Το «Ελληνικό παράδοξο» περιλαμβάνει τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν σε συμπόσιο με τον ίδιο τίτλο που οργανώθηκε στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1995. Στο συμπόσιο αυτό συμμετείχαν έλληνες και ξένοι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί. Εκτός από τις τέσσερις κεντρικές εισηγήσεις, που αποτελούν και τον κορμό του (του Νικηφόρου Διαμαντούρου για την πολιτική, του Σταύρου Θωμαδάκη για την οικονομία, του Monteagle Stearns για την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια και του Misha Glenny για τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια), το βιβλίο περιλαμβάνει τις εισαγωγικές παρατηρήσεις της Γιάννας Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη (που είχε την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του συμποσίου μαζί με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο), του Graham Τ. Allison και της Καλυψώς Νικολαΐδη, τις συμπερασματικές παρατηρήσεις του Λουκά Τσούκαλη, μια σειρά σχόλια πάνω στις εισηγήσεις, και τέλος τρία κείμενα πολιτικών: του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, του τέως υφυπουργού Αμυνας των ΗΠΑ Joseph S. Nye, Jr. και του ελληνοαμερικανού πολιτικού και τέως Δημοκρατικού υποψηφίου για την αμερικανική προεδρία Μάικλ Δουκάκη. Πρόκειται για ένα περιεκτικό βιβλίο που θέτει μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα και συμβάλλει στον γόνιμο προβληματισμό για την πορεία της χώρας.


Τι είναι το «ελληνικό παράδοξο»; Οι εισηγητές χρησιμοποιούν τον τίτλο αυτόν για να τονίσουν το χάσμα που πιστεύουν πως υπάρχει ανάμεσα στις δυνατότητες της χώρας και στην απογοητευτική της επίδοση την τελευταία εικοσαετία ­ τόσο στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα όσο και στην οικονομία και στη διεθνή σκηνή. Οπως σημειώνουν οι εισηγητές: «Από γεωπολιτική άποψη, μια χώρα που θα έπρεπε να αποτελεί το φυσικό επίκεντρο των Βαλκανίων και βράχο σταθερότητας σε μια εύφλεκτη περιοχή, πέφτει συχνά θύμα των ανασφαλειών που την εμποδίζουν να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές της»· «η ελληνική οικονομία κρύβει ένα θεμελιώδες παράδοξο. Παρ’ ότι οι Ελληνες, άνθρωποι εργατικοί, ευπροσάρμοστοι και άξιοι, διαπρέπουν σε όλο τον κόσμο ως έμποροι, επιχειρηματίες ή επιστήμονες, η ελληνική οικονομία δεν πάει καλά». Συμπερασματικά, «κρίνοντάς την με πολλαπλούς δείκτες, η ελληνική επίδοση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες υστερεί σε σχέση με την υπόσχεση που υποδήλωναν οι επιτεύξεις των δύο προηγούμενων δεκαετιών». Οι εισηγήσεις του συμποσίου ουσιαστικά θέτουν και επιχειρούν να απαντήσουν τρία κυρίως ερωτήματα: Υπάρχει όντως χάσμα ανάμεσα στις δυνατότητες και στις επιδόσεις της Ελλάδας; Αν ναι, σε τι ακριβώς συνίσταται και πού οφείλεται; Τέλος, τι πρέπει να γίνει για να ξεπεραστεί αυτό το χάσμα και να αποδώσει η χώρα σύμφωνα με τις πραγματικές της δυνατότητες;


Ο ισχυρισμός ότι δεν αποδίδουμε όπως θα μπορούσαμε είναι εύκολος και συχνά παραπλανητικός. Στην καθημερινή ζωή, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται συχνά για να δικαιολογήσει χαμηλές επιδόσεις που οφείλονται όχι σε παροδική αδυναμία αλλά σε πολύ βαθύτερα αίτια. Με άλλα λόγια οι χαμηλές επιδόσεις αποτελούν συχνά πιστή καταγραφή των πραγματικών δυνατοτήτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει βέβαια παράδοξο. Τι συμβαίνει λοιπόν με τη χώρα μας; Είναι πράγματι η επίδοση της χώρας χαμηλή; Και αν ναι, μήπως η χαμηλή αυτή επίδοση απλώς εκφράζει τις πραγματικές της δυνατότητες; Οπωσδήποτε η σύγκριση ανάμεσα σε μια πραγματικότητα και σε μια επιθυμία ή επιδίωξη δεν έχει επιστημονική βάση. Ο ισχυρισμός όμως περί παραδόξου θα μπορούσε να στηριχθεί σε δύο διαφορετικές συγκρίσεις.



