Φανταστείτε ότι βρισκόμαστε στο 2600 μ.Χ., σε μια χώρα που περικλείεται από ένα γυάλινο τείχος το οποίο φιλτράρει το φως του ήλιου και την προστατεύει από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Οπου όλα είναι φτιαγμένα από γυαλί: τα δημόσια κτίρια, τα σπίτια, τα πεζοδρόμια. Ετσι τη φαντάστηκε ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν, εκείνος ο «Αγγλος από τη Μόσχα», όπως τον αποκαλούσαν, από το 1920 ακόμη, όταν άρχισε να γράφει το μυθιστόρημά του Εμείς, το οποίο υπήρξε προάγγελος δύο άλλων διάσημων δυστοπικών μυθιστορημάτων, που γράφτηκαν αρκετά χρόνια αργότερα: του Θαυμαστού καινούργιου κόσμου του Αλντους Χάξλεϊ και του 1984 του Τζορτζ Οργουελ. Οι ομοιότητες είναι τέτοιες που ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο Οργουελ και ο Χάξλεϊ σχεδόν «αντέγραψαν» το μυθιστόρημα του Ζαμιάτιν.
Βεβαίως σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δεν υπάρχει προσωπική ζωή. Οι πάντες γνωρίζουν τι κάνουν οι πάντες. Το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης-χώρας του Ζαμιάτιν είναι βασισμένο στο Πανοπτικό, ένα σχέδιο φυλακής, του βρετανού φιλοσόφου και κοινωνιολόγου του 18ου αιώνα Τζέρεμι Μπένθαμ. Το Πανοπτικό σχεδιάστηκε ώστε ένας μόνο φύλακας να μπορεί να βλέπει τι κάνουν οι κρατούμενοι ενώ εκείνοι να μη γνωρίζουν ότι τους παρακολουθεί. Πολλές φυλακές έκτοτε χτίστηκαν βάσει του σχεδίου του Μπένθαμ, με γνωστότερη εκείνη στο νησάκι Σάντο Στέφανο της Ιταλίας, την οποία έχτισαν οι Βουρβόνοι το 1795. Εκεί έστελνε ο Μουσολίνι τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ανάμεσά τους και τον Σάντρο Περτίνι, που θα γινόταν αργότερα πρόεδρος της Ιταλίας.
Το φουτουριστικό Πανοπτικό του Ζαμιάτιν ονομάζεται Μονοκράτος και αυτός που το κυβερνά Ευεργέτης. Οι κάτοικοι δεν έχουν ονόματα αλλά κωδικούς που αποτελούνται από ένα γράμμα και δύο ή τρεις αριθμούς. Το γράμμα, αν πρόκειται για τους άνδρες, είναι σύμφωνο, ενώ για τις γυναίκες φωνήεν. Απαγορεύεται το κάπνισμα και η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, ενώ όλοι φορούν τα ίδια ρούχα, πάνω στα οποία είναι τυπωμένο το κωδικό τους όνομα, περπατούν στους δρόμους στοιχισμένοι και τη ζωή τους τη ρυθμίζει απόλυτα το ρολόι, προκειμένου να επιτυγχάνεται η βέλτιστη παραγωγικότητα.
Την ιδέα για την εφαρμογή της απόλυτης ρομποτοποίησης των κατοίκων στο Εμείς (που τους παρακολουθούν οι φύλακες), ο Ζαμιάτιν την οφείλει στον τσέχο συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ που εισήγαγε το 1920 σε ένα θεατρικό του έργο τον όρο ρομπότ (λέξη που στα τσέχικα σημαίνει την «καταναγκαστική εργασία»).
Στο Μονοκράτος δεν υπάρχουν ερωτικοί δεσμοί και οικογένειες. Το αν κάποιος θα αποκτήσει παιδί –και με ποιον σύντροφο –αποφασίζεται από το κράτος. Βεβαίως το σεξ επιτρέπεται, αλλά κατόπιν αδείας που παρέχεται με ειδική κάρτα. Και φυσικά δεν υπάρχει αποκλειστικότητα. Ο πρωταγωνιστής του Εμείς, ο αρχιμηχανικός D-503, λ.χ., μοιράζεται την ερωμένη του 0-90 με τον καλύτερο φίλο του, τον κρατικό ποιητή Ρ-13, ο οποίος απαγγέλλει τα ποιήματά του και κατά τη διάρκεια θανατικών εκτελέσεων που πραγματοποιούνται δημοσία. Μόνον όταν οι κάτοικοι συνευρίσκονται ερωτικά έχουν το δικαίωμα να κατεβάσουν τις κουρτίνες στα σπίτια τους για δύο ώρες.
Ο D-503 είναι επικεφαλής μιας ομάδας που θα κατασκευάσει ένα διαστημόπλοιο, το οποίο ονομάζεται Ολοκληρωτής και θα μεταφέρει το πρότυπο ζωής τους Μονοκράτους σε άλλους πλανήτες. Ο πλανητικός ιμπεριαλισμός του Ζαμιάτιν είναι μια απίστευτη σύλληψη για την εποχή, αλλά και συμβατή με τον φουτουριστικό της μύθο, όπως αναπτύχθηκε στη Ρωσία σε ποικίλες μορφές, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο θέατρο, στις εικαστικές τέχνες και στη μουσική.

