Το μυθιστόρημα ως μεταφορά


Τη χαρακτήρισαν «Νάταλι Γουντ της αμερικανικής αβάν γκαρντ» καθώς και «Σκοτεινή κυρία των αμερικανικών γραμμάτων». Ο Κάρλος Φουέντες τη συγκρίνει με τον ουμανιστή Ερασμο: «Ο Ερασμος ταξίδεψε στον κόσμο μέσα από τους 32 τόμους του οι οποίοι περιέχουν όλη τη γνώση του κόσμου. Η Σούζαν Σόνταγκ τη μεταφέρει όλη μέσα στο μυαλό της» λέει γι’ αυτήν ο μεξικανός συγγραφέας. Η ίδια αποφαίνεται πως το μυαλό είναι «ερωτογενής ζώνη».


Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1933, η Σούζαν Σόνταγκ είναι μια από τις διασημότερες κριτικούς των ΗΠΑ. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Ο Ευεργέτης» («The Benefactor», 1963), με έντονες επιρροές από τον Μπέκετ, τον Ντοστογέφσκι και τον Κάφκα, έτυχε θερμής υποδοχής από την κριτική. Τα «Σύνεργα Θανάτου» («Death Kit»), το δεύτερο μυθιστόρημά της, δημοσιεύθηκαν το 1967. Και τα δύο διακρίνονται για την πειραματική γραφή και την ιδιαίτερη «εμμονή» στη μορφή. Ωστόσο τα δοκίμιά της είναι αυτά που θα της χαρίσουν διεθνή φήμη. Στην πρώτη της συλλογή,«Ενάντια στην Ερμηνεία»Against Interpretation», 1966), διακηρύσσει την αισθητική αξία της φόρμας του έργου τέχνης εις βάρος του περιεχομένου. Οι ριζοσπαστικές απόψεις της τη χρίζουν πρόδρομο του μεταμοντερνισμού και την εντάσσουν στην πρωτοπορία της διανόησης. Εξίσου ρηξικέλευθες είναι οι απόψεις της στο δοκίμιο «Πορνογραφική Φαντασία» («The Pornografic Imagination», 1969) όπου υπεραμύνεται της πορνογραφίας και διατείνεται πως αυτή είναι έγκυρο λογοτεχνικό είδος, όπως οποιοδήποτε άλλο. Ακολουθούν «Η Αισθητική της Σιωπής» («The Esthetics of Silence»), ένας ύμνος για το έργο του συνθέτη Τζον Κέιτζ, ενώ το 1977 στο βιβλίο της «Περί Φωτογραφίας» («On Photography») αναφέρεται στην κοινωνική δύναμη της φωτογραφίας, που είτε διαθλά διαστρεβλωμένη την πραγματικότητα είτε λειτουργεί ως υποκατάστατό της. Οταν το 1968 πήγε στο Βιετνάμ επηρεάστηκε τόσο από τη σκληρότητα του πολέμου που σταμάτησε να γράφει. Το 1969 αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Η πρώτη από τις τέσσερις ταινίες που έγραψε το σενάριό τους και σκηνοθέτησε ήταν μια σουηδική ταινία, το «Ντουέτο για Κανιβάλους» («Duet for Cannibals»). Η ίδια περιγράφει τη σκηνοθεσία ως «ευκαιρία να εξασκεί ένα μέρος της φαντασίας και της δύναμής της με έναν τρόπο που δεν μπορεί ως συγγραφέας».



Η οριακή εμπειρία της μετά την προσβολή της από καρκίνο του μαστού, με επιτυχή έκβαση, θα μετουσιωθεί σε νέο βιβλίο: «Η Ασθένεια ως Μεταφορά»Illness as Metaphor», 1978) θεωρείται η καλύτερη ίσως συλλογή δοκιμίων της, όπου εξετάζει τη μεταφορική γλώσσα που χρησιμοποιείται για διάφορες ασθένειες, όπως αυτή του καρκίνου. Η Σόνταγκ πηγαίνει πίσω από τις λέξεις, διερευνά την καθαρότητα και τη διαύγειά τους, τις απογυμνώνει από τη μάσκα και τις ελευθερώνει από τον τρόμο που προκαλεί όχι η ίδια η αρρώστια αλλά ο τρόπος με τον οποίο τη φανταζόμαστε.


