Οι κάλπικες πολιτικές ταυτότητες


Τα τέσσερα βιβλία που συνυπάρχουν στην παρουσίαση αυτή δεν φαίνεται να έχουν κάτι το κοινό. Καλύπτουν τρεις διαφορετικές περιόδους (αρχές του αιώνα, Μεσοπόλεμος και Κατοχή) και τρία διαφορετικά θέματα (Μακεδονικός αγώνας, ΚΚΕ και Μακεδονικό, Κατοχή). Μια προσεκτική όμως ανάγνωσή τους φέρνει στην επιφάνεια ένα κοινό χαρακτηριστικό: και τα τέσσερα παραβιάζουν τις αρχές που διέπουν ένα μεγάλο μέρος της εκδοτικής παραγωγής στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.


Τα βιβλία αυτά βασίζονται σε αδημοσίευτο ως τώρα (κυρίως, αλλά όχι μόνο, αρχειακό) υλικό. Διαφοροποιούνται έτσι από ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής που αποτελείται από αναμασήματα ήδη δημοσιευμένου υλικού (σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, από αναδημοσιεύσεις). Δεύτερον, θίγουν «ευαίσθητα» θέματα και θέτουν με έμμεσο τρόπο σημαντικά ερωτήματα που ξεπερνούν τους κυρίαρχους απλουστευτικούς μανιχαϊσμούς. Τρίτον και σχετικό με το προηγούμενο σημείο, δεν παρέχουν εύκολες, έτοιμες ή τελεσίδικες απαντήσεις αλλά απαιτούν μια «πολυεπίπεδη» ανάγνωση που καλλιεργεί την κριτική ικανότητα του αναγνώστη. Τέταρτον, συχνά ανατρέπουν, με τρόπο όμως έμμεσο και διακριτικό, κάποιες κυρίαρχες απόψεις για τα επιμέρους θέματα που θίγουν. Τέλος, εκείνο που διακρίνει τα βιβλία αυτά είναι το μεράκι: διαβάζοντάς τα κανείς νιώθει πως δεν έχει να κάνει με δουλειά ρουτίνας. Εκείνο μάλιστα που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι πως και τα τέσσερα αυτά βιβλία έχουν παραχθεί στο περιθώριο του ακαδημαϊκού χώρου ­ είτε από επαγγελματίες ιστορικούς που δεν είναι ενταγμένοι στο πανεπιστήμιο είτε από μη επαγγελματίες ιστορικούς.


Μακεδονικός αγώνας


Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία είναι μια σχολιασμένη έκδοση 100 εγγράφων του υπουργείου των Εξωτερικών της Ελλάδας σχετικών με τον Μακεδονικό αγώνα της περιόδου 1905-1906. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που ξεκίνησε με τη δημοσίευση πριν από δύο χρόνια εγγράφων της περιόδου 1903-4 και θα ολοκληρωθεί με έναν ακόμη τόμο· αποτελεί ερευνητικό καρπό της ομάδας επιστημόνων του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Απαραίτητο βοήθημα για τον αναγνώστη είναι η εισαγωγή του Δημήτρη Γούναρη που τοποθετεί τα έγγραφα αυτά στο ιστορικό τους πλαίσιο. Αντίθετα απ’ ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς από μια συλλογή διπλωματικού υλικού, τα έγγραφα αυτά φωτίζουν τη ζωντανή στρατηγική και κοινωνική πραγματικότητα της Μακεδονίας, εικονογραφώντας τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι έλληνες παράγοντες κατά την παρέμβασή τους στη διαδικασία διαμόρφωσης των συλλογικών εθνικών συνειδήσεων σε μια περιοχή όπου αυτή η διαδικασία συνδύαζε στοιχεία ιδεολογικά, γλωσσικά, θρησκευτικά αλλά και αμιγώς στρατηγικά.


Η πόλωση ήταν έντονη και εκφραζόταν μέσα από φόνους και αντεκδικήσεις: Ελληνες στο Κρούσοβο «περιήρχοντο τας βουλγαρικάς συνοικίας ελληνιστί άδοντες, ότε αιφνιδίως επυροβολήθησαν εκ τινος βουλγαρικής οικίας… Μετά δύο ημέρας οι ημέτεροι εξεδικούντο την δολοφονική απόπειραν των Βουλγάρων τραυματίσαντες τον πρόκριτον Βούλγαρον Σταύρον Σεκουλώφ εξερχόμενον της οικίας του». Η εθνική συνείδηση λειτουργούσε με ιδιαίτερη ελαστικότητα: η Αναστασία Ιωάννου δολοφονείται «διά μαχαίρας επί τω λόγω ότι ο σύζυγος αυτής μη εννοών να μεταβάλη εθνικήν συνείδησιν έμενε εν Καστορία ως πρόσφυξ μη τολμών να επανέλθη εις το χωρίον του».


