Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είδα στη γαλλική τηλεόραση ένα ντοκυμαντέρ του Ρισάρ Ντεντό για τον Μαξ Φρις. Δέκα χρόνια αργότερα, λίγες μέρες προτού πεθάνει ο Μαξ Φρις, ξαναείδα την τελευταία εικόνα της ταινίας σ’ ένα όνειρο: στεκόταν ανάμεσα στα χειμωνιάτικα δέντρα κι άναβε ήσυχα την πίπα του.


Σκέφτομαι συχνά τον Μαξ Φρις: δεν σκέφτομαι ποτέ συγγραφείς σαν τον Σαίξπηρ ή τον Ντοστογέφσκι ­ σκέφτομαι όμως τον Μαξ Φρις. Εχω φανταστεί πολλές φορές τον Βάλτερ Φάμπερ να παίζει σκάκι στη σκιά του πεσμένου αεροπλάνου μέσα στην έρημο της Νεβάντα ­ και τον Αυτοκράτορα στο «Σινικό Τείχος» να λέει με στόμφο: «Μη φοβάστε το μέλλον, αφοσιωμένοι μου οπαδοί: το μέλλον δεν θα περάσει!». Τον σκέφτομαι λοιπόν συχνά: ίσως επειδή δεν πρόκειται για μια απαραβίαστη λογοτεχνική αξία, κι ίσως επειδή έχω αδυναμία σε όσους γυρίζουν την πλάτη στην ελβετική πλήξη και την υποκρισία. Και σε όσους αντιλαμβάνονται την πατρίδα ­ όχι μόνο την Ελβετία ­ ως μέσον εγκλωβισμού, τη θρησκεία ως μια μορφή μαζικής αυταπάτης και τυραννίας.


Ο Μαξ Φρις γεννήθηκε στη Ζυρίχη (το 1911), σπούδασε γερμανική φιλολογία και στη συνέχεια εργάστηκε σε εφημερίδα ­ ώσπου εξαντλήθηκε από την ανάγκη να γράφει «ακόμα κι όταν δεν είχε τίποτα να πει» ­, ταξίδεψε στην Ευρώπη, κι έπειτα σπούδασε αρχιτεκτονική: η αρχιτεκτονική, αν και την εγκατέλειψε το 1955, τον σημάδεψε. Τα έργα του, από το θεατρικό «Σάντα Κρουζ» (1947) μέχρι το αφήγημα «Κυανοπώγων» (1982), αποτελούν μια εξελισσόμενη εκδοχή του μοντερνισμού: συναρμολογούν την εικόνα ενός περίπλοκου κόσμου που αντιμετωπίζει, άλλοτε με ψυχρότητα κι άλλοτε με αγωνία, μια σειρά από άλυτα διλήμματα.


Το ζητούμενο στον Μαξ Φρις δεν είναι η «ευτυχία», αλλά μάλλον ένας αυθεντικός, προσωπικός θάνατος, κατάληξη της αναζήτησης της ατομικής ταυτότητας. Ωστόσο, παρά το αίσθημα της ματαιοπονίας και την απουσία πάθους που αποπνέουν τα έργα του, ο Φρις δεν είναι συγγραφέας της δυστυχίας. Ακόμα κι όταν ο κόσμος των ηρώων του είναι η κατεστραμμένη μεταπολεμική Ευρώπη, δεν την περιγράφει σαν μια εφιαλτική και δύσοσμη παγίδα, ούτε κάνει προσπάθεια κατάδυσης στη «σκοτεινή πλευρά», «στην κόλαση» κτλ. (κάτι που εντυπωσιάζει τους αναγνώστες σχεδόν όσο και η φιλολογία του happy end). Απλώς κοροϊδεύει: στην «Ανδόρρα», στον «Μπίντερμαν», στον «Κόμη Εντερλαντ» κοροϊδεύει τις κυβερνήσεις, τις συλλογικές προκαταλήψεις, τις φαντασιώσεις της εφησυχασμένης κοινωνίας. Κοροϊδεύει με συγκαλυμμένο τρόπο, δηλαδή ανελέητα. Αυτό δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει, κατά καιρούς, την απολιτική λογοτεχνία, θέση που αναπόφευκτα παραβίασε, αφού απολιτική λογοτεχνία δεν υπάρχει. Κι αφού ο ίδιος πέρασε από διάφορες φάσεις πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής καταγγελίας.


