Η τραγική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο οδήγησε σε μια γενικευμένη απογοήτευση τους πολίτες, οι οποίοι βρήκαν στον εθνικισμό ένα εύκολο μέσο αποπροσανατολισμού. Ετσι εύκολα οδηγήθηκαν σε μια παθιασμένη εξύμνηση των «εθνικών αρετών» και το Σαράγεβο, η πόλη στην οποία συμβίωσαν αρμονικά για εκατοντάδες χρόνια Κροάτες, Μουσουλμάνοι και Σέρβοι, έγινε ξαφνικά το σύμβολο της αδιαλλαξίας και της φυλετικής μανίας.


Στο κατώφλι του 21ου αιώνα ζήσαμε μια θύελλα μίσους και ερήμωσης, ένα βρώμικο πόλεμο, τον οποίο η ενωμένη Ευρώπη (πόσο ενωμένη ήταν άραγε όταν ενθάρρυνε τον εσπευσμένο κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας;) ανέχθηκε ή δεν μπόρεσε να εμποδίσει.


Μεταξύ 1991 και 1995 είχαν σκοτωθεί στην πρώην Γιουγκοσλαβία περίπου 300.000 άνθρωποι και βέβαια κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη βαρβαρότητα και την απανθρωπιά που χαρακτήριζε τις αντιμαχόμενες κοινότητες. Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα «οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να μη λάβουν σθεναρή θέση, περιοριζόμενοι στην αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών σε μια χώρα όπου δεν υπήρχε ειρήνη για να τη διατηρήσει κανείς και αφαιρώντας από τις δυνάμεις αυτές τα μέσα και την αρμοδιότητα να σταματήσουν τη σύρραξη» σημειώνει εύστοχα ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο πρωταγωνιστής της αμερικανικής παρέμβασης στη Βοσνία το 1995 που οδήγησε στη Συμφωνία του Ντέιτον.


Από τις 21 Νοεμβρίου 1995 και μετά η λέξη Ντέιτον έχει πλέον καταχωρισθεί ως ένα είδος συγκεκριμένου τύπου διπλωματίας. Ενα τέτοιο Ντέιτον προτάθηκε σοβαρά για τη Βόρεια Ιρλανδία, την Κύπρο, τη Μέση Ανατολή και για άλλα προβλήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα.


Εκείνοι οι οποίοι έχουν κατά νου παρόμοια «Ντέιτον» θα πρέπει να προχωρήσουν με ιδιαίτερη προσοχή. Είναι σαν να βαδίζουν πάνω σε τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω. Είναι πολλή η δουλειά που πρέπει να προηγηθεί μιας τέτοιου είδους «όλα-ή-τίποτα» επιχείρησης. Η τοποθεσία θα πρέπει να είναι απόλυτα σωστή. Οι στόχοι πρέπει να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένοι. Ενα και μόνον φιλοξενούν κράτος πρέπει να έχει τον απόλυτο έλεγχο, είναι όμως ένα πολύ υψηλό ρίσκο για το κράτος-οικοδεσπότη, του οποίου το πρεστίζ τίθεται υπό σκληρή δοκιμασία. Οι συνέπειες της αποτυχίας είναι τεράστιες. «Οταν όμως οι συνθήκες είναι σωστές, ένα τέτοιο «Ντέιτον» μπορεί να φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα» τονίζει ο Ρ. Χόλμπρουκ.


Οι στόχοι της αμερικανικής διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας όπως τους περιγράφει ο Ρ. Χόλμπρουκ ήταν δύο αλλά ιδιαιτέρως φιλόδοξοι: πρώτον, να μετατραπεί η 60 ημερών κατάπαυση του πυρός σε μια μόνιμη ειρήνη και, δεύτερον, να επιτευχθεί συμφωνία για ένα πολυεθνικό κράτος. «Για να φθάσουμε στους στόχους μας», σημειώνει ο Χόλμπρουκ, «απαιτούνταν συμφωνίες σε πολλά θέματα: Ανατολική Σλαβονία, Ομοσπονδία, συνταγματικό πλαίσιο, εκλογές, προεδρία τριών προσώπων, Εθνοσυνέλευση, ελευθερία κινήσεων και το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους, συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων Πολέμου και μια διεθνής αστυνομική δύναμη. Τέλος, θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε το πλέον επίμαχο καθήκον μας: να προσδιορίσουμε τα εσωτερικά σύνορα της Βοσνίας, εκείνα μεταξύ του σερβικού τμήματος της Βοσνίας και της Κροατομουσουλμανικής Ομοσπονδίας».


Περιγράφοντας την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και τον βρώμικο πόλεμο που ακολούθησε, ο Ρ. Χόλμπρουκ υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί είχαν χωρισθεί σε δύο ομάδες ευρέως προσδιορισμένες: «Εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι έπρεπε να παρέμβουμε, είτε για ηθικούς είτε για στρατηγικούς λόγους, και εκείνους οι οποίοι φοβόντουσαν ότι, αν το κάναμε, θα βρισκόμασταν μπερδεμένοι σε μια τελματώδη κατάσταση, παρόμοια με εκείνη του Βιετνάμ. Καθώς οι εθνικές εκκαθαρίσεις άρχισαν πλέον να γίνονται ευρύτερα γνωστές, η αναλογία εκείνων οι οποίοι ήθελαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν κάτι αυξήθηκε, προφανώς όμως δεν αποτέλεσε ποτέ πλειοψηφία».