Οι πατριαρχικοί ή «ελληνίζοντες» έφεραν συχνά ονόματα όπως Τράικος Σοβίτσε, Στόικο Μήτρε και Στωιάν Ζλάτε (τα φονευθέντα μέλη του σώματος του μακεδονομάχου Σκαλίδη) ή Γούτσε Μήτρε, Πέτρε Στοϊάν, Αθανάς Ρίστο και Δόνε Τσέκο (οι πατριαρχικοί μουχτάρηδες του Κολεσίνου). Οπως σε κάθε αντάρτικο, την πειθώ υποκαθιστούσε συνήθως η βία. Καθώς η εθνική συνείδηση μπορούσε να μεταλλαχθεί ανάλογα και με τη στρατιωτική πραγματικότητα στην κάθε περιοχή, ο κυρίαρχος στόχος των ελλήνων παραγόντων ήταν να επιτευχθεί στρατιωτική υπεροχή έναντι των κομιτατζήδων, ώστε να προστατευτούν οι πατριαρχικοί και να αλλάξουν στρατόπεδο (και συνείδηση) οι εξαρχικοί: «Σήμερον υπέγραψαν αι πρώται οικογένειαι των Μεγάλων Κουρφαλίων αναφοράν, δι’ ης δηλούσιν ότι προσέρχονται εις την ορθοδοξίαν… τα προσερχόμενα εις ημάς χωριά δεν έχουσιν μόνον ανάγκην διδασκάλων και ιερέων, οίτινες θα βαρύνωσι προσθέτως τον εκπαιδευτικόν προϋπολογισμόν. Εχουσιν ανάγκην οπλισμού, πολιτοφυλάκων, πρακτόρων». Δεν απουσίαζε βέβαια ούτε το προσωπικό συμφέρον: «Το παρά το Πετρίτσι χωρίον Κολόροβον προσήλθεν εις την Ορθοδοξίαν. Αλλά πέντε χωριά της περιφερείας Μελενίκου πιθανόν να προσελθώσι προσεχώς. Η επιτυχία εκεί θα αποβή πολύ μείζων, εάν κατορθώσωμεν να σώσωμεν τον Βούλγαρον βοεβόδαν Μπακάλτσην ή Μπακάλωφ, δηλώσαντα ότι προσέρχεται εις ημάς, εάν τω χαρισθή η ζωή και ευρεθή πόρος τις, όπως επαρκή εις διατήρησίν του». Οπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα θύματα ήταν συχνά μετριοπαθείς άνθρωποι που προσπαθούσαν να αγνοήσουν την πόλωση. Ετσι βρήκε τον θάνατο ο ιερέας του Πισσοδερίου Σταύρος Τσάμης, του οποίου «τα αισθήματα ήσαν αναμφισβητήτως ελληνικά, εν τούτοις δεν ηδύνατο να συγκαταριθμηθή μεταξύ των ανδρών εκείνων οίτινες αφιέρωσαν εαυτούς ψυχή τε και σώματι εις τον αγώνα… εξηκολούθη να διατηρή, αν και ουχί καταφανώς, σχέσεις μετά των ρουμουνιζόντων συγχωρίων του. Η προδοσία, ης θύμα έπεσεν, ήτο αποτέλεσμα των δισταγμών του και της γνώμης ότι και διά της περιποιήσεως της αντιθέτου μερίδος θα ηδύνατο να επισύρη την αγάπην και των πολιτικώς αντιφρονούντων».


