Προτού αποκαλυφθούν όλες οι πτυχές του γιουγκοσλαβικού δράματος έχουν αρχίσει να διατυπώνονται ποικίλες απόψεις για τα αίτια που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και τον καταστροφικό πόλεμο που τη συνόδευσε. Κάποιοι πιστεύουν λ.χ. ότι αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο Μιλόσεβιτς σε πρώτη φάση και ο Τούτζμαν στη συνέχεια, άλλοι πως φταίνε οι Γερμανοί, για ορισμένους οι Αμερικανοί ήταν εκείνοι που έδωσαν το πράσινο φως και τελευταία προστίθενται και εκείνοι που πιστεύουν ότι αποκλειστικός υπεύθυνος θα πρέπει να θεωρηθεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Δεν είναι, επίσης, λίγοι όσοι υποστηρίζουν πως ο πόλεμος οφείλεται σε δάκτυλο του Βατικανού, ενώ άλλοι γενικολογώντας αποδίδουν το φαινόμενο στην «υποκρισία» των Ευρωπαίων και όλων συλλήβδην των Δυτικών. Οι απόψεις αυτές οδηγούν σε κατεδαφιστικές γενικεύσεις και καταλήγουν στη σχεδόν εδραιωμένη πεποίθηση πως για όλα τα δεινά φταίει το τιτοϊκό καθεστώς, το οποίο από τη φύση του ήταν ανίκανο να κατανοήσει ότι δεν μπορούσε να διαμορφωθεί ενιαία κοινωνία από λαούς που χωρίς να το επιθυμούν εξαναγκάστηκαν να συνυπάρξουν υπό συνθήκες καταστολής, σε ένα συνθετικό κράτος. Χαρακτηριστική από αυτή την πλευρά είναι η τάση των δυτικών πολιτικών αναλυτών να αποφεύγουν τη χρήση της λέξης «Βαλκάνια», λες και πρόκειται για ύψιστη ύβρι, και να προτιμούν στη θέση της τον προσδιορισμό Νοτιοανατολική Ευρώπη, ως είδος, ας πούμε, πολιτικής ορθοφροσύνης.


Οι εκτιμήσεις του είδους, πέραν των στερεοτύπων στα οποία παραπέμπουν, κινούνται σε πολύ μικρό ιστορικό βάθος και κατά κανόνα προέρχονται όχι από τους γηγενείς διανοουμένους της πρώην Γιουγκοσλαβίας αλλά από άτομα που δεν γνωρίζουν σε βάθος την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις της περιοχής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα λ.χ. είναι το βιβλίο του Ρόμπερτ Κάπλαν Βαλκανικά φαντάσματα, έργο καθαρά εμπειρικό. Αυτή ωστόσο η ιδιότητά του δεν το εμπόδισε να καταστεί πολιτικό ευαγγέλιο για τους αναλυτές της Ουάσιγκτον και τον ίδιο τον πρόεδρο Κλίντον. Το βιβλίο, θα πρέπει να σημειωθεί, περιέχει και τρία εντελώς απαράδεκτα κεφάλαια για την Ελλάδα, όπου ο Κάπλαν, «φίλος» της χώρας μας, όπως ισχυρίζεται, δεν βλέπει εδώ τίποτε άλλο εκτός από ανθρώπους που έχουν ανοιχτό το πουκάμισο «ως τον αφαλό», διεφθαρμένους πολιτικούς, αργόσχολους που σπαταλούν ώρες επί ωρών πίνοντας καφέδες και τύπους που μιλούν από το πρωί ως το βράδυ για «γυφτοσκοπιανούς».


Εν τούτοις έχουν αρχίσει σιγά σιγά να εκδίδονται και σοβαρές, αναλυτικές και νηφάλιες εργασίες από επιστήμονες που γνωρίζουν σε βάθος το ζήτημα και δεν υιοθετούν τις εύκολες, εκ των έξω και «ανώδυνες» προσεγγίσεις. Μια τέτοια μελέτη είναι και το βιβλίο Making a Nation, Breaking a Nation του Αντριου Βάχτελ, καθηγητή σλαβικών γλωσσών και λογοτεχνίας σε ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, στο Northwestern University του Σικάγου. Ο συγγραφέας γνωρίζει άριστα τον πολιτισμό και την ιστορία των νότιων Σλάβων, τις γλώσσες και τις διαλέκτους που μιλούν (ο ίδιος μιλά επτά γλώσσες), κυρίως όμως: το ιδεολογικό υπόβαθρο της μελέτης του στηρίζεται στις αρχές που διατύπωσε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές των ιστορικών φαινομένων, ο Μπένεντικτ Αντερσον στο κλασικό πλέον βιβλίο του Οι φαντασιακές κοινότητες (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Νεφέλη). Γιατί βεβαίως δεν είναι δυνατόν να αναλύσει κανείς το γιουγκοσλαβικό δράμα χωρίς να το συνδέσει ευθέως με το φαινόμενο της γέννησης και της ανάπτυξης του εθνικισμού.


