Η Ελλάδα προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (σήμερα Ευρωπαϊκή Ενωση) την 1η Ιανουαρίου 1981. Είχε προηγηθεί η Συμφωνία Σύνδεσης (Association Agreement) την οποία συνήψε η χώρα μας το 1961 και η οποία προέβλεπε ρητά την προοπτική της πλήρους ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Κ. Μετά την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967 και ως τον Αύγουστο του 1974 η εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης περιορίστηκε στην «τρέχουσα διαχείριση», δηλαδή μόνο στις διατάξεις που αναφέρονταν στην τελωνειακή ένωση. Η εφαρμογή των υπολοίπων σημαντικών διατάξεων, όπως είναι η εναρμόνιση πολιτικών, οι χρηματοδοτικές πτυχές και τα πολιτικά όργανα, άρχισε πάλι μετά την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα, η οποία το 1974 υπέβαλε και αίτηση προσχώρησης στην Ε.Κ.


Αναμφίβολα η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση «σημάδεψε» θετικά την πολιτική και οικονομική πορεία του τόπου. Η στρατηγική αυτή επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε καθοριστικές επιπτώσεις στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. «Από τις βασικότερες συνέπειες της ιδιότητας του μέλους της ΕΚ/ΕΕ είναι ότι τείνει να εξαλείψει τον διαχωρισμό ανάμεσα στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική, να δημιουργήσει νέα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς, νέες θεσμικές και διοικητικές δομές και αλληλεπιδράσεις» σημειώνει πολύ εύστοχα ο Π. Ιωακειμίδης στο εισαγωγικό δοκίμιο που περιλαμβάνεται στον τόμο «Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (1981-1996), Επιλογή Βιβλιογραφίας».


Ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά τη διαδικασία του εξευρωπαϊσμού και διευκρινίζει παράλληλα ότι ως διαδικασία ο εξευρωπαϊσμός αναφέρεται στον βαθμό που η πολιτική και οργανωτική δυναμική της ΕΚ/ΕΕ «εσωτερικοποιείται» στην οργανωτική λογική της εθνικής πολιτικής και στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής.


Το φαινόμενο του εξευρωπαϊσμού δεν καλύπτει μόνο τη διαδικασία ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης μιας χώρας στην ΕΚ/ΕΕ αλλά είναι μια ευρύτερη έννοια που προϋποθέτει τη θέληση και ικανότητα των πολιτικών πρωταγωνιστών αλλά και των ίδιων των θεσμών να εντάξουν στην εσωτερική πολιτική τους λογική τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής της ΕΕ, υποστηρίζει ο Π. Ιωακειμίδης, ο οποίος αναφερόμενος στην ελληνική περίπτωση χαρακτηρίζει το φαινόμενο του εξευρωπαϊσμού «ασύγχρονο» και «αυτάρκες».


Στην πρώτη περίπτωση υποδηλώνει την απουσία ομοιομορφίας στην εφαρμογή του φαινομένου. Και στη δεύτερη με τον χαρακτηρισμό «αυτάρκες» επιχειρείται η απόδοση όχι της έντασης αλλά της φύσης και του περιεχομένου του φαινομένου.


Ο Π. Ιωακειμίδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΚ/ΕΕ επηρέασε ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα της χώρας, δημιούργησε νέες ανάγκες και άλλαξε τη θεσμική ισορροπία και κατανομή εξουσίας.


Το ζητούμενο σήμερα είναι ο επαναπροσδιορισμός και η ανασύνταξη των σχέσεων κράτους – κοινωνίας, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας του εξευρωπαϊσμού.


Πολλά από τα θέματα που υπογραμμίζει με έμφαση ο συγγραφέας στο κείμενό του για τις προοπτικές του εξευρωπαϊσμού στην Ελλάδα τα έχει εντοπίσει και αναλύσει η ελληνική επιστημονική έρευνα.


Το εύρος των σχετικών ζητημάτων και συζητήσεων αποτυπώνεται στον βιβλιογραφικό οδηγό που συμπεριέλαβε ο Π. Κ. Ιωακειμίδης στο βιβλίο του. Ο οδηγός αυτός έχει συγκροτηθεί σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τη θεματική καταγραφή των έργων · το δεύτερο την παρουσίαση των έργων με την αλφαβητική σειρά των συγγραφέων· το τρίτο είναι αφιερωμένο στα έργα για τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την αναθεώρησή της.


Με τον βιβλιογραφικό οδηγό που καλύπτει τη θέση, τον ρόλο και την πολιτική της Ελλάδας στην ΕΕ και τις συνέπειες από τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία διευκολύνεται σοβαρά η μελέτη του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά και της θέσης της Ελλάδας στην ΕΕ και το βιβλίο του Π. Κ. Ιωακειμίδη μετατρέπεται σε ένα εξαιρετικά χρηστικό εργαλείο.