ΚΚΕ και Κομιντέρν


Το βιβλίο των Αλέξανδρου Δάγκα και Γιώργου Λεοντιάδη, το πιο εξειδικευμένο από το τέσσερα, συγγενεύει θεματικά με την Ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία, καθώς πραγματεύεται τις επιπτώσεις του Μακεδονικού ζητήματος στην πολιτική ζωή της χώρας 20 χρόνια αργότερα, εξετάζοντας πιο συγκεκριμένα πώς το ζήτημα αυτό δηλητηρίασε την ανάπτυξη του νεαρού τότε ΚΚΕ. Βασισμένο σε έγγραφα του αρχείου του ΚΚΕ και σε βουλγαρικά αρχεία, η εργασία αυτή αποτελεί μια προσεκτική προσπάθεια περιγραφής των εξωτερικών πιέσεων (αλλά και των εσωτερικών διαμαχών) που οδήγησαν το ΚΚΕ στην υιοθεσία της περίφημης θέσης για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και στο συνεπαγόμενο κάλεσμα για πάλη και απελευθέρωση του μακεδονικού λαού. Οπως είναι γνωστό, το ΚΚΕ θα πλήρωνε ακριβά και για αρκετές δεκαετίες τη θέση αυτή: μια εσωτερική έκθεση σε ανύποπτο χρόνο χαρακτήριζε το «εθνικό ζήτημα» «πραγματικό τάφο διά το κόμμα». Η απόφαση της Κομιντέρν να ενισχύσει την επαναστατική προοπτική στη Βουλγαρία ισοδυναμούσε με την επιβολή της θέσης για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» στους έλληνες κομμουνιστές. Στο αρχειακό υλικό προβάλλει ανάγλυφα η αντίδραση πολλών στελεχών (εκφρασμένη από τους Γιάννη Κορδάτο και Θωμά Αποστολίδη), η οποία όμως εκφράστηκε μόνο με προσωρινή κωλυσιεργία. Προτού διαγραφεί το 1926, ο Παντελής Πουλιόπουλος, εισηγητής των θέσεων αυτών το 1924, θα χαρακτηρίσει, σε δήλωσή του στο κόμμα, τη θέση περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας» και «ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης» «ολοφάνερα εσφαλμένη» πολιτική που «ανέκοψε κατά ένα μεγάλο μέρος το ρεύμα συμπάθειας των μαζών προς το κόμμα», δίνοντας στην αντίδραση «τεράστια όπλα για να χτυπήση το κόμμα» και «χρεωκόπησε» γιατί «όπως είναι σήμερα τα πράγματα, ούτε εθνικοεπαναστατικό κίνημα έχουμε στην Ελληνική Μακεδονία, ούτε εθνότης θρακική υπάρχει ώστε να δικαιολογείται αγώνας για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας… ενώ από το άλλο μέρος η αθρόα συσσώρευση των Ελλήνων προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη αποτελεί μια τόσο θεοφάνερη πραγματικότητα που είναι θανάσιμο σφάλμα για ένα πολιτικό κόμμα να την παραβλέψη…». Οπως είναι γνωστό, η ένσταση αυτή δεν εισακούστηκε, ούτε και θα μπορούσε να είχε εισακουστεί.


Η σφαγή στο Κομμένο



Και τα δύο βιβλία που ακολουθούν συνδέονται θεματικά με τα δύο προηγούμενα στον βαθμό που η ιστορία της Κατοχής εμπεριέχει μια διαδικασία δημιουργίας νέων πολιτικών ταυτοτήτων, στην οποία το ΚΚΕ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το βιβλίο Η φρίκη του Κομμένου είναι μια διεξοδική διερεύνηση ενός γεγονότος: της σφαγής 317 ανθρώπων στο χωριό Κομμένο κοντά στην Αρτα στις 16 Αυγούστου 1944. Ο συγγραφέας, Χέρμαν Μάγερ, δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός· πρόκειται για έναν γερμανό επιχειρηματία το ενδιαφέρον του οποίου για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα είναι απόρροια μιας οδυνηρής προσωπικής εμπειρίας: του θανάτου του πατέρα του, αξιωματικού του γερμανικού στρατού κατοχής, το 1943 στη Ρούμελη. Η αναζήτηση των συνθηκών του θανάτου του (εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ όντας αιχμάλωτος) τον οδήγησε στην Ελλάδα και στη συγγραφή ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου (Η αναζήτηση) το 1995. Φαίνεται πως η πρώτη αυτή έρευνα κέντρισε το ενδιαφέρον του Μάγερ ακόμη περισσότερο, οδηγώντας τον σε παραπέρα έρευνες, καρπός των οποίων είναι το βιβλίο αυτό.