Η αρρώστια της «ψυχής»

D-503 αποτελεί μέρος του συστήματος που καταλύει κάθε ιδέα ατομικότητας και ελευθερίας εν ονόματι της συλλογικής «ευτυχίας». Η μόνη προσωπική πολυτέλεια την οποία επιτρέπει στον εαυτό του είναι το ημερολόγιο που κρατά, όπου γράφει και σχολιάζει τα όσα παρατηρεί. Η δράση στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του.
Κάποια μέρα ωστόσο συμβαίνει το απρόοπτο. Ο D-503 συναντά μια παράξενη και γοητευτική γυναίκα, την Ι-133, που την ερωτεύεται. Εκείνη θα τον εισαγάγει μέσω ενός σπιτιού, το οποίο δεν έχει γυάλινους αλλά συνήθεις τοίχους, σε έναν άλλον κόσμο, όπου συναντά ανθρώπους που θέλουν να ανατρέψουν το ψυχρό και απάνθρωπο καθεστώς του Μονοκράτους. Και αρχίζει να αλλάζει, να αποκτά αισθήματα και να μην μπορεί να αντιληφθεί τι του συμβαίνει. Μήπως είναι άρρωστος; Επισκέπτεται λοιπόν έναν έμπιστο γιατρό και εκείνος προβαίνει στη μοιραία διάγνωση: ο D-503 έχει προσβληθεί από μια επικίνδυνη αρρώστια που ονομάζεται ψυχή. Και ο αρχιμηχανικός αναρωτιέται: Γιατί ξαφνικά απέκτησε ψυχή; Γιατί να την έχει αποκτήσει αυτός και κανένας άλλος;

Λοβοτομή στη φαντασία

Το Μονοκράτος δημιουργήθηκε έπειτα από έναν πόλεμο που διήρκεσε 200 χρόνια. Ηταν η τελευταία επανάσταση και άλλη δεν επρόκειτο να υπάρξει, σύμφωνα με το επίσημο δόγμα των ιθυνόντων. Η δομή και οι λειτουργίες του ρυθμίζονται από την απόλυτη μαθηματική τάξη. Ο ποιητής Ρ-13 μάλιστα (φίλος του D-503) έχει γράψει και στίχους που περιγράφουν τη λειτουργία των αριθμών. Αν όμως οι αριθμοί είναι άπειροι, τότε καμιά επανάσταση δεν μπορεί να είναι η τελευταία. Που σημαίνει ότι καμιά κυβέρνηση δεν διαρκεί για πάντα και κανένα σύστημα δεν είναι οριστικό. Και όταν παρουσιάζονται ανατρεπτικά φαινόμενα ή τάσεις που θα δημιουργήσουν προβλήματα, τότε η αδυσώπητη εξουσία παίρνει απίστευτα σκληρά μέτρα.

