχυρή ένδειξη ψυχικού και ηθικού σθένους, μια στάση ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αλλά σε τούτο το σημείωμα δεν προτίθεμαι να σταθώ στην ψυχολογική και ηθική σημασία του εγχειρήματος, όσο να υπογραμμίσω την αξία του αποτελέσματος. Ο Ε. Χ. Κάσδαγλης δεν μας άφησε απλώς τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, ριγμένες όπως όπως στο χαρτί, υπό την πίεση του επικειμένου τέλους, που δεν άφηνε άνετα χρονικά περιθώρια επεξεργασίας. Μας άφησε ένα καλοδομημένο, καλοδουλεμένο, καλογραμμένο κείμενο: ένα λογοτέχνημα.


Η αφήγηση δεν εκδιπλώνεται γραμμικά, με φυσική χρονική αλληλουχία, αλλά ούτε και συνειρμικά, σαν μια τυχαία και ασχεδίαστη περιδιάβαση στον αχανή χώρο της μνήμης. Οργανώνεται γύρω από συγκεκριμένα επεισόδια ή καταστάσεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν διηγήματα ή πυρήνες διηγημάτων και συνάμα σπόνδυλοι μιας ενιαίας ιστορίας: «Μια φωτογραφία του νηπιαγωγείου», «Στο σπίτι της Νενές», «Στο χαμάμ», «Ο σεισμός» κλπ. Επεισόδια και καταστάσεις έχουν επιλεγεί με αυστηρή αίσθηση οικονομίας, με ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη πρόθεση δομής, που διαφαίνεται αν προσέξει κανείς τον τρόπο με τον οποίο είναι αρμολογημένα. Γύρω από τους πυρήνες αυτούς, η αφήγηση αναπτύσσεται ελεύθερα, χωρίς να υποτάσσεται σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο πυραμιδικής οργάνωσης του υλικού, αλλά, επιμένω, με οξεία αίσθηση οικονομίας, με συνετή και εύστοχη επιλογή των λεπτομερειών που τη στοιχειοθετούν. Και, όπως θα περίμενε κανείς από τον Κάσδαγλη, με γλώσσα υποδειγματική. Ωραία γλώσσα που δεν γλιστράει στην ωραιολογία· αρμονική γλώσσα που δεν μπατάρει προς κανεός είδους γλωσσικό δογματισμό ή μανιερισμό.


Στα οχτώ κεφάλαια του αφηγήματος προστίθεται κι ένα ένατο, ως επίμετρο, με πρωθύστερη χρονολογία και ετεροχρονισμένο νόημα. Στον «Εφιάλτη» ο ώριμος πια συγγραφέας διηγείται ένα παιδικό (υποτίθεται) όνειρο, μέσα από το οποίο προβάλλεται διακριτικά η καταστροφή του ειδυλλιακού νησιού της μνήμης, συνεπεία της ραγδαίας και ακραίας μεταπολεμικής τουριστικής του ανάπτυξης. Το εύρημα δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα της ανεμφατικής απεικόνισης αυτής της «καταστροφής», με πλήρη αποφυγή των συνήθων κοινοτοπιών και των χιλιοχρησιμοποιημένων στερεοτύπων.


Το αφήγημα του Ε. Χ. Κάσδαγλη έχει ύφος και ρυθμό, που προκύπτουν αβίαστα από μια γραφή αφιλόδοξη, ανεπιτήδευτη, αφτιασίδωτη ­ από μια έντιμη γραφή. Ετσι, οι αναμνήσεις του συγγραφέα έγιναν λογοτεχνικό έργο. (Συμβαίνει να μη συγχέω τη λογοτεχνία με τη μυθοπλασία). Και γι’ αυτόν τον λόγο, ισχυρίζομαι, οι αναμνήσεις του από τη μυθική Κω έγιναν οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας όλων μας.


Ο κ. Σπύρος Τσακνιάς είναι κριτικός λογοτεχνίας.