Το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Ζέεταλερ αρχίζει με μια ασυνήθιστα βίαιη καταιγίδα στην Ανω Αυστρία που περιγράφεται με ποιητικές αξιώσεις. Δεν είναι μόνο η μανιασμένη βροχή που μαστιγώνει τα τζάμια των παραθύρων σε μια ταπεινή ψαράδικη καλύβα στο χωριό Νούσντορφ, ούτε τα λιγοστά αποκεφαλισμένα γεράνια που ξεψυχούν στις γλάστρες της, ούτε ο σιδερένιος Ιησούς που ταλαντεύεται στον τοίχο της λες και πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να αποκολληθεί από τα καρφιά και να πηδήξει από τον σταυρό του.
Είναι κυρίως η εικόνα μιας συντετριμμένης γυναίκας που, βρεγμένη ως το κόκαλο, λαχανιασμένη και δακρυσμένη, στέκεται αμίλητη στη χαμηλή κάσα της ανοιχτής πόρτας και ανακοινώνει με δυο κοφτές κουβέντες ότι ο Αλόις Πράινινγκερ –ο πλουσιότερος άνθρωπος στο Σαλτσκάμεργκουτ και τρόπον τινά προστάτης της –πνίγηκε στη λίμνη Ατερζε την ώρα που κολυμπούσε.
Το μόνο που πρόλαβε να κάνει ο τελευταίος, προτού ο κεραυνός τον χτυπήσει στο κεφάλι και τον καταπιούν τα σκοτεινά νερά, ήταν να γελάσει δυνατά και να φωνάξει από ευτυχία. Μιλάμε για έναν εντυπωσιακό και λυρικό χαμό επειδή έτσι ακριβώς τον χρωματίζει η αντάρα της φύσης. Πάντως η κυρία Χούχελ, μια δυναμική σαραντάρα που πασχίζει να επιβιώσει μόνη με τον Φραντς, τον δεκαεπτάχρονο γιο της, αντιλαμβάνεται μέσα από το ατυχές αυτό περιστατικό ότι πλέον οι συνθήκες έχουν αρκούντως δυσκολέψει και συγχρόνως ωριμάσει για να ωθήσει το μονάκριβο τέκνο της προς την πρώτη του ουσιαστική ωρίμαση.
Πρωτόγνωρη εμπειρία
Υπολογίζει στη βοήθεια ενός παλιού της φίλου, του Οτο Τρσνιεκ, που διατηρεί εμπορικό κατάστημα στο κέντρο της πρωτεύουσας, «ένα πραγματικό καπνοπωλείο, με εφημερίδες, τσιγάρα και όλα τα συναφή».
Πράγματι, ο Φραντς επιβιβάζεται στο τρένο και ύστερα από αρκετές ώρες ταξιδιού φτάνει στον Δυτικό Σταθμό της Βιέννης. Εμπειρία πρωτόγνωρη για τον ίδιο που αποδεικνύεται και ελαφρώς αβάσταχτη, επειδή αισθάνεται μια μικρή αδιαθεσία την οποία εντείνουν ο θόρυβος και η δυσωδία της πόλης. Στηρίζεται, λοιπόν, στο πλησιέστερο φανάρι για να μην πέσει κάτω και προσπαθεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Ο νεαρός αποδίδει την εκτεταμένη αποφορά «στο κανάλι», αλλά εμφανίζεται τότε μια μυστηριώδης μικροσκοπική κυρία και, προοικονομώντας με ανατριχιαστική ακρίβεια τον επερχόμενο ζόφο, τον διαβεβαιώνει πως αν κάτι βρωμοκοπάει είναι οι «σάπιοι, φαύλοι και εκφυλισμένοι καιροί». Βρισκόμαστε στα 1937, τέλος καλοκαιριού, σε λίγους μήνες η ναζιστική Γερμανία θα προσαρτήσει την Αυστρία. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, πάνω στη νευραλγική κόψη μιας εποχής που από τοξική γίνεται αναπόδραστα εγκληματική.
Ο Οτο Τρσνιεκ είχε το μαγαζί του στο ένατο διαμέρισμα της Βιέννης, στη Βέρινγκερστρασε. Ο ηλικιωμένος καπνοπώλης είχε δυο δεκανίκια κάτω από τις μασχάλες του, γιατί από το αριστερό του πόδι είχε απομείνει μονάχα μισός μηρός, ας όψονται τα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου.
Η βασική θέση εργασίας του Φραντς, όπως εξήγησε το αφεντικό στον παραγιό, θα ήταν το μικρό σκαμνάκι δίπλα στην είσοδο. Κοντολογίς, θα διάβαζε ανυπερθέτως εφημερίδες επειδή «το εμπόριο του Τύπου αποτελεί τον πυρήνα της δουλειάς κάθε σοβαρού καπνοπώλη». Η προσαρμογή του Φραντς στα νέα του καθήκοντα χαρακτηρίζεται από ομαλότητα και η μαθητεία του εξελίσσεται με επιτυχία.