Ο Μαξ Φρις έγινε ευρέως γνωστός από τα «λαϊκά» θεατρικά του έργα ­ «Ο κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές», «Ανδόρρα», «Δον Ζουάν ή η αγάπη για τη γεωμετρία» ­ καθώς και από το μυθιστόρημα «Homo Haber», την κατ’ εξοχήν τραγωδία της νεωτερικότητας. Ωστόσο, τα αυτοβιογραφικά του κείμενα ­ το «Μόντωκ» (1975) και τα ημερολόγιά του από το 1949 μέχρι το 1971 ­ είναι τα πιο αγαπημένα μου. Οχι μονάχα επειδή είμαι περίεργη και θέλω να μαθαίνω, αλλά γιατί μέσα τους ξετυλίγεται ο εικοστός αιώνας όπως τον βλέπει ένας αληθινός συγγραφέας: δηλαδή κάποιος που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, που μεγαλώνει, ωριμάζει και γερνάει ενώ ο κόσμος συνεχίζει αδιάφορος την πορεία του. Μεταξύ άλλων, μου φαίνεται χαριτωμένος ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα έργα του ­ το 1937 έβαλε φωτιά στα πρωτόλειά του (τα έκαψε στο δάσος κάτω από καταρρακτώδη βροχή που όλο έσβηνε τη φωτιά) ­ όπως και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον Μπρεχτ, που ήταν ­ και είναι ­ μια βαριά σκιά για το γερμανικό θέατρο. «Μα έχει άδικο!» γράφει ο Φρις. «Εχει άδικο και παρ’ όλ’ αυτά με βγάζει νοκ-άουτ στη συζήτηση! Ομως έχει άδικο σε όλα, άδικο!».


Είχα πάντα την παράδοξη ιδέα ότι ο Μαξ Φρις είναι για τη λογοτεχνία ό,τι ο Αντονιόνι για τον κινηματογράφο: πρόκειται για δύο καλλιτέχνες που ασχολούνται με την αστική ζωή (με την έννοια του άστεως) προσπαθώντας ­ συχνά μάταια ­ να παρακάμψουν τα διδάγματα και που προβάλλουν μοναχικούς ήρωες μέσα στη δίνη της σύγχρονης κοινωνίας: εξάλλου, χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές ελλειπτικής αφήγησης και επιπέδων χρόνου. Το κεντρικό θέμα και των δύο είναι το κενό της επικοινωνίας, ο χαμένος έρωτας κι η χαμένη περιπέτεια («Σάντα Κρουζ»), το διφορούμενο της ενοχής («Κυανοπώγων»), οι σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες ­ ή μάλλον το ανέφικτό τους, ο παραλογισμός τους. Το «Μόντωκ» ­ το χρονικό ενός Σαββατοκύριακου στο ανατολικό άκρο του Λονγκ Αϊλαντ ­ μου φαίνεται το πιο «αντονιονικό» από τα έργα του Μαξ Φρις. Ο συνειρμός δεν είναι εντελώς τυχαίος: βρίσκω πολλά γνώριμα στοιχεία του Φρις στα πεζά του Πέτερ Χάντκε ­ που είναι πράγματι ένας αρκετά νεότερος γερμανόφωνος συγγραφέας ­ ενώ τα κινηματογραφικά έργα του Χάντκε μού θυμίζουν τον Αντονιόνι. Φυσικά, πρόκειται για μία ακόμα φαντασίωση που έχω.