Η πρώτη είναι η σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα και στις φτωχότερες χώρες της ΕΟΚ, την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η σύγκριση αυτή, ιδίως με τις δύο τελευταίες, είναι καταλυτική: παρ’ ότι η Ελλάδα ξεκίνησε με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις και συχνά υψηλότερους οικονομικούς δείκτες, βρέθηκε τελικά πίσω από τις χώρες αυτές. Δεν χωρά λοιπόν αμφιβολία (και αυτό επιβεβαιώνεται από πληθώρα άλλα στοιχεία) πως η πορεία της χώρας την τελευταία εικοσαετία ήταν απογοητευτική.


Η δεύτερη σύγκριση αφορά τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική περίοδο. Η πρώτη περίοδος, που κράτησε ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70, υπήρξε περίοδος πρωτοφανούς οικονομικής ανάπτυξης: η Ελλάδα πέτυχε δείκτη ανάπτυξης σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ευρώπη και κυριολεκτικά ξέφυγε από την υπανάπτυξη. Αντίθετα, η μεταπολιτευτική περίοδος, παρά τις δυνατότητες που εμπεριείχε η ένταξη στην ΕΟΚ, υπήρξε περίοδος οικονομικής (και σε μεγάλο βαθμό και κοινωνικής) αποτελμάτωσης. Το ξεπέρασμα της υπανάπτυξης, παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που εμπεριείχε, αποτέλεσε τεράστιο άλμα που δεν έχει, πιστεύω, αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε για δύο κυρίως λόγους: αφενός λόγω της πολιτικής διαμόρφωσης της μεταπολεμικής περιόδου και αφετέρου λόγω της λανθασμένης αντίληψης πως η ανάπτυξη ήταν κατά κάποιο τρόπο εξασφαλισμένη για την Ελλάδα· αλλά μια ματιά στις γειτονικές μας χώρες αρκεί για να διαπιστώσουμε τόσο το μέγεθος του επιτεύγματος αυτού όσο και το γεγονός ότι δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένο. Η επίδοση αυτή υπογραμμίζει τις δυνατότητες της χώρας, τουλάχιστον κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ο ισχυρισμός λοιπόν περί χάσματος ανάμεσα σε δυνατότητες και επίδοση έχει πράγματι κάποια βάση.


Δεύτερο ερώτημα: Πού οφείλεται αυτό το χάσμα; Οι εισηγήσεις υπογραμμίζουν τη σημασία του πολιτικού παράγοντα. Η μεταπολεμική Ελλάδα που πέτυχε το μεγάλο οικονομικό άλμα υπήρξε ταυτόχρονα και η μετεμφυλιακή Ελλάδα που χαρακτηριζόταν από πολιτική υπανάπτυξη. Η πολιτική αυτή καθυστέρηση, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αδυναμίες της προηγούμενης περιόδου, οδήγησε αργότερα σε αποφάσεις που είχαν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Οπως τονίζει ο Τσούκαλης: «Χωρίς περιστροφές, στην Ελλάδα η οικονομική προσαρμογή και η διεθνής ανταγωνιστικότητα θυσιάστηκαν για μεγάλο διάστημα στον βωμό του εκδημοκρατισμού» (σελ. 269). Το επιχείρημα αυτό είναι πειστικό εκ πρώτης όψεως αλλά γίνεται προβληματικό όταν ενταχθεί σε μια συγκριτική λογική: τόσο η Ισπανία όσο και η Πορτογαλία αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν και κατάφεραν να ξεπεράσουν μια πολιτική υπανάπτυξη χειρότερη από την ελληνική. Είναι αναμφισβήτητο ότι το πέτυχαν με πολύ μικρότερο κόστος από ό,τι η Ελλάδα. Πού οφείλεται αυτή η διαφορά; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα απαιτούσε αφενός ανάλυση σε μεγαλύτερο βάθος και αφετέρου ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του ΠαΣοΚ, του κόμματος δηλαδή που κυβέρνησε την Ελλάδα κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας εικοσαετίας: αντίθετα από ό,τι φαίνεται να πρεσβεύουν οι περισσότεροι εισηγητές, το ΠαΣοΚ αποτέλεσε τομή σε σχέση με το παρελθόν (διαφορετικού τύπου βέβαια από αυτήν που το ίδιο επεδίωξε) και όχι απλή συνέχειά του.