Η προσέγγιση και η ανάλυση του Βάχτελ λοιπόν είναι πολιτισμική, στον αντίποδα της θεωρίας του συρμού περί «πολιτισμικών πολέμων». Δεν οικοδομεί δηλαδή μια θεωρία πάνω σε δεδομένες θέσεις αλλά μέσω της ανάλυσης των έργων της δημιουργικής φαντασίας, όπως αυτά συνέβαλαν πρώτα στη δημιουργία και κατόπιν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Μέσω των τεκμηρίων που παρουσιάζει και εκ παραλλήλου με την ανάλυση των πολιτικών δεδομένων, προκύπτει ότι από παλιά, από τον 19ο αιώνα ακόμη, η τάση και η επιθυμία των Σλάβων της Βαλκανικής δεν ήταν να ζήσουν χωριστά αλλά από κοινού. Αλλιώς, εκτιμά δικαίως ο Βάχτελ, η δημιουργία της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα ήταν αδιανόητη και η ενότητα της χώρας, αξιοθαύμαστη ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, θα παρέμενε τελείως ανεξήγητη.


Οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου όχι μόνο στο επίπεδο της καθημερινής ζωής αλλά και στον πολιτισμό ­ των Σέρβων και των Κροατών κυρίως ­ έχουν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται. Οι περισσότεροι από τους σημαντικούς δημιουργούς των χωρών αυτών έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, ενώ το σχίσμα και η εχθρότητα έχουν μεταφερθεί και στο εσωτερικό της Σερβίας και της Κροατίας. Το απίστευτο είναι πως στους κύκλους των γιουγκοσλάβων διανοουμένων της διασποράς η πίστη πως κάποια στιγμή θα ανασυσταθεί η Ομοσπονδία παραμένει ισχυρή.


Αν αυτό μοιάζει παράλογο, δεν είναι ωστόσο και ανεξήγητο. Τα ντοκουμέντα που παραθέτει ο Βάχτελ από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων του προηγούμενου αιώνα το αποδεικνύουν. Τα κείμενα αυτά στην πλειονότητά τους συνιστούν φλογερά κηρύγματα ενότητας και αγώνα των Σλάβων της Βαλκανικής, προκειμένου να απαλλαγούν από τον κατακτητή, δηλαδή την αυστροουγγρική μοναρχία, και αυτά αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης και ενιαίου κράτους.


Αλλά τότε, ποια ήταν τα αίτια της καταστροφικής διάλυσης, από την οποία πέρασαν σχεδόν αλώβητοι μόνον οι Σλοβένοι; Σύμφωνα με τον Βάχτελ, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας την προετοίμασε το πέρασμά της από το καθεστώς της υπερεθνικής σε εκείνο της πολυεθνικής κοινωνίας, όπου η ενότητα δεν ήταν αποτέλεσμα κοινών επιδιώξεων των λαών ή ενός οράματος αλλά παιχνίδι πολιτικών ισορροπιών. Το πλέον ολέθριο πολιτικό σφάλμα που διαπράχθηκε μεταπολεμικά οφείλεται στην αδυναμία ή στον στρουθοκαμηλισμό του τιτοϊκού καθεστώτος, το οποίο αντί να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της συνεργασίας των κροατών Ουστάσι και των σέρβων Τσέτνικ με τους ναζιστές κατακτητές, προτίμησε, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Βάχτελ, «να κρύψει τα σκουπίδια κάτω από το χαλί». Αλλά αυτά ακριβώς τα σκουπίδια ήταν εκείνα που αναζωπύρωσαν τον εθνικισμό στη δεκαετία του ’80 βρίσκοντας εύκολα συμμάχους στο πρόσωπο αποπροσανατολισμένων ή οπορτουνιστών διανοουμένων και καλλιτεχνών, οι οποίοι φέρουν τεράστιες ευθύνες για τα επακόλουθα.