Ο κίνδυνος της φαντασίας

Ο κίνδυνος για τον Ευεργέτη και την ηγεσία του Μονοκράτους λέγεται φαντασία, εξαιτίας της οποίας μπορεί να καταρρεύσει το σύστημα. Αποφασίζεται τότε όλοι οι πολίτες, συμπεριλαμβανομένου και του D-503, να υποστούν λοβοτομή με τη χρήση ακτίνων Χ. Η Ι-330 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και εκτελείται, ενώ ο αρχιμηχανικός παρακολουθεί ανέκφραστος τη θανάτωσή της. Οπως συμβαίνει σε κάθε δυστοπικό μυθιστόρημα, το Εμείς δεν έχει αίσιο τέλος.
Οι χαρακτήρες στο Εμείς μοιάζουν μονοδιάστατοι και ο αναγνώστης δεν αισθάνεται καμία συμπάθεια για τον D-503, όμως τέτοιος είναι ο τύπος των ανθρώπων στην αρνητική ουτοπία του Ζαμιάτιν. Το μυθιστόρημα συνιστά μια εξοντωτική σάτιρα εναντίον της απόλυτης πίστης στην πρόοδο και στον ορθολογισμό και στην πολιτική διαστροφή ότι το να είναι κανείς ο εαυτός του, δηλαδή αυθεντικός, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, ενώ η ανισότητα, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να είναι ο εαυτός του, οδηγεί στη δυστυχία. Γι’ αυτό και ο ποιητής Ρ-13 λέει στον D-503 πόσο ανόητοι ήταν ο Αδάμ και η Εύα, οι οποίοι αντί για την ευτυχία που απολάμβαναν στον Παράδεισο επέλεξαν την ελευθερία και τη δυστυχία.
Ο τόνος στο Εμείς είναι ψυχρός, το ύφος λακωνικό και η υπόθεση δίνεται κι αυτή σε «μαθηματικές» δόσεις. Με ορθολογικούς τρόπους ο Ζαμιάτιν κρίνει αρνητικά τον ουτοπικό ορθολογισμό. Αλλά το συμπέρασμά του έχει μια διαχρονική διάσταση: το να δημιουργήσεις ένα κράτος με αποκλειστικά ορθολογικούς όρους δεν είναι μόνο πολιτικό αλλά και ηθικό και επιστημονικό σφάλμα.
Ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί θρησκευτικές ή μεταφυσικές αναφορές, όπως αντίστροφα συμβαίνει στο έργο του Ντοστογέφσκι. Το μυθιστόρημα είναι, ας πούμε, η αντιστροφή της ντοστογεφσκικής εκδοχής, όπως η τελευταία παρουσιάζεται στις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων. Ο αναγνώστης αποκομίζει ένα αίσθημα αποξένωσης στην αρχή, αλλά σύντομα εισέρχεται στην εποχή και αρχίζει να ανακαλύπτει τις εκπληκτικές ομοιότητες με τα όσα επακολούθησαν. Ο Ζαμιάτιν μιλάει για γυάλινα κτίρια πολύ προτού το γυαλί αρχίσει να χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό και πολύ προτού εφευρεθεί η τηλεόραση. Ετσι, για τον σημερινό αναγνώστη περισσότερο από μελλοντολογία ή επιστημονική φαντασία το Εμείς λειτουργεί ως αλληγορία του παρόντος, ως πνεύμα της εποχής, του συγγραφέα και της δικής μας, που έφερε τόσες ανατροπές τόσο στη λογοτεχνία και την τέχνη όσο και στην κοινωνία στο σύνολό της.

Προάγγελος της σταλινικής εποχής

Το Εμείς θεωρήθηκε προάγγελος της σταλινικής εποχής και καταγγελία ενός συστήματος, την εξέλιξη του οποίου είχε προβλέψει ο Ζαμιάτιν. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1924 στο εξωτερικό, ενώ στη Σοβιετική Ενωση παρέμεινε απαγορευμένο ως το 1988 που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της περεστρόικας του Γκορμπατσόφ. Πολλοί Ρώσοι είπαν τότε πως αυτά που περιγράφονται στο μυθιστόρημα τα είχαν ζήσει και οι ίδιοι, λίγο-πολύ, από πρώτο χέρι. Οταν επέλεγε έναν μηχανικό ως πρωταγωνιστή ο Ζαμιάτιν, που και ο ίδιος ήταν εξαίρετος μηχανικός, δεν φανταζόταν βέβαια ότι μια δεκαετία και πλέον αργότερα ο Στάλιν θα αποκαλούσε τους συγγραφείς «μηχανικούς ψυχών». Ούτε και πως οι φύλακες του βιβλίου του θα έπαιρναν τη μορφή της μυστικής αστυνομίας που ονομάστηκε Τσέκα και κατόπιν Γκε Πε Ου και Κα Γκε Μπε.

