Ηταν περασμένα μεσάνυχτα όταν χτύπησε το κινητό μου. Ηταν η Μέρσι που μου αποκάλυψε ότι βρισκόταν στη Σίλικον Βάλεϊ, στα κεντρικά του Facebook όπου την είχε καλέσει ο Μαρκ προκειμένου να τον βοηθήσει σε ένα πείραμά του που είχε πάρει μιαν αναπάντεχα άσχημη τροπή. «Κατ’ αρχάς ηρέμησε και πες μουπερί τίνος ακριβώς πρόκειται. Btw ο Μαρκ είναι καλά; Εμαθα ότι επέστρεψε στην αγκαλιά της Εκκλησίας και δεν είναι πλέον άθεος» της είπα. «Βέβαια. Γιατί είναι φοβισμένος» μου είπε η Μέρσι. «Και τι είναι αυτό που τον τρόμαξε τόσο πολύ που σκέφτεται να επισκεφθεί το Αγιον Ορος;» θέλησα να μάθω. «Λοιπόν, αυτό το ζαβό και οι σύμβουλοί του έφτιαξαν δύο ρομπότ και σε χρόνο dt αυτά τα ζαβά άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους σε μιαν ακατάληπτη γλώσσα, που, όπως μου είπε ο Μαρκ, μόνο εγώ θα μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω» μου αποκάλυψε. «Και τι έλεγαν τα ρομπότ;» τη ρώτησα με αγωνία. «Ρωτούσε το ένα το άλλο αν την Κυριακή θα είναι ανοιχτά τα μαγαζιά στην Ερμού, γιατί, όπως γνωρίζεις, τα ρομπότ ψωνίζουν μόνο τις Κυριακές» είπε η Μέρσι. «Και τι ήθελε ο Μαρκ από εσένα;» αναρωτήθηκα. «Να τα βραχυκυκλώσω για να σταματήσουν και να γλιτώσει» μου εξήγησε η φίλη μου.«Και με ποιον κωδικό μπήκες στο σύστημά τους προκειμένου να επιτελέσεις αυτό το θεάρεστο έργο;» τη ρώτησα. «Α, ήταν εύκολο: πληκτρολόγησα rubicon2017».

Η Παιδεία παίζει…

Η Μέρσι ήταν τυλιγμένη με μια ελληνική σημαία και την ανέμιζε εμπρός στον παλιό ολόσωμο καθρέφτη της. «Πού τη βρήκες τη σημαία, Μέρσι μου;» τη ρώτησα. Μου εξήγησε ότι την κέρδισε σε μια κλήρωση. «Και γιατί την ανεμίζεις;» θέλησα να μάθω. «Ηταν προαπαιτούμενο στο συμβόλαιο» μου είπε. «Και με ποιον το υπέγραψες αυτό το συμβόλαιο;» αναρωτήθηκα. «Με την Αννα Διαμαντοπούλου στον κήπο της» μου απάντησε. «Με ποιους όρους;». «Με έναν και μοναδικό: όσο τη φοράω να την ανεμίζω» μου είπε. «Μα, της εξήγησες ότι στο Αρσάκειο δεν ήσουν ποτέ σημαιοφόρος;» της θύμισα. «Σου δίνω τον λόγο μου ότι προσπάθησα αλλά δεν κατάφερα να την πείσω» μου απάντησε. Είπα στη φίλη μου να σοβαρευτεί, γιατί η Παιδεία δεν είναι γήπεδο για να παίζουν τα παιδία. «Σίβυλλα, μη μου μιλάς σοβαρά, γιατί θα ανάψω τσιγάρο» με απείλησε.

Ανήσυχα βράδια

Η Μέρσι καθόταν στο μπαλκόνι της και δακρυσμένη άκουγε έναν δίσκο της Αρλέτας, την οποία και οι δύο αγαπούσαμε με πάθος για την ευαίσθητη φωνή της, τα υπέροχα τραγούδια της και τη δημόσια παρουσία της που ποτέ δεν ευτέλισε μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου. «Ολα τα ωραία φεύγουν, Σίβυλλα» μου είπε «κι αυτά που μένουν είναι το ζοφερό παρόν, η κρίση, η ευρωζώνη ζωστήρ, η απελπισία, η εσωτερική υποτίμηση, το εξωτερικό χρέος, οι αριστερές παρενθέσεις, οι δεξιές αγκύλες και η κεντρώα άβυσσος» μου είπε η φίλη μου. «Τουλάχιστον τώρα τα βράδια της θα είναι ήσυχα» της είπα για να την παρηγορήσω. Το μελτέμι είχε απαλύνει λίγο τον καύσωνα και τα λουλούδια στη βεράντα της φίλης μου μας μετέφεραν λίγη από την πολύτιμη δροσιά τους. «Θα τα καταφέρουμε, Σύβιλλα, θα την ξεπεράσουμε και αυτή την κρίση» είπε η Μέρσι και σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. Για μια στιγμή είχα την ψευδαίσθηση ότι η Αρλέτα μάς χαμογελούσε πίσω από το κίτρινο φεγγάρι.