Είναι νομίζω ευκολότερο να πει κανείς ποιον συγγραφέα απεχθάνεται, παρά ποιον αγαπάει και γιατί τον αγαπάει. Να, για παράδειγμα, δεν χωνεύω καθόλου τους λυρικούς συγγραφείς: βαριέμαι αφόρητα τα ποιητικά κείμενα, ειδικά όσα έχουν βουκολικό περιεχόμενο. Αυτός είναι από τους λόγους που μ’ αρέσει ο Μαξ Φρις: ένας συγγραφέας της μηχανικής εποχής, ψύχραιμος, ακριβής ­ ένας αρχιτέκτονας. Ο Φρις δεν μένει έκθαμβος μπροστά στην εμφάνιση του «μοντέρνου» αλλά ούτε θρηνεί την απώλεια του αγροτικού παρελθόντος. Αν και Ελβετός, δεν εκστασιάζεται μπροστά στη φύση, ούτε ονειρεύεται μια καινούργια αρκαδική ουτοπία: δεν νοσταλγεί τίποτα και δεν περιμένει τίποτα ­ καμιά φορά μονάχα σχεδιάζει φυγές και τοπία: μυθικούς, άπιαστους, εξωτικούς προορισμούς.


Ακόμα, δεν μ’ αρέσουν καθόλου οι συγγραφείς του παραλόγου: όμως το παράλογο στον Φρις έχει ένα χαρακτήρα παιχνιδιού παραλλαγών που μου φαίνεται ότι ενσωματώνει την παράδοση του εξπρεσιονισμού (και τον συνδέει με τον Ντύρενματ, αν και για να είμαι ειλικρινής σ’ αυτό το σημείο νομίζω πως ο Ντύρενματ τα κατάφερε καλύτερα). Τέλος, δεν μ’ αρέσουν οι συγγραφείς για τους οποίους όλοι συμφωνούν: «θέλει να πει αυτό», «εννοεί ότι…». Ο Μαξ Φρις μπορεί να διαβαστεί με διάφορους, συχνά αντιφατικούς τρόπους, τόσο στο επίπεδο της τεχνοτροπίας (μερικοί παραδέχονται ότι έχει επηρεαστεί από τον Πιραντέλλο) όσο και του φιλοσοφικού περιεχομένου (άλλοι βρίσκουν στοιχεία από τον Χάιντεγκερ κι άλλοι θεωρούν τον Φρις φιλόσοφο του γλυκού νερού). Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά ισχύουν: ο Μαξ Φρις φαίνεται άλλοτε επηρεασμένος από τον Πιραντέλλο κι άλλοτε από τον Μπρεχτ ­ αν και μοιάζει να τους αναποδογυρίζει και τους δύο ­ ενώ μερικές φορές η φιλοσοφία του για τη ζωή χαρακτηρίζεται από ξεπερασμένα ερωτήματα σχετικά με τον ατομισμό και την ελευθερία. Ωστόσο, παραμένει γεμάτη γοητεία, γεμάτη παιχνίδια της φαντασίας, φάρσες, παραβολές, ψευδαισθήσεις που διαλύονται, εκπλήξεις που παραμονεύουν.


Σκέφτομαι λοιπόν συχνά τον Μαξ Φρις: ως ένα μεγάλο συγγραφέα της ανησυχίας και του κλυδωνισμού του κόσμου. Και τον φαντάζομαι να γράφει με τα εργαλεία του αρχιτέκτονα: ευθυγραμμίζοντας, ορίζοντας με ακρίβεια τους όγκους. Κρατάει απόσταση από το έργο του, το υπολογίζει, το μετράει. Δεν επιδίδεται σε εξομολογήσεις, δεν έχει συναισθηματικές εξάρσεις. Συνθέτει τη βιογραφία του όπως τα μυθιστορήματα, και τα μυθιστορήματα όπως τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Η βιογραφία είναι ένα παιχνίδι κι ο αληθινός συγγραφέας είναι ένας γεωμέτρης, ένας homo faber.