Τρίτο ερώτημα, τέλος: Τι πρέπει να γίνει για να αποδειχθεί το «ελληνικό παράδοξο» ένα παροδικό πρόβλημα και όχι η απαρχή μιας γενικής και μακροχρόνιας πτώσης; Εδώ οι εισηγήσεις συγκλίνουν σε μια λέξη: εκσυγχρονισμός. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν μια σειρά διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στον χώρο της οικονομίας, οι οποίες ταυτίζονται με το πνεύμα των τομών που επιχειρεί η κυβέρνηση Σημίτη. Πράγματι, (ξανα)διαβάζοντας τις εισηγήσεις αυτές τρία χρόνια μετά την αρχική τους παρουσίαση, διαπιστώνει κανείς το εύρος των αλλαγών που έχουν επέλθει στην ελληνική πολιτική σκηνή αλλά και στην κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των πιέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και των εξελίξεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, το πρόγραμμα του εκσυγχρονισμού έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό και, παρά τις όποιες δυσκολίες και τις αντιδράσεις που συναντά, έχει αρχίσει επιτέλους να εφαρμόζεται. Η διαπίστωση πως ο εκσυγχρονισμός αποτελεί μονόδρομο γίνεται αργά αλλά σταθερά αποδεκτή ακόμη και στα κοινωνικά εκείνα στρώματα που αντιδρούν ­ χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί εγγύηση της συναίνεσής τους στις μεταρρυθμίσεις και πολύ περισσότερο της επιτυχίας των ίδιων των μεταρρυθμίσεων.


Ακολουθώντας το πνεύμα του βιβλίου θα άξιζε τον κόπο να προβληματιστούμε από τώρα εξίσου σοβαρά για τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων αυτών στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη και αν ο εκσυγχρονισμός πετύχει, οι κοινωνικές του επιπτώσεις αναπόφευκτα θα είναι και αρνητικές. Ποιο ακριβώς θα είναι το κόστος για την κοινωνία; Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που θα προκύψουν; Γόνιμες συγκρίσεις θα μπορούσαν να γίνουν τόσο με την εμπειρία των χωρών εκείνων που προσπαθούν, κάτω από συνθήκες είναι αλήθεια πολύ λιγότερο ευνοϊκές από ό,τι η Ελλάδα, να απαλλαγούν από τον θανάσιμο εναγκαλισμό τεραστίων και καθυστερημένων κρατικών τομέων (π.χ. Ανατολική Ευρώπη, Λατινική Αμερική), όσο και με την ίδια την εμπειρία της Ελλάδας στη διάρκεια του προηγούμενου άλματος, πενήντα χρόνια πριν: από αυτή την άποψη, το επίτευγμα της χώρας να πετύχει την ανάπτυξή της με σχετικά μικρό κοινωνικό κόστος (π.χ. αποφεύγοντας τις τεράστιες «παραγκουπόλεις» των χωρών του Τρίτου Κόσμου και διατηρώντας σε θαυμαστά υψηλό επίπεδο την κοινωνική της συνοχή) θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και κριτήριο σύγκρισης με την τωρινή προσπάθεια. Ενας τέτοιος προβληματισμός θα μας βοηθούσε να αποφύγουμε στο μέλλον νέα οδυνηρά «παράδοξα».


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών «Αλέξανδρος Ωνάσης» του New York University.