Χθες, 13 Ιουλίου, συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τον θάνατο του κλασικού φιλολόγου Δημήτρη Μαρωνίτη (1929-2016), του μεταφραστή των ομηρικών επών, του δοκιμιογράφου, του μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συνεργάτη του «Βήματος» για περισσότερο από τη μισή ζωή του.
Τον σκεφτόμουνα την περασμένη εβδομάδα γράφοντας για το βιβλίο Μια Οδύσσεια. Ένας πατέρας, ένας γιος, ένα έπος (μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Πατάκης, 2018) του Ντάνιελ Μέντελσον. Η ανάγνωση της Οδύσσειας από τον Μέντελσον, με ακροατή στην τάξη τον πατέρα του, μου θύμισε τα λόγια του Μαρωνίτη, στην τελευταία του συνέντευξη στον Χρήστο Αγγελάκο στη Lifo: «Είχα όμως αυτή την εικόνα η οποία μου μένει αξέχαστη: τον πατέρα μου στο αμφιθέατρο, εγώ να δίνω εξετάσεις ως υφηγητής, και να ‘ρχεται να κάθεται κάπου στη μέση, απόμερα, κι απ’ τη συγκίνησή του νομίζω ότι έφευγε όλο το αίμα, γινόταν κίτρινο το πρόσωπό του. Πρέπει να μ’ αγαπούσε». Η ίδια αναζήτηση του προσώπου του πατέρα, η ίδια ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα από τον αμίλητο και απόμακρο πατέρα. Αλλά αυτή είναι μια κοινή ανθρώπινη ανάγκη.
Tο ουσιαστικό κοινό στοιχείο των κλασικών φιλολόγων Μέντελσον και Μαρωνίτη είναι η μεγάλη τους αυτοπεποίθηση στην αρχαιογνωσία τους και η ικανότητά τους να προσεγγίζουν την αρχαία γραμματεία σοβαρά και φιλολογικά αλλά νεότροπα και με ενδιαφέροντα τρόπο, και να μεταδίδουν, να επιβάλλουν με τρόπο φυσικό στους ακροατές τους, αυτήν την επιθυμία της αρχαιογνωσίας ως τρόπο ζωής. Οι κλασικοί δεν είναι στεγνή παιδεία, δεν είναι βιοπορισμός, δεν είναι καριέρα, είναι τρόπος σκέψης και ζωής, τότε και τώρα. Αυτό λένε οι δυο κλασικοί φιλόλογοι με τα κείμενά τους.
Δεδομένου ότι ως χώρα αυτό «πουλάμε», την προνομιακή μας σχέση με την αρχαιότητα και την αρχαιοελληνική γραμματεία, είναι πολύ σημαντικό η αρχαιογνωσία μας να έχει βάθος, συνέχεια, να είναι ενεργή και ζωντανή. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο Μαρωνίτης προέτρεπε με πάθος να κατεβάσουμε τους αρχαίους από το εικονοστάσι. Αυτό ήταν, για εκείνον, το κλειδί της αρχαιογνωσίας. Σε κάποια συνέντευξή μας στο «Βήμα» το 2011, έλεγε: «Για λόγους οι οποίοι έχουν το ερμήνευμά τους, και το πολιτικό και το πολιτισμικό και το ιδεολογικό, τα κείμενα αυτά εξακολουθούν να είναι τοποθετημένα σε ένα εικονοστάσι και προσφέρονται για το προσκύνημά μας. Και όμως είναι κείμενα τόσο ζωντανά, σπαρταριστά ακόμη και σήμερα, επομένως δεν χρειάζονται μυθοποίηση αλλά απομυθοποίηση για να τα πλησιάσουμε. Αν τελικά καταφέρουμε να ακούμε και να απολαμβάνουμε τον Ομηρο όπως απολαμβάνουμε μια τραγωδία του Σαίξπηρ, τότε είμαστε στον σωστό δρόμο».
Ο ίδιος κατάφερνε να γεμίζει θέατρα διαβάζοντας τα έπη. Δεν μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο άλλος. Αναντίλεκτα, το επέβαλλε με την προσωπικότητά του. Όσα κι αν έχουν γραφτεί και θα γραφτούν για τον φιλόλογο και μεταφραστή Μαρωνίτη, όσες απόπειρες κι αν γίνουν να ξηλωθεί ο μύθος του —ένας μύθος που τον καλλιεργούσε και ο ίδιος στη διάρκεια της ζωής του—, δεν μπορείς να μην του αναγνωρίσεις αυτό: έκανε τα αρχαία κείμενα σχετικά, επίκαιρα, ενδιαφέροντα, ζωντανά, σπαρταριστά. Ήταν ένα ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο που δεν μπορούσε να μεταφερθεί στους χιλιάδες μαθητές που είχε στη διάρκεια της πανεπιστημιακής καριέρας του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Μαρωνίτης δεν άφησε «σχολή».
Ωστόσο, ανήκε ο ίδιος σε μια «σχολή», σε μια παράδοση. Στην προοδευτική Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η οποία προσπαθεί, ακόμη και στις δύσκολες συνθήκες των τελευταίων ετών, να συντηρήσει αυτήν την παράδοση προοδευτικής αρχαιογνωσίας, όπως δήλωναν προ μερικών εβδομάδων, με κείμενό τους στο «Βήμα», δύο καθηγητές του Τομέα Κλασικών Σπουδών και μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, ο κλασικός φιλόλογος Αντώνης Ρεγκάκος και ο λατινιστής Θεόδωρος Παπαγγελής, καθώς και ο πρύτανης του ΑΠΘ Περικλής Μήτκας.
Στο κείμενό τους με τίτλο «Αρχαιογνωστικές επιστήμες: Το αναξιοποίητο ελληνικό πλεονέκτημα» προτείνουν την ίδρυση ενός «Κέντρου ή Ινστιτούτου Αρχαιογνωστικών Επιστημών με ερευνητικές αλλά και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στις περιοχές της κλασικής φιλολογίας, της αρχαίας Ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας· με οργανωμένη ερευνητική βιβλιοθήκη, διεθνείς συνεργατικές δράσεις και συνεδριακά κέντρα», που θα μιλάει και αγγλικά και θα συνεργάζεται με μεγάλα ερευνητικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, όπως το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στο Ναύπλιο και η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Ζητούσαν «την έμπρακτη συμπαράσταση της Πολιτείας και, θέλει να ελπίζει κανείς, των ιδρυμάτων που δεν ξεχνούν τον πολιτισμό στον προϋπολογισμό τους». Ο νοών νοείτω.
Έχω την εντύπωση ότι η ίδρυση ενός τέτοιου Κέντρου θα ενίσχυε πολύ την αρχαιογνωστική μας αυτοπεποίθηση —και εντέλει την αρχαιογνωσία μας. Και νομίζω ότι ο θρυλικός Μίμης —τον οποίο δεν ξεχνά το Υπουργείο Παιδείας, όπως φάνηκε και από τα θέματα των εφετινών πανελλαδικών εξετάσεων— θα χαιρόταν με μια τέτοια εξέλιξη. Ίσως να είχε και ο ίδιος συμμετάσχει σε κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση κάποτε, και ίσως τώρα θα έπρεπε να εξετάσει σοβαρά την πρόταση του ΑΠΘ ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο οποίος υπογραμμίζει εσχάτως με κάθε ευκαιρία το ενδιαφέρον του για την παιδεία και τον πολιτισμό.