Οταν όμως η κατάσταση έφθασε στο απελπιστικότερο σημείο της, οι ΗΠΑ, σημειώνει ο Χόλμπρουκ, διακινδύνευσαν το κύρος τους με μια σειρά εξαιρετικά ριψοκίνδυνες ενέργειες: μια ολόπλευρη διπλωματική πρωτοβουλία τον Αύγουστο του 1995, βαρείς βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ τον Σεπτέμβριο, μια κατάπαυση του πυρός τον Οκτώβριο, το Ντέιτον τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο την αποστολή 20.000 στρατιωτών στη Βοσνία. Ξαφνικά ο πόλεμος είχε τελειώσει ­ και ο ρόλος της Αμερικής στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο Ευρώπη επαναπροσδιορίστηκε.


«Περί την άνοιξη του 1995 είχε καταντήσει πλέον κοινοτοπία να λέει κανείς ότι οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τους ευρωπαίους συμμάχους μας ήταν χειρότερες παρά ποτέ μετά την κρίση του Σουέζ το 1956. Η σύγκριση αυτή όμως ήταν παραπλανητική: επειδή το Σουέζ ήρθε στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, η πίεση τότε ήταν περιορίσιμη. Η Βοσνία, ωστόσο, είχε προσδιορίσει την πρώτη φάση των μετά τον Ψυχρό Πόλεμο σχέσεων μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών και είχε ζημιώσει σημαντικά την Ατλαντική σχέση. Ειδικότερα οι ενστάσεις έθεταν σε κίνδυνο το ίδιο το ΝΑΤΟ τη στιγμή ακριβώς που η Ουάσιγκτον επεδίωκε να το διευρύνει» τονίζει ο Χόλμπρουκ.


Εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση Κλίντον δεχόταν αυστηρές επικρίσεις ότι υπαναχωρούσε στις δεσμεύσεις της για την ασφάλεια της Ευρώπης καθώς και για την υποβάθμιση του γενικότερου βαθμού προτεραιότητας που δινόταν στις εξωτερικές υποθέσεις. Ο Χόλμπρουκ υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Κλίντον είχε να επιδείξει ένα μεγάλο αριθμό επιτυχιών στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη: μια νέα σχέση με τη Ρωσία και τις άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, προώθηση της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και πρωτοβουλίες στο Ιρλανδικό πρόβλημα. «Μολαταύτα η εντύπωση ότι η Ουάσιγκτον είχε στρέψει την πλάτη της στην Ευρώπη στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν δύσκολο να διαλυθεί όσο δεν κάναμε τίποτε σχετικά με τη Βοσνία» υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Το Ντέιτον φαίνεται να άλλαξε την κατάσταση σχεδόν εν μια νυκτί.


Οι κριτικές κατά του προέδρου Κλίντον ως αδύναμου ηγέτη σταμάτησαν ξαφνικά, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και μεταξύ μουσουλμανικών χωρών, και η Ουάσιγκτον έβλεπε να της πλέκεται το εγκώμιο για τη σταθερή ηγετική ικανότητά της. Μετά το Ντέιτον η αμερικανική εξωτερική πολιτική έμοιαζε πιο αποφασιστική, περισσότερο μυώδης. Αυτό μπορεί να υπήρξε τόσο εντύπωση όσο και πραγματικότητα αλλά η εντύπωση ήταν αυτή η οποία μετρούσε.


Ο συγγραφέας και αρχιτέκτονας της Συμφωνίας του Ντέιτον εντοπίζει ορισμένες αδυναμίες της συμφωνίας για τη Βοσνία οι οποίες δεν είναι «απαραιτήτως οι ίδιες με εκείνες τις οποίες ανέφεραν εκ των έξω επικριτές, πολλοί από τους οποίους συνέχεαν τη συμφωνία ειρήνης με την εφαρμογή της». Σύμφωνα με τον Χόλμπρουκ, το σοβαρότερο ελάττωμα στην ειρηνευτική συμφωνία του Ντέιτον ήταν ότι επέτρεψε να υπάρξουν δύο αντιμαχόμενοι στρατοί μέσα σε μία και την αυτή χώρα, ένας για τους Σέρβους και ένας για την Κροατομουσουλμανική Ομοσπονδία. «Είχαμε πλήρη συναίσθηση του γεγονότος αυτού κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αλλά, δεδομένου ότι το ΝΑΤΟ δεν επρόκειτο να επιβάλει τον υποχρεωτικό αφοπλισμό των δύο πλευρών, δεν ήταν δυνατή η δημιουργία ενός ενιαίου στρατού ή ο αφοπλισμός της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης» γράφει ο Χόλμπρουκ (σ. 557) και συμπληρώνει: «Ενα δεύτερο πρόβλημα ήταν η συμφωνία μας να επιτρέψουμε στο σερβικό τμήμα της Βοσνίας να διατηρήσει το όνομα Δημοκρατία Σρπσκα».


Σήμερα, τρία χρόνια μετά τη Συμφωνία του Ντέιτον, όλες οι διεθνείς προσπάθειες για την ενίσχυση της ανοικοδόμησης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης είναι στενά συνδεδεμένες με την πιστή εφαρμογή των όρων της ειρηνευτικής συμφωνίας. Οσο για την πολιτική σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, αυτή συνεπάγεται μεταξύ άλλων την ανασυγκρότηση των οικονομιών των κρατών που προέκυψαν από την πρώην Γιουγκοσλαβία καθώς και σημαντικές προσπάθειες εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας προκειμένου να διασφαλισθεί η ανοικοδόμηση.


* Βλ. παρουσίαση της αμερικανικής έκδοσης του βιβλίου του Ρ. Χόλμπρουκ από τον Σπύρο Ριζόπουλο στα «Βιβλία» της 14ης Ιουνίου 1998.


Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι πολιτικός επιστήμων-διεθνολόγος.