«Το χρέος της μεγαλοφυΐας» του Ρέι Μονκ ξεχωρίζει από όλες τις προηγούμενες, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, αφηγήσεις που αφορούν τη ζωή και το έργο του Βιτγκενστάιν. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πετυχημένη φιλοσοφική βιογραφία που ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία να απολαύσει στην ακριβή και γλαφυρή μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη, συνοδευόμενη από τα διεξοδικά σχόλια του επιμελητή της έκδοσης Κωστή Κωβαίου.


Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ο πλούτος των πληροφοριών που επιτρέπει να ανα-συγκροτήσουμε τη διαμόρφωση της σκέψης παράλληλα με τα κυριότερα γεγονότα της ζωής του Βιτγκενστάιν. Φωτίζονται σημαντικές λεπτομέρειες που αφορούν τις σχέσεις του με τον Ράσελ ή τον Μουρ, στον οποίο φέρεται με μάλλον αγενή και άδικο τρόπο, αλλά και με τον Φρέγκε, τον Ράμσεϊ και άλλους φιλοσόφους της εποχής του. Εδώ μπορεί κανείς να συμπληρώσει τις γνώσεις του με την ερευνητική δουλειά του Κωβαίου, ο οποίος χρησιμοποιώντας ένα πολύ απλούστερο σύστημα σημειώσεων από εκείνο της αγγλικής έκδοσης προσθέτει νέο πληροφοριακό υλικό από μια ποικιλία πηγών και μας ενημερώνει για διάφορα επιμέρους θέματα που αφορούν μεταξύ άλλων και τη γνώμη του Βιτγκενστάιν για τον Ράμσεϊ ή τα συναισθήματά του για τη στάση της Μαργκερίτ Ρέσπινγκερ, του μόνου ετεροφυλικού του έρωτα. Περισσότερες από 240 επιπλέον σημειώσεις μεταφραστικού, ερμηνευτικού και πραγματολογικού ενδιαφέροντος αντανακλούν την εξαιρετική ποιότητα της εργασίας του Κονδύλη και του Κωβαίου.


Ο Μονκ είναι πολύ προσεκτικός κατά την παρουσίαση και την ερμηνεία όλων των δεδομένων, κυρίως των σχετικών με την προσωπική ζωή του βιογραφουμένου. Αποφεύγει πρόχειρα συμπεράσματα που θα αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό και στην ενίσχυση της βιτγκενσταϊνικής μυθολογίας. Χαρακτηριστική είναι η παρουσίαση της περίφημης εξομολόγησης κατά την οποία ο Βιτγκενστάιν υποτίθεται πως εκμυστηρεύθηκε κάποιο φοβερό ηθικό παράπτωμά του σε μαθητές και φίλους που εμπιστευόταν. Η ανάλυσή του βασίζεται στις μαρτυρίες των Φάνια Πασκάλ και Ρόουλαντ Χαττ αλλά και σε όσα γνωρίζουμε για την αντίδραση των κατοίκων του Οττερταλ απέναντι στον σκληρό τρόπο με τον οποίο ο δάσκαλος Βιτγκενστάιν τιμωρούσε τους μαθητές του, που φαίνεται ότι είχε προσπαθήσει να αποκρύψει με κάποιο ψέμα. Και είναι υποδειγματική η αντιμετώπιση του θέματος της ομοφυλοφιλίας που τίθεται στις σωστές του διαστάσεις ενώ ελέγχονται οι σκανδαλοθηρικές εικασίες, οι στηριζόμενες σε αυθαίρετες αναγνώσεις του κωδικοποιημένου υλικού των βιτγκενσταϊνικών σημειωματαρίων από τον Γουίλιαμ Μπάρτλεϊ. Βέβαια ο Μονκ αναφέρεται στο ενδεχόμενο ο Μπάρτλεϊ να είχε στα χέρια του και κάποιο άγνωστο χειρόγραφο, την ύπαρξη του οποίου αρνήθηκε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει.