Η φρίκη της γερμανικής πολιτικής αντιποίνων είναι αυταπόδεικτη. Τι μπορεί κανείς να προσθέσει σε ένα γεγονός τόσο απόλυτο όσο η σφαγή μέσα σε λίγες ώρες 317 αμάχων στο Κομμένο, από τους οποίους 172 ήταν γυναίκες, 97 παιδιά κάτω των 15, και 14 ηλικιωμένοι άνω των 65; Και όμως, αν οι περισσότεροι έχουμε ακούσει για τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, πόσοι ξέρουμε για το Κομμένο, το Μεσόβουνο, την Κάνδανο, τα Κερδύλια, τη Δράκεια, την Κλεισούρα και τα δεκάδες άλλα χωριά που υπήρξαν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας; Και τι γνωρίζουμε για το πώς ακριβώς έγιναν αυτά τα εγκλήματα και για το πώς τα βίωσαν θύτες και θύματα; Τα γεγονότα απεριόριστης φρίκης είναι συχνά αυτά που κρύβουν δεκάδες ερωτήματα, πολλά από τα οποία θέτει ο Μάγερ. Η αφήγησή του κινείται σε τρία επίπεδα: των θυμάτων (μέσα από τις διηγήσεις όσων επέζησαν της σφαγής), των θυτών ως στρατιωτικής γραφειοκρατίας (μέσα από τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία) και των θυτών ως ανθρώπων (μέσα από ανακριτικό υλικό της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και συνεντεύξεων που πήρε ο συγγραφέας). Ο Μάγερ ταξίδεψε στον τόπο της σφαγής και στη Γερμανία και μίλησε με επιζώντες γερμανούς στρατιώτες που συμμετείχαν στη σφαγή: κάποιοι εμφανίζονται μετανιωμένοι, άλλοι όχι. Τα στοιχεία από την προσωπική αλληλογραφία και το προσωπικό ημερολόγιο ενός γερμανού αξιωματικού είναι συγκλονιστικά, όπως και η περιγραφή της μετάλλαξης της ημερήσιας γερμανικής αναφοράς καθώς ανέβαινε τα γραφειοκρατικά σκαλοπάτια: οι αρχικοί «150 νεκροί άμαχοι» γίνονται διαδοχικά «150 νεκροί από την πλευρά του εχθρού», «150 νεκροί ληστοσυμμορίτες», για να μετατραπούν στο τέλος σε «εχθρικές απώλειες» «μετά από έντονη αντίσταση». Θα άξιζε τον κόπο ο συγγραφέας να είχε μελετήσει με την ίδια διεξοδικότητα τη σχέση του Κομμένου με τους αντάρτες. Πρόσφατες έρευνες στην Ιταλία για αντίστοιχες σφαγές (π.χ. οι εργασίες των Giovanni Contini και Paolo Pezzino), αλλά και πληθώρα ενδείξεων στη χώρα μας, επισημαίνουν πως συχνά τα επιζήσαντα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας αποδίδουν ευθύνες για την καταστροφή όχι μόνο στα στρατεύματα κατοχής αλλά και στους ντόπιους αντάρτες που με τις απρόσεκτες ενέργειές τους προκαλούσαν γερμανικά αντίποινα χωρίς να μπορούν (και συχνά χωρίς να ενδιαφέρονται) να προστατέψουν τους χωρικούς. Πρόκειται για μια λεπτή πλευρά που αξίζει να διερευνηθεί.


Σε οποιαδήποτε περίπτωση (και παρά τη μετάφραση που δεν είναι η καλύτερη δυνατή), ο Μάγερ μάς έδωσε μια αφήγηση που φέρνει στο φως πληθώρα νέων στοιχείων, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία χωρίς να αναλώνεται στις συνηθισμένες άγονες κοινοτοπίες, όπου η καταγραφή της γερμανικής θηριωδίας δεν εξαντλείται στην περιγραφή της ούτε αποτελεί αυτοσκοπό αλλά ερέθισμα για παραπέρα προβληματισμό. Η φρίκη του Κομμένου είναι ένα βιβλίο περιεκτικό, μεστό και συγκλονιστικό, που αξίζει όχι μόνο να διαβαστεί αλλά και να αποτελέσει κίνητρο και οδηγό για ανάλογες προσπάθειες.