Οπως όλα τα δυστοπικά μυθιστορήματα, και το Εμείς παρουσιάζει έναν κόσμο ο οποίος καταστρέφεται από τον φόβο που δεν μπορεί να τον καταστείλει κανενός είδους κομφορμισμός. Ο σατιρικός Ζαμιάτιν καταρρακώνει εδώ και την τυραννία του τσαρικού καθεστώτος αλλά και τα κακά προμηνύματα του μπολσεβικικού καθεστώτος που από νωρίς έδειχνε πως θα κατέφευγε στην καταστολή και στον έλεγχο των συνειδήσεων. Ο Ζαμιάτιν μπήκε στις τάξεις των Μπολσεβίκων πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση για να διαπιστώσει πολύ σύντομα πως το καθεστώς που υποσχόταν την ουτοπία θα αποκτούσε τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού. Ετσι, το 1931 ζήτησε από τον Στάλιν να φύγει από τη Σοβιετική Ενωση κι εκείνος, κατά σύσταση του Γκόρκι, του έδωσε πολύ εύκολα την άδεια. Ο συγγραφέας θα πέθαινε πάμπτωχος στο Παρίσι το 1937.
Ο Γκόρκι όμως που εκτιμούσε τον Ζαμιάτιν ως συγγραφέα βρήκε το Εμείς «άγονο» και «φριχτά κακό», και τον συγγραφέα του να διακατέχεται από «στεγνή και ψυχρή οργή». Αλλά το βιβλίο θα γινόταν εξαιρετικά δημοφιλές, αφού το διαδέχθηκαν ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Χάξλεϊ και το 1984 του Οργουελ. Ο τελευταίος κατάφερε να προμηθευτεί ένα αντίτυπο του Εμείς το 1946 και έγραψε μια εξαιρετικά επαινετική κριτική, υποστηρίζοντας μάλιστα πως ο Χάξλεϊ άντλησε πολλές από τις ιδέες του για το δικό μυθιστόρημα από τον Ζαμιάτιν. Αλλά ο Χάξλεϊ το αρνήθηκε.
Πιο εμφανείς όμως είναι οι ομοιότητες με το 1984. Βάλτε στη θέση του Ευεργέτη τον Μεγάλο Αδελφό, του D-503 τον Γουίστον Σμιθ (που κι αυτός κρατάει ημερολόγιο όπως και ο κεντρικός χαρακτήρας του Ζαμιάτιν) και της Ι-330 την Τζούλια (τους δύο βασικούς χαρακτήρες στο αριστούργημα του Οργουελ) και αμέσως θα πάτε στο 1984.
Το Εμείς δεν γνώρισε για μεγάλο διάστημα τη διασημότητα των δύο εμβληματικών μυθιστορημάτων του Χάξλεϊ και του Οργουελ, αλλά η επίδρασή του σε πολλούς νεότερους συγγραφείς, όπως ο Αντονι Μπέρτζες, η Μάργκαρετ Ατγουντ και ο Καζούο Ισιγκούρο, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, μολονότι ο Ζαμιάτιν δεν ήταν δαρβινιστής αλλά ένας βαθιά απογοητευμένος μαρξιστής που διείδε πολύ νωρίς ότι τα ουτοπικά σχήματα μακράν απέχουν από αυτό που αποκαλούν ευτυχία του ανθρώπινου γένους.
Οι μεταμοντερνιστές θεωρούν πως το Εμείς, όπως και όλα τα δυστοπικά έργα, είναι απλώς αξιοπερίεργο και έχει ενδιαφέρον μόνον από εγκυκλοπαιδικής πλευράς. Ομως το πολιτικό ζήτημα δεν έχει ούτως ή άλλως ενδιαφέρον για τους μεταμοντερνιστές. Ωστόσο μια από τις σημαντικότερες πεζογράφους επιστημονικής φαντασίας (και όχι μόνον), η Ούρσουλα Λε Γκεν, η οποία πέθανε τον περασμένο Ιανουάριο, στον πρόλογο που προτάσσει στην πρόσφατη έκδοση του Εμείς στα αγγλικά τονίζει πως στη γραφή του μυθιστορήματός του ο Ζαμιάτιν κινήθηκε ανάμεσα στην τυραννία του τσαρικού καθεστώτος και στον αυταρχισμό των Μπολσεβίκων που οδηγούσε στη λογοκρισία, στην αυτολογοκρισία και στην καταστολή.
Ο Γκόρκι κατηγορούσε τον παλιό Μπολσεβίκο Ζαμιάτιν πως είχε στρέψει την πλάτη του στην Ιστορία της Ρωσίας. Η αλήθεια εν τούτοις ήταν πως η Ιστορία θα επιβεβαίωνε τον συγγραφέα του Εμείς, όταν εκείνος θα βρισκόταν στο Παρίσι και στη Ρωσία η επανάσταση θα άρχιζε να τρώει τα παιδιά της, αρχίζοντας με τις δίκες της Μόσχας το 1936. Αυτή η δυστοπία, η απαρχή της απόλυτης διάψευσης, ενέπνευσε τον Αρθουρ Κέσλερ να γράψει το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, που στα ελληνικά κυκλοφορεί με τίτλο Το μηδέν και το άπειρο. Γι’ αυτά όμως την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