Ο πατέρας της ψυχανάλυσης
Ο ίδιος δεν παραλείπει να ανταλλάσσει τρυφερές καρτ ποστάλ με τη μαμά του και να μοιράζεται τις σκέψεις του μαζί της, ενημερώνοντάς τη για την πορεία της ζωής και της σταδιοδρομίας του. Ωσπου μια συνηθισμένη ημέρα ανοίγει η πόρτα του καπνοπωλείου και μπαίνει μέσα ένας τακτικός και καλός πελάτης, ο καθηγητής Σίγκμουντ Φρόιντ, ο φημισμένος «γιατρός των ηλιθίων».
Αγοράζει τα ψιλικά του και φεύγει, όπως κάνουν όλοι. Ξεχνάει όμως το καπέλο του πάνω στον πάγκο. Ο Φραντς το αρπάζει και τρέχει στο κατόπι του ευγενικά να τον προλάβει. Στη συνέχεια τον συνοδεύει μέχρι το σπίτι του, στον αριθμό 19 της οδού Μπεργκγκάσε. Ο «διάσημος πατέρας της ψυχανάλυσης», γερασμένος πια και εσχάτως βαρύθυμος λόγω του αντισημιτικού κλίματος που δηλητηριάζει τα πάντα, καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει μ’ ένα περίεργο και επίμονο παιδί.
Οταν ο Φραντς τον προειδοποιεί ότι θα εντρυφήσει σε όλα του τα έργα, ο Φρόιντ τον προτρέπει να επιδοθεί, μεταξύ άλλων, σε κάτι που θα έχει σίγουρα περισσότερο ενδιαφέρον, να βρει καμιά κοπελίτσα! Και, πράγματι, δεν χάνει καθόλου χρόνο ο πρωταγωνιστής μας. Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, ντύνεται, στολίζεται και παίρνει το τραμ για το Πράτερ. Και τη στιγμή ακριβώς που τον κυκλώνει μια παραπονιάρικη στενοχώρια στο λούνα παρκ, βλέπει το φως το αληθινό, «το στρογγυλό πρόσωπο ενός κοριτσιού, φωτεινό και γελαστό, πλαισιωμένο από ένα στεφάνι κατάξανθων μαλλιών».
Αυτή είναι η Ανέζκα, τρία χρόνια μεγαλύτερή του, μια παχουλή χωριατοπούλα από τη Βοημία που τον ξεμυαλίζει με την πρώτη ματιά. Εκείνος της προτείνει ν’ ανέβουν μαζί στη Μεγάλη Ρόδα και εκείνη του αντιπροτείνει να πάνε για σκοποβολή, όπου και τον χουφτώνει κανονικότατα στον πισινό…
Μελαγχολικό χιούμορ
Η συνέχεια, που είναι μεν προβλέψιμη αλλά εξαιρετικά καλογραμμένη, επί των σελίδων. Αυτό ισχύει για την αφήγηση του αυστριακού συγγραφέα εν γένει, δεν αφορά μονάχα την ερωτική ματαίωση του ήρωά του αλλά και την αναπόφευκτη συλλογική εκτροπή μέσα στην οποία εγγράφεται. Δηλαδή, ακόμα κι αν είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Οτο Τρσνιεκ δύσκολα θα γλιτώσει από τα νύχια της Γκεστάπο, παρακολουθούμε τα φρικώδη τεκταινόμενα με την οφειλόμενη ένταση και αμείωτη συγκίνηση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι ακόμα και στα σημεία όπου η πλοκή φλερτάρει ελεγχόμενα με τις ανατροπές του μελοδράματος, ο προσεκτικός αναγνώστης προτιμά να ανακαλέσει μάλλον τον Γιόζεφ Ροτ και τον Στέφαν Τσβάιχ, την αξεπέραστη λογοτεχνική Mitteleuropa του Μεσοπολέμου.
Στον αξιανάγνωστο «Καπνοπώλη» του, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2012 (πρωτότυπος τίτλος «Der Trafikant»), ο Ρόμπερτ Ζέεταλερ έχει έναν ξεκάθαρο και τίμιο στόχο: να συνυφάνει μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης με τη σαρωτική κυριαρχία του ναζισμού. Και τα καταφέρνει εκμεταλλευόμενος το μεγαλύτερο προτέρημα που έχει ως πεζογράφος, το ύφος του. Επιπλέον, θα ήταν παράλειψη να μη σταθεί κανείς, ειδικότερα, στον έξυπνο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον Φρόιντ ως μυθιστορηματικό χαρακτήρα: μελαγχολικό χιούμορ. Αναμφίβολα, ένα από τα καλύτερα βιβλία που θα διαβάσετε εφέτος στο πεδίο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