Θύτες και θύματα


Η γερμανική κατοχή στη Μεσσηνία είναι από πολλές απόψεις συμπληρωματική της Φρίκης του Κομμένου. Κοινό σημείο αναφοράς η Κατοχή, κοινή έμφαση στη γερμανική πλευρά (που ως πριν από λίγα χρόνια απουσίαζε από την ελληνική ιστοριογραφία). Εκεί όμως που ο Μάγερ ασχολήθηκε με τη εις βάθος έρευνα ενός γεγονότος, ο Νίκος Ζερβής προσφέρει μια σφαιρική μέρα με τη μέρα καταγραφή της Κατοχής σε έναν ολόκληρο νομό, υπενθυμίζοντάς μας πως η γερμανική πολιτική των αντιποίνων δεν εκφραζόταν μόνο μέσα από σφαγές σαν του Κομμένου αλλά (κυρίως) μέσα από την καθημερινότητα των εκατοντάδων (μεμονωνένων ή μαζικών) εκτελέσεων και ομηριών.


Και εδώ η προσωπική εμπειρία αποτέλεσε το αρχικό ερέθισμα: ο συγγραφέας έζησε την Κατοχή ως έφηβος· οι Γερμανοί συνέλαβαν τον πατέρα του στην Καλαμάτα το 1943 και τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Οπως ο Μάγερ, έτσι και ο Ζερβής δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός. Οπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του σημείωμα, εργάστηκε ως στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας. Διατήρησε όμως έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του και το έστρεψε, όπως πολλοί άλλοι Ελληνες, στη μελέτη της τοπικής ιστορίας. Η εργασία του αυτή όμως δεν έχει καμία σχέση με το γνωστό σε όλους παραδοσιακό μοντέλο τοπικής ιστορίας («η Μεσσηνία διά μέσου των αιώνων»). Πραγματικά μπορεί να πει κανείς πως Η γερμανική κατοχή στη Μεσσηνία ξεχωρίζει στον χώρο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σύγχρονη «τοπική ιστορία τοπικής παραγωγής».


Τα στοιχεία των γερμανικών αρχείων που παραθέτει ο συγγραφέας δεν λειτουργούν αυτόνομα και άκριτα αλλά αντιπαρατίθενται συστηματικά με στοιχεία από τα βρετανικά αρχεία, τον τοπικό Τύπο της εποχής, δημοσιευμένα απομνημονεύματα και εργασίες τοπικής ιστορίας και επιλεγμένη ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας δεν διστάζει επίσης να διατυπώνει τις προσωπικές του απόψεις, το κάνει όμως με τρόπο που δεν παρεισφρύει στην παράθεση του πρωτογενούς υλικού. Το βιβλίο δεν περιορίζεται στη δράση των γερμανικών αρχών. Περιλαμβάνει μια βασισμένη σε νέα στοιχεία περιγραφή της πρώτης εμφύλιας σύρραξης (η οποία στη Μεσσηνία πήρε τη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΣ (Ελληνικός Στρατός) και κατέληξε στη διάλυση του δευτέρου από τον πρώτο), ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη δεύτερη εμφύλια σύρραξη (ανάμεσα στο ΕΑΜ και στα Τάγματα Ασφαλείας). Πρόκειται για μία από τις πλέον λεπτές πλευρές της περιόδου, η αναφορά στην οποία συνήθως εξαντλείται σε εύκολους αφορισμούς και την οποία ο συγγραφέας εξετάζει με θάρρος. Επιβεβαιώνεται, επίσης, για μία ακόμη φορά η παραπλανητική διάσταση των πολιτικών ταυτοτήτων που πολλοί (ανάμεσά τους και ιστορικοί) σπεύδουν να υιοθετήσουν και να θεωρήσουν δεδομένες μόνο και μόνο γιατί τις συνάντησαν στα αρχεία: έτσι οι «κομμουνιστές» που αναφέρουν πως εκτέλεσαν οι Γερμανοί, όπως και οι «συμμορίτες» που συνέλαβαν ως ομήρους ή οι «εθνικιστές» που απελευθέρωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ΕΑΜ είναι συνήθως άνθρωποι τελείως ξένοι προς τις ταυτότητες που τους αποδίδονται.


Συμπερασματικά: τα τέσσερα αυτά βιβλία μπορεί να μη βρίσκονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων αλλά αξίζει να βρεθούν στα χέρια όσων ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.


* Για το βιβλίο «Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία» βλέπε το κείμενο του Μίμη Σουλιώτη, διευθυντή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας, στα «Βιβλία» της 23ης Αυγούστου 1998.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο New York University.