Ηταν καλοκαίρι του 1993, όταν η έγκυρη αμερικανική επιθεώρηση «Foreign Affairs» δημοσίευσε ένα άρθρο του πολιτειολόγου Σάμιουελ Χάντινγκτον με τίτλο «Σύγκρουση πολιτισμών;».


Το άρθρο φαινόταν να προσφέρει μια εξήγηση για τα όσα συνέβαιναν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στην ΕΣΣΔ, στο Αφγανιστάν και αλλού. Οι συγκρούσεις Σέρβων, Μουσουλμάνων και Κροατών στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Αρμενίων και Αζέρων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, μουσουλμάνων και ινδουιστών στα βουνά του Κασμίρ, καθώς και άλλες αντιπαραθέσεις, αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Σάμιουελ Χάντινγκτον. Το άρθρο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι παρήλθε η εποχή των ιδεολογιών και άρχισε αυτή των «πολιτισμών», κατά την οποία κάθε κράτος για να κάνει τις επιλογές του καταφεύγει στις πολιτισμικές αξίες: την παράδοση, τη γλώσσα, τα έθιμα και την ιδιαιτερότητα των θεσμών.


Σύμφωνα με τον Χάντινγκτον, οι σημερινές συγκρούσεις είναι «συγκρούσεις πολιτισμών» και αποτελούν τον προάγγελο αγριότερων πολέμων, οι οποίοι θα ξεσπάσουν σε ζώνες και περιοχές όπου υπάρχουν κράτη με πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες. Η Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ενωσης, αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του μοντέλου συγκρούσεων.


Στο άρθρο αυτό, το οποίο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις (θετικές και αρνητικές), ο Σ. Χάντινγκτον υποστήριζε ότι το μεσο-ευρωπαϊκό αυτό μέτωπο, που εκτείνεται από τη Βαλτική ως την Αδριατική, είναι το ίδιο που χώριζε κατά τον 16ο αιώνα τη ρωμανογερμανική Δύση από τη Ρωσία, την εκπρόσωπο του βυζαντινο-ορθόδοξου χριστιανισμού, και το Ισλάμ.


Εκείνη την εποχή που δημοσιεύθηκε το άρθρο του Σ. Χάντινγκτον (το 1993) είχε αρχίσει να υποχωρεί αισθητά η αισιοδοξία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και ο αμερικανός συγγραφέας άδραξε την ευκαιρία να μας «προειδοποιήσει» ότι το χαμόγελο της ιστορίας ίσως να ήταν παραπλανητικό και να μας υπογραμμίσει τους φόβους του για μια ενδεχόμενη πολιτισμική ρήξη με απρόβλεπτες συνέπειες.


Το άρθρο και ο προβληματισμός του Σ. Χάντινγκτον προκάλεσαν αίσθηση και ο διάλογος που αναπτύχθηκε ξεπέρασε τα ακαδημαϊκά σύνορα. Ετσι, ο αμερικανός συγγραφέας τρία χρόνια αργότερα επέκτεινε το θέμα που είχε θέσει το 1993, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης».


Οπως σημειώνει ο ίδιος, το ενδιαφέρον, οι συζητήσεις, αλλά και οι παρερμηνείες που προκάλεσε το άρθρο, τον ώθησαν να εμβαθύνει στο θέμα σε αυτό το βιβλίο. Στις 384 σελίδες επιχειρεί να αναπτύξει, να συμπληρώσει και να προσδιορίσει ακριβέστερα θέματα όπως είναι η έννοια των πολιτισμών, το ζήτημα ενός παγκόσμιου πολιτισμού, η σχέση εξουσίας και κουλτούρας, η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πολιτισμών, η πολιτιστική ιθαγένεια των μη δυτικών κοινωνιών, η πολιτική δομή των πολιτισμών, οι συγκρούσεις που προκαλούνται από την παγκοσμιοποίηση της Δύσης, οι προσπάθειες εξισορρόπησης της ανόδου της Κίνας και, τέλος, οι αιτίες και η δυναμική των πολέμων.


Το έργο του Σ. Χάντινγκτον αποτελεί μια φιλόδοξη προσπάθεια ερμηνείας της παγκόσμιας πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει το θεμελιώδες ερώτημα: πώς θα είναι ο κόσμος τον 21ο αιώνα; Για να γίνει πιο πειστικός, ο Σ. Χάντινγκτον απαριθμεί οκτώ πολιτισμούς, τον λατινοαμερικανικό, τον μουσουλμανικό, τον κινεζικό, τον ινδουιστικό, τον σλαβο-ορθόδοξο, τον βουδιστικό και τον αφρικανικό, τους οποίους αντιμετωπίζει ως ζωντανά σώματα, που γεννιούνται, ενισχύονται, επεκτείνουν την ηγεμονία τους, φθάνουν στο απόγειο της δύναμής τους, εξασθενούν και εκλείπουν.


Η παρακμή ενός πολιτισμού, σύμφωνα με τον συγγραφέα της «Σύγκρουσης των πολιτισμών», αρχίζει συνήθως όταν αυτός θεωρεί ότι κατατρόπωσε τους εχθρούς του και συνένωσε τον κόσμο. Τις απόψεις αυτές ο Χάντινγκτον άρχισε να τις διαμορφώνει από την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ. Μάλιστα το 1967 είχε μεταβεί στο Νότιο Βιετνάμ, ύστερα από αίτημα του υπουργείου Εξωτερικών. Εκεί οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες των Αμερικανών εκείνης της εποχής να δημιουργήσουν σε αυτή τη χώρα μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα σύμφωνα με το δυτικό μοντέλο ήταν μάταιες.