Το πέρασμα από την υπερεθνική κουλτούρα στην πολυεθνική, κατόπιν στους πολιτιστικούς πολέμους και στη συνέχεια στον εμφύλιο δίνει και την εικόνα της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας την τελευταία εικοσαετία. Ετσι, σύμφωνα με τον Βάχτελ, η παντελής έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στην πολιτική και στην πνευματική ηγεσία άφησε μετέωρο τον γενικό πληθυσμό, ο οποίος ήταν αδύνατον να προσαρμοστεί σε ένα καθεστώς όπως το τιτοϊκό, στο οποίο απουσίαζαν οι στοιχειώδεις πολιτικές δομές, με αποτέλεσμα σύντομα στο εσωτερικό της χώρας οι διάφορες εθνότητες ­ που πάντως δεν είχαν μεγαλύτερες διαφορές από ό,τι οι εθνότητες της Ιταλίας ­ να αντιμετωπίζουν η μία την άλλη σαν να αποτελούνταν από πολίτες ξένων κρατών. Το σύστημα, επομένως, της ισορροπίας δυνάμεων, που άρχισε να λειτουργεί περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, εκφράστηκε πρώτα στο εσωτερικό της πολιτικής ελίτ των δημοκρατιών και στη συνέχεια μεγεθυσμένο μέσα στα όργανα της Ομοσπονδίας, με αποτέλεσμα το πολιτικό κέντρο να εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω του πολιτικό και διοικητικό κενό. Τα εξωτερικά γεγονότα που ακολούθησαν μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό αυτού του κενού με άμεση συνέπεια πρώτα τη διάλυση και κατόπιν τον πόλεμο.


Οι χωριστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν μέσα στον πληθυσμό ήταν βεβαίως αποτέλεσμα του σχετικισμού που χαρακτηρίζει τη Γιουγκοσλαβία της τελευταίας εικοσαετίας, σχετικισμού που στο φιλοσοφικό επίπεδο ο Ντανίλο Κις, ο τελευταίος των κορυφαίων πεζογράφων της χώρας ή ο έσχατος γιουγκοσλάβος συγγραφέας, όπως χαρακτηρίστηκε, τον θεωρεί ομόλογο του εθνικισμού. Στο κείμενό του Γιατί η Βοσνία (1975) γράφει ο Κις ανάμεσα σε άλλα: «Ο εθνικισμός τρέφεται από τον σχετικισμό. Δεν υπάρχουν γενικές αξίες ­ αισθητικές, ηθικές κλπ. Μόνο σχετικές. Και υπ’ αυτή την έννοια κατά βάση ο εθνικισμός είναι αντιδραστικός. Το μόνο που μετράει είναι να περνώ καλύτερα από τον αδελφό μου ή τον ετεροθαλή αδελφό μου. Ολα τα άλλα δεν με ενδιαφέρουν».


Ο Βάχτελ θεωρεί ­ και δικαίως ­ τον Ντανίλο Κις τον μεγαλύτερο γιουγκοσλάβο συγγραφέα μετά τον Ιβο Αντριτς. Ο Κις με τα κορυφαία έργα του Ενας τάφος για τον Μπορίς Νταβίντοβιτς, Κλεψύδρα και Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών σηματοδότησε την περίοδο της ωριμότητας μιας λογοτεχνίας που αποκτούσε μέσω του έργου του ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση, χωρίς ταυτόχρονα να απομακρύνεται από το καταγωγικό περιβάλλον της. Υπήρξε συγγραφέας αντιπροσωπευτικός όσον αφορά την επιδίωξη ενός κοινού γλωσσικού και καλλιτεχνικού κανόνα, ενός ιστορικού προσανατολισμού και μιας πολιτισμικής και κοινωνικής αγωγής ­ και συνοχής.


Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Βάχτελ επιχειρεί μια τολμηρή σύγκριση του γιουγκοσλαβικού με το αμερικανικό πείραμα. Μολονότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στις δύο κοινωνίες, μας λέει, διακρίνει ταυτοχρόνως κανείς και ανησυχητικές ομοιότητες. Υπ’ αυτή την έννοια, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν συνιστά απλώς ένα κορυφαίο ιστορικό και ανθρώπινο δράμα αλλά και μια αυστηρή προειδοποίηση για τους κινδύνους που συνεπάγεται το πολυπολιτισμικό πρότυπο, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της κοινότητας των πολιτών αλλά εξυπηρετεί τους σκοπούς της αντιδραστικής αμερικανικής Δεξιάς, όπως την εκφράζει η μεταμοντέρνα κοινωνία του σχετικισμού ή των λεγόμενων ακαδημαϊκών διαφορών που, αν οι πολιτικές περιστάσεις το επιτρέψουν, μπορεί να εξελιχθούν σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο: πρώτα στην απαίτηση για ένα «πιο πολυπολιτισμικό» πρότυπο και στη συνέχεια στη διεκδίκηση των «δικαιωμάτων» της κάθε εθνικής ομάδας έναντι όλων των άλλων, που με πολιτικούς όρους μεταφράζεται σε συγκρούσεις, σε εθνικιστικό μίσος, σε πράξεις αντεκδίκησης και τελικά σε πόλεμο.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.