Δέκα χρόνια αργότερα θα δημοσιευθεί η πιο γνωστή ίσως συλλογή δοκιμίων της Σόνταγκ, «Το AIDS και οι Μεταφορές του» («AIDS and its Metaphor», 1988). Σ’ αυτό στηλιτεύει την προκατάληψη και την κοινωνική υποκρισία που αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική πρακτική.


Εντονη είναι κατά τη δεκαετία ’70 η αντιπαράθεσή της με τους αριστερούς διανοουμένους της χώρας της. Δεν διστάζει να διακηρύξει πως ο «κομμουνισμός είναι φασισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Η Σόνταγκ άλλωστε δεν συνηθίζει να κρύβεται πίσω από τις λέξεις.


Είκοσι πέντε έτη μετά, η Σόνταγκ επιστρέφει στη λογοτεχνία με το μυθιστόρημα «Ο Εραστής του Ηφαιστείου» (1992), το καλύτερο, ως τώρα, βιβλίο της κατά την ίδια. Ηδη από το 1980 όταν έγραφε για τον Ελίας Κανέτι θεωρούσε το δοκίμιο «είδος νεκρό». Αυτό ήταν «η αρχή του τέλους». «Βρίσκομαι σε μια θύελλα συναισθημάτων και αντί να τα εκφράζω γράφω για ανθρώπους με αισθήματα» εξηγεί. Η ανάγκη να κατευνάσει τη «θύελλα» αυτή μέσα της την οδηγεί σε άλλες, λογοτεχνικές, κατευθύνσεις.


Οταν το 1989 άρχισε να γράφει τον «Εραστή», «στενοχωριόταν» που αρνήθηκε το πρότερο είδος γραφής, το οποίο μάλιστα την είχε αναδείξει, γιατί πίστευε πως «κρύβουν μια ηθολογική δύναμη πίσω τους και με αυτά μπορούσε να συνεισφέρει». Από το ψυχολογικό αδιέξοδο την έβγαλε η ψυχίατρός της λέγοντάς της πως εξίσου σημαντική συνεισφορά είναι και η ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους μέσα από ένα μυθιστόρημα. Τα τρία χρόνια που διήρκεσε η συγγραφή του βιβλίου ένιωθε σαν την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και εργαζόταν ακατάπαυτα, 12 ώρες την ημέρα, μέσα σε ένα ντελίριο ευχαρίστησης, απολαμβάνοντας, απαλλαγμένη από κάθε είδους ενοχές, την ιδιότητα που σήμερα η ίδια προτάσσει για τον εαυτό της, αυτήν της μυθιστοριογράφου.


Το ρομάντζο του λόρδου Χάμιλτον και της Εμμας Χαρτ, που μετέπειτα αποτελούν τις δύο πλευρές ενός ερωτικού τριγώνου, όταν στην κοινή πλέον ζωή τους θα εμφανισθεί ο ναύαρχος Νέλσων, εμπνέει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τη Σόνταγκ. Η γοητευτική ρομαντική αυτή ιστορία, μέγα σκάνδαλο της εποχής, μεταφέρθηκε πολλές φορές στον κινηματογράφο, μεταξύ των οποίων αυτή από τον σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα («Λαίδη Χάμιλτον») με πρωταγωνιστές τη Βίβιαν Λι και τον Λόρενς Ολίβιε, το 1941.