Στο βιβλίο του δίνει το παράδειγμα νεαρών που φορούν τζιν, πίνουν Coca-Cola και ακούν ροκ σε μια χώρα της Απω Ανατολής, αλλά, παρ’ όλα αυτά, μπορούν πολύ καλά να κατασκευάζουν μια βόμβα για να τινάξουν στον αέρα ένα αεροπλάνο κάποιας αμερικανικής εταιρείας.


Εκείνο που καθορίζει τη δυτική κοινωνία δεν είναι τα Levi’s και η Coca-Cola, αλλά η Magna Carta του 13ου αιώνα, σημείωνε ο Σάμιουελ Χάντινγκτον σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Dominique Dhomtres στην εφημερίδα «Le Monde» της 18ης Νοεμβρίου 1997 και στην οποία εξηγούσε γιατί χαρακτηρίζει ως δυτική αυταπάτη την ιδέα μιας προοδευτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας γύρω από τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.


Σε μια άλλη συνέντευξή του για το ίδιο θέμα στο «Βήμα» της 24ης Μαΐου 1998, στον Α. Παπαχελά, ο Σ. Χάντινγκτον τόνιζε: «Η Δύση χάνει σταδιακά τη δύναμη σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, ειδικότερα σε σύγκριση με την Ασία. Εχει σημειωθεί μια σημαντική στροφή στη διανομή του πλούτου προς την Ασία… Οι μη δυτικές κοινωνίες θα προωθούν τα συμφέροντά τους με πολύ πιο επιθετικό τρόπο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση».


Σε όλη τη διαδρομή της ανάλυσης που επιχειρείται από τον Σ. Χάντινγκτον επαναλαμβάνεται η άποψη του αμερικανού καθηγητή, ότι οι πολιτισμοί προσφέρουν ένα πιο φυσικό πεδίο αντίδρασης για έθνη και λαούς παρά οι ιδεολογίες. Σε ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα, η κυριότερη σύγκρουση θα είναι η σύγκρουση των πολιτισμών, επιμένει ο Σ. Χάντινγκτον. Σε πολλά σημεία φαίνεται να αντιφάσκει, όταν αποδέχεται και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών. Δεν θα μπορούσε βέβαια να την αρνηθεί όταν αναφέρεται σε παραδείγματα όπως ήταν η εισαγωγή του βουδισμού από την Ινδία στην Κίνα και η τεράστια επίδραση που άσκησε στον κινεζικό πολιτισμό. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις ο Χάντινγκτον αυτοαναιρείται. Οταν, για παράδειγμα, η Κίνα πωλεί όπλα στη Λιβύη, αυτό, κατά τον αμερικανό καθηγητή, επιβεβαιώνει τη συμμαχία του κομφουκιανισμού με το Ισλάμ. Σε άλλα σημεία γίνεται εξοργιστικά απλοϊκός, όπως όταν τονίζει ότι η Ευρώπη σταματά πρακτικά στην Κροατία.


Μπορεί ο Σ. Χάντινγκτον να τονίζει, ομολογουμένως εύστοχα, την αύξουσα σημασία της κοινωνικο-πολιτισμικής διάστασης σε σχέση με τις άλλες δύο διαστάσεις της διεθνούς πραγματικότητας ­ την πολιτική και την οικονομία. Μπορεί, επίσης εύστοχα, να επιμένει στην επιστροφή του θρησκευτικού, ωστόσο δεν αναλύει πραγματικά τη θεμελιώδη πολλαπλότητα των εκδηλώσεών του.


Θα συμφωνούσαμε απολύτως με την κριτική που του άσκησε ο ρουμανικής καταγωγής γάλλος διεθνολόγος και μαθητής του Raymond Aron, Pierre Hassner, ο οποίος από τις στήλες της «Liberation» (6 Ιανουαρίου 1998) άσκησε σκληρή κριτική στις μονομερείς αναλύσεις του Χάντινγκτον. «Η ιστορία έχει φτιαχτεί από συγχρωτισμούς, από αμοιβαίες επιρροές, όχι από καθαρές και αιώνιες οντότητες. Δεν πρέπει να ντρεπόμαστε όταν υποστηρίζουμε μια κάποια οικουμενικότητα. Διαφορετικά, όλα θα τα δικαιολογούμε πολιτισμικά. Ο σύγχρονος κόσμος καθιστά τις αναμείξεις αναπόφευκτες», έγραφε εύστοχα ο Pierre Hassner.


Ενα από τα πιο αδύνατα σημεία του Χάντινγκτον (επικίνδυνη ιδέα, κατά τον Hassner) είναι η πρότασή του προς τις ΗΠΑ να αρνηθούν ταυτόχρονα τον πολυπολιτισμό στο εσωτερικό τους και την οικουμενικότητα στο εξωτερικό τους. Κάτι που δημιουργεί κινδύνους απομονωτισμού για τις ΗΠΑ, αν οδηγηθούν σε άρνηση τόσο της πολλαπλότητας εντός των συνόρων τους όσο και της οικουμενικής αλληλεγγύης.


Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι πολιτικός επιστήμων-διεθνολόγος.