Με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του (η πρώτη κυκλοφόρησε προ πενταετίας με τίτλο Δημόσιες ιστορίες) ο Δημήτρης Χριστόπουλος επιχειρεί να καταπιαστεί με την κοινωνία της κρίσης: με την καθημερινή ανέχεια και ανασφάλεια, με τις μάζες των ανέργων, των απολυμένων και των μεταναστών, με τους απανταχού χρεωμένους και χρεοκοπημένους, με τις απανωτές κατασχέσεις, με τη στέρηση και το ξεπούλημα το οποίο επιβάλλεται επί δικαίων και αδίκων ή με την τυχάρπαστη απασχόληση και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Ολα αυτά μοιάζουν κάπως προγραμματικά και προσχεδιασμένα, αλλά ευτυχώς ο συγγραφέας αποφεύγει έναν τέτοιο κίνδυνο από την πρώτη στιγμή, αφού η εικόνα της κρίσης δεν εμφανίζεται ποτέ σε πανοραμικό πεδίο (δεν κατονομάζεται καν).
Με σκηνικό του χώρο τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά (πρωτίστως του Πειραιά, από Πέραμα, Δραπετσώνα και Κερατσίνι μέχρι Ταμπούρια, Ιχθυόσκαλα και Λιπάσματα συν την Ελευσίνα), ο Χριστόπουλος ζωντανεύει στις σελίδες του ωχρούς και καταρρακωμένους ανθρώπους: ανθρώπους που έχασαν σχεδόν τα πάντα και έχουν κλειστεί περίτρομοι στον εαυτό τους αλλά και ανθρώπους πιασμένους στη μέγγενη ενός συνδρόμου συνεχούς φθοράς η οποία τούς κατατρώγει αργά και βασανιστικά. Το κίτρινο επανέρχεται εδώ συχνά ως το χρώμα της κοινωνικής ή ταξικής διάβρωσης, παρακμής και φθοράς, μακριά από την καθιερωμένη ταύτισή του με τον πλούτο, το φως, τη δόξα και την ευημερία.
Δεν υπάρχει καμιά αντίσταση σε αυτή την καταθλιπτική κυριαρχία; Κανείς δεν θα μπορέσει να γλιτώσει ποτέ από κανέναν, δοκιμάζοντας ένα άλμα διαφυγής; Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί χαρακτήρες που ασφυκτιούν εντός των κεκανονισμένων, πλάθει ήρωες που θέλουν να διαγράψουν μια διαφορετική, ελεύθερη και ανεξάρτητη πορεία. Με τη διαφορά πως η οποιαδήποτε κίνηση μοιάζει με προδιαγεγραμμένη αποτυχία, με ένα βότσαλο που πετιέται στο νερό, για να μην αφήσει το επόμενο δευτερόλεπτο το παραμικρό ίχνος. Ακόμα και όσοι διαθέτουν κάποιο πολιτικό παρελθόν (ορισμένες περγαμηνές από τον αγώνα κατά της δικτατορίας) δείχνουν τώρα πέρα για πέρα αδύναμοι και συμβιβασμένοι.
Οι ιστορίες του Χριστόπουλου είναι κατά βάση ρεαλιστικές, αν και κάποιες ποιητικές ή ονειρικές εικόνες δεν λείπουν από τη γραφή του. Το κυριότερο τεχνικό χαρακτηριστικό της δουλειάς του είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρονται από διήγημα σε διήγημα τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα και τα θεματικά του μοτίβα, συνθέτοντας έτσι ένα όλον όπου τα πάντα τείνουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Θα πρέπει επίσης να πω ότι εκείνο που παρακινεί τη δράση δεν είναι τα εξωτερικά γεγονότα αλλά οι εσωτερικές καταστάσεις που υποχρεώνονται να ζήσουν οι ήρωες αποτυπωμένες σε μια ελλειπτική τροχιά. Βασισμένος σε ένα πυκνό δίκτυο λογοτεχνικών και μουσικών αναφορών (από Παπαδιαμάντη μέχρι Πούλιο και από Καζαντζίδη μέχρι Τζιμ Μόρισον ή Λέοναρντ Κοέν), χωρίς να επιβαρύνει φιλολογικά την ανέλιξη της πλοκής του, ο συγγραφέας ξέρει πώς να χαράξει μια ισορροπημένη και ταυτοχρόνως ευδιάκριτη, όχι όμως και προτεταμένη γραμμή.
Τα κείμενα που συναπαρτίζουν τη Σπουδή στο κίτρινο θα ανέπνεαν πολύ καλύτερα και θα εξασφάλιζαν ένα πολύ πιο απτό αποτέλεσμα αν φιλτράριζαν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τα αισθήματα από τα οποία διακατέχονται. Ο Χριστόπουλος ξέρει πώς να αποφύγει την κατά μέτωπον εικονογράφηση της κρίσης αλλά παγιδεύεται κατά τόπους στους υψηλούς τόνους της αγανάκτησης ή της καταγγελίας του, δίχως πάντως να καταλήγει στην ηθικολογία ή τον διδακτισμό. Κι αυτό πρέπει οπωσδήποτε να πιστωθεί στο βιβλίο του που διακρίνεται εκ παραλλήλου και για την ιδιαιτέρως επιμελημένη γλωσσική και λογοτεχνική του μορφή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