Οπως θα περίμενε κανείς από μια αυστηρή, επιστημονική βιογραφία, αποφεύγονται οι βιαστικές αποτιμήσεις, στις οποίες εύκολα θα μπορούσε να παρασυρθεί ο θαυμαστής ή αντίθετα ο επικριτής του έργου του βιογραφουμένου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Μονκ διστάζει να αξιολογήσει τη συμπεριφορά ή τις τοποθετήσεις του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Βιτγκενστάιν απευθύνθηκε στον Μουρ όταν εκείνος του γνωστοποίησε τις απαιτήσεις του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ για τη διόρθωση του κειμένου που υπέβαλε ως πτυχιακή εργασία. Είναι προφανής η αναγνώριση και μάλιστα η έμφαση στη μεγαλοφυΐα του συγγραφέα του Τρακτάτους, που αποτελεί και το βασικό μοτίβο – οδηγητική υπόθεση της όλης βιογραφίας. Ο Μονκ όμως είναι δίκαιος και ανθρώπινος στις εκτιμήσεις του για τον αντίκτυπο της δύσκολης και συχνά προβληματικής συμπεριφοράς του προς τους ίδιους τους φίλους του, τους μαθητές του στα σχολεία του Τράττενμπαχ ή του Οττερταλ ή κατά την περιγραφή κάποιων αφελών και προφανώς εσφαλμένων θεωρήσεών του. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι κυρίως να περιγράψει με ακρίβεια, να δώσει μια συνεκτική εικόνα της περιγραφόμενης προσωπικότητας και να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τις διάφορες πτυχές της και τις συγκεκριμένες εκφράσεις της.


Αλλά η αυστηρότητα και η αντικειμενικότητα δεν συνεπάγονται αναγκαστικά ψυχρό και ακαδημαϊκό ύφος. Ο Μονκ καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να εξισορροπήσει το νεύρο και τη ζωντάνια της αφήγησης με την οικονομία και τη σαφήνειά της. Ο αναγνώστης δεν κουράζεται ούτε στιγμή. Παρ’ όλο που απαιτούνται οπωσδήποτε κάποιες τεχνικές φιλοσοφικές γνώσεις για να γίνουν πλήρως κατανοητές οι αναφορές σε διάφορες στιγμές της εξέλιξης της σκέψης του Βιτγκενστάιν, πουθενά δεν δημιουργείται η αίσθηση της πληκτικής ανάλυσης κάποιου ειδικού προβλήματος που θα διασπούσε τη δραματική ροή του κειμένου. Ο συγγραφέας ξέρει πότε να σταματά διακόπτοντας την τεχνική ανάπτυξη.


Φυσικά το εγχείρημα του Μονκ διευκολύνεται από το αντικείμενο της μελέτης του. Είναι τόσο ενδιαφέρουσα η ζωή του Βιτγκενστάιν και η ιστορική της διαδρομή αλλά και ο γενικότερος περίγυρος στον οποίο εντάσσεται, ακαδημαϊκός και όχι μόνον, ώστε δεν χρειάζεται να προσφύγει κανείς σε κάποια μυθιστορηματική βιογραφία, όπως έκαναν παλαιότερα οι Μπρους Ντάφι και Τέρι Ιγκλετον, για να διανθίσει ή να υπερβάλει τα γεγονότα και να προσελκύσει την προσοχή και του μη φιλοσόφου. Ο αναγνώστης περιμένει ανυπόμονα να μάθει τις συνέπειες της επιλογής του Βιτγκενστάιν να καταταγεί στον αυστριακό στρατό για να πολεμήσει και τις επιπτώσεις που θα έχει η εμπειρία του στην ψυχική του κατάσταση και στη δημιουργική του διάθεση ή πώς θα εξελιχθεί η θητεία του στα σχολεία της ορεινής Αυστρίας, ποια θα είναι η τύχη των σχεδίων του να ζήσει στη Νορβηγία ή να κάνει κάποια χειρωνακτική εργασία στη Ρωσία, πώς θα αντιδράσει στην επικράτηση του ναζισμού και στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο φιλόλογος και ο ιστορικός των ιδεών ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις σχέσεις του με τον αυστριακό διανοούμενο και συγγραφέα Κράους, τους ποιητές Ρίλκε και Τρακλ, με τον κύκλο των διανοουμένων και καλλιτεχνών του Μπλούμσμπερι, τον οικονομολόγο Κέινς, τον μαθηματικό Τιούρινγκ και τους κριτικούς Στράτσεϊ και Λίβις. Ο φιλόσοφος θα εστιάσει την προσοχή του στην ωρίμαση των ιδεών και στη μετάβαση από το Τρακτάτους στην προβληματική των Ερευνών ή πάλι θα αναζητήσει τις ενδεχόμενες φιλοσοφικές επιδράσεις και αναλογίες με άλλους στοχαστές ή θα εξετάσει τους παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση της θεραπευτικής αντίληψης της γλωσσανάλυσης.