Ο λόρδος Χάμιλτον διετέλεσε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στη Νάπολι ­ πρωτεύουσα του Βασιλείου της Νεαπόλεως και των Δύο Σικελιών ­ από το 1764 ως το 1800. Φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης, ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός, διακατέχεται από ένα παράλογο πάθος για τον Βεζούβιο. Το ηφαίστειο, σημείο αναφοράς στο μυαλό του, θα προσλάβει περίεργες διαστάσεις, θα ορίσει τη ζωή του. Οταν κάποια στιγμή ο ανιψιός του Τσαρλς θα του «χαρίσει» την ερωμένη του Εμμα, μια νεαρή, πτωχή Αγγλίδα αμφιλεγόμενης ηθικής, εκείνος θα ανακαλύψει τη θεσπέσια ομορφιά της και θα υποκύψει εξημερωμένος από αυτήν. Ο ίδιος θα αναλάβει τον ρόλο του Πυγμαλίωνα, δασκάλου και εκπαιδευτή της, ώστε να μπορέσει να σταθεί δίπλα του στα κοσμικά σαλόνια. Επιδεκτική μαθήσεως η Εμμα θα αρχίσει σιγά σιγά να μυείται σε έναν κόσμο μυθικό και απρόσιτο ως τότε, εκπλήσσοντας με τη μεταμόρφωσή της τους πάντες. Προικισμένη με την ομορφιά «κάποιου που πρέπει να πολεμήσει για να μείνει στη θέση του και δεν έχει περιθώριο να θεωρεί το παραμικρό ως δεδομένο» θα γίνει «τοπικό αντικείμενο θαυμασμού με διεθνή φήμη, σαν το ηφαίστειο». Ο λόρδος θα απελευθερώσει τα κρυμμένα της ταλέντα, θα τα τελειοποιήσει. Οι υποκριτικές της ικανότητες και το κάλλος της γοητεύουν τους πάντες, όταν εκείνη δίνει προς τιμήν των καλεσμένων τους, στις δεξιώσεις, μικρές παραστάσεις.


Η Εμμα θα κατακτήσει όποιον έρχεται σε επαφή μαζί της. Θα κερδίσει τη φιλία της βασίλισσας της Νάπολι, αδελφής της Μαρίας Αντουανέτας, και αργότερα την καρδιά του ναυάρχου Νέλσονα. Εκείνη θα νιώσει γι£ αυτόν το πιο μεγάλο, πιο παράφορο πάθος. Και θα υποκύψει υπό την ανοχή του συζύγου της, που μοιάζει να συναινεί σιωπηλά.


Η Σόνταγκ δεν στέκεται απλώς στην περιγραφή των γεγονότων. Οπως ο Χένρι Τζέιμς στο «Πορτρέτο μιας κυρίας» συνδέει τα ταξίδια, τους τόπους και την επιθυμία με τρόπο αριστοτεχνικό, η Σόνταγκ χρησιμοποιεί την ερωτική ιστορία ως καμβά για να δώσει με τρόπο εικαστικό την τοιχογραφία της εποχής. Φωτίζει μοιραίες ιστορικές στιγμές, τα μυστικά και τις σκιές τους. Ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Μότσαρτ σε μικρή ηλικία, ο μαρκήσιος ντε Σαντ και ο Γκαίτε, παρελαύνουν από την αυλή του ζεύγους, ως ήρωες του βιβλίου, ενώ στο παρασκήνιο φουντώνει η φλόγα της επανάστασης. Διεισδύοντας στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών σκιαγραφεί την ψυχοσύνθεσή τους ως τις πιο λεπτές αποχρώσεις της. Η παρουσία της συγγραφέως είναι έντονη σε όλο το βιβλίο, σαν μια άλλη, αθέατη, ηρωίδα, που σχολιάζει τα δρώμενα ­ παραπέμποντας στον ρόλο του χορού της αρχαίας τραγωδίας. Και όπως ο Κούντερα στα μυθιστορήματά του, παραθέτει σκέψεις και απόψεις φιλοσοφικής και αισθητικής τάξεως.


Ως θεωρητικός, η Σόνταγκ χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό της ως πρώτη ύλη που την αναμειγνύει με την αφήγηση. Ισως για τον λόγο αυτόν ο εκδότης της συγκρίνει το βιβλίο με τα μεταμοντέρνα μυθιστορηματικά έργα του Ουμπέρτο Εκο και της Α.Σ. Μπάιατ. Οι αναφορές της στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στη μουσική, στην όπερα αναδεικνύουν τη λογοτεχνική συγγραφική ιδιαιτερότητα της Σόνταγκ, που πλάθει μέσα από μια πρωτότυπη, προσωπική, σύνθετη γραφή ένα μοναδικό μυθιστόρημα.