Το σημαντικότερο στοιχείο που αξιοποιείται με μεγάλη επιτυχία από τον Μονκ είναι η οργανική συνάφεια βίου και έργου και ειδικότερα λογικής και ηθικής ­ προβαλλόμενη επιγραμματικά και από το εμπνευσμένο από τον Βάινινγκερ μότο της βιογραφίας ­ που ανταποκρίνεται απόλυτα στη φυσιογνωμία του Βιτγκενστάιν. Κατά τη βιτγκενσταϊνική διδασκαλία τα πιο καίρια δομικά και νοηματοδοτικά χαρακτηριστικά της ζωής μας ­ λογικά και ηθικά ­ δεν είναι θεωρητικά αναλύσιμα ούτε καν εκφράσιμα με τη γλώσσα. Δεν λέγονται αλλά διαφαίνονται μέσα από τις πράξεις μας, μέσα από τη στάση που εκφράζει τις ουσιώδεις επιλογές μας σε κάθε κρίσιμη συγκυρία, και προσδίδουν στην ύπαρξή μας το νόημα και την αξία της. Η επιστήμη και η θεωρητικολογούσα φιλοσοφία δεν έχουν εδώ τίποτε να μας προσφέρουν.


Αυτή την κεντρική πεποίθηση του Βιτγκενστάιν, μαζί με τη συνειδητοποίηση της μεγαλοφυΐας του, με τη συνακόλουθη έπαρση και τη βασανιστική ενοχή γι’ αυτή την έπαρση, στο πρακτικό αντίκρισμα μιας ολόκληρης ζωής ­ υπέροχης όσο και επώδυνης ­, αναδεικνύει το συναρπαστικό κείμενο του Μονκ. Μας αποκαλύπτει την περιπλοκότητα και ταυτόχρονα την τρομακτική απλότητα της θεώρησης του κόσμου του μεγαλύτερου ίσως φιλοσόφου του 20ού αιώνα, μιας θεώρησης που κείται πέραν της ηθικής με τη στενή, τρέχουσα έννοια και που καθορίζει έναν ανεπανάληπτο υπαρξιακό προσανατολισμό μεταξύ θρησκευτικού, μυστικού βιώματος και αισθητικής πραγμάτωσης ενός μοναδικού τρόπου ζωής. Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο θα θέλαμε να προσυπογράψουμε μια τέτοια ρομαντική θεώρηση προσωπικής ηθικής που συμβαδίζει με την καταδίκη του επιστημονιστικού πνεύματος της εποχής μας και την απαισιοδοξία για την υποτιθέμενη «πρόοδο» του πολιτισμού, μερικά χαρακτηριστικά της οποίας μας θυμίζουν τον Νίτσε ή τους υπαρξιστές. Οπωσδήποτε όμως η λεπτομερής ιστόρησή της από τον Μονκ καθιστά προφανή τη γοητεία της.


Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.