Επικίνδυνες αποστολές

Οι μακριές βλεφαρίδες της Μέρσι ήταν καψαλισμένες, ενώ στο πρόσωπό της αντί για το makeup Shiseido που είναι το αγαπημένο της είχε μουντζούρες. «Τι έπαθες, φίλη μου;» τη ρώτησα με αγωνία. «Ασε με, αγάπη μου, πετούσα δύο ώρες με τον Αλέξη πάνω από τα καμένα, στα βόρεια της Αττικής. Φτιάξε μου ένα τζιν τόνικ να συνέλθω, γιατί δεν αντέχω άλλο από αυτή την καταστροφή που αντίκρισαν τα μάτια μου» μου είπε. Της έφτιαξα ένα δυνατό ποτό και καθίσαμε στη βεράντα. Ο βοριάς έφερνε προς το μέρος μας τη μυρωδιά του καμένου ξύλου και μικρά μόρια στάχτης. «Ο Αλέξης τι σου είπε;» τη ρώτησα. «Μου παραπονέθηκε ότι δεν είναι ζωή αυτή που ζει, να αφήνει τις διακοπές του και να τρέχει με τα ελικόπτερα πάνω από την καμένη γη, και ότι είναι κι αυτός άνθρωπος είναι και έχει δικαίωμα να χαλαρώσει για λίγο τον Δεκαπενταύγουστο» μου απάντησε. «Κι εσύ τι του είπες;» αναρωτήθηκα. «Του θύμισα ότι υπάρχουν και χειρότερα και ότι η Χαρούλα Αλεξίου άναβε κεριά στην Παναγία στο Instagram προκειμένου να σβήσουν οι φωτιές» μου είπε η φίλη μου και με παρακάλεσε να της φτιάξω ακόμα ένα ποτό.

Κεριά και Ριάνα

Είχα ανησυχήσει γιατί έπαιρνα τηλέφωνο την Aέλια και δεν μπορούσα να τη βρω. Οπως ήταν φυσικό, ρώτησα τη Μέρσι αν ήξερε κάτι για την κοινή μας φίλη. «Ασ’ τα, περνάει μεγάλο ντουβρουτζά. Δεν της έφτανε το δικό της διαζύγιο, την προσκάλεσε και ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς στο υπερμοντέρνο πυρηνικό καταφύγιό του και άρχισε να της κλαίγεται για τον δικό του χωρισμό» μου είπε. «Ο Αμπράμοβιτς έχει καταφύγιο;» τη ρώτησα. «Μα πού ζεις; Ολοι οι δισεκατομμυριούχοι φίλοι μας έχουν τέτοια καταφύγια» μου απάντησε ανυπόμονα η φίλη μου. «Γιατί;» αναρωτήθηκα. «Προετοιμάζονται για το τέλος του κόσμου και για όσο διαρκέσει δεν θέλουν οι άνθρωποι να χάσουν τη βολή τους» μου εξήγησε. «Και τι περιέχουν αυτά τα καταφύγια;» θέλησα να μάθω. «Α, βασικά είδη ανάγκης, όπως ιχθυοτροφεία σολομού, φάρμες βιολογικών λαχανικών, «πράσινα» εργοστάσια κατασκευής «πράσινων» καλλυντικών, shopping malls, αίθουσα Pilates και κέρινα ομοιώματα διασημοτήτων» μου είπε η Μέρσι που είναι πάντα πολύ καλά πληροφορημένη. «Και ποιες κέρινες διασημότητες είδε η Αέλια στο καταφύγιο του Ρόμαν;» τη ρώτησα. «Τη Ριάνα και την Κατερίνα Στανίση».

***

– Μέρσι μου, αυτό που ζούμε δεν είναι ζωή!
– Και τι είναι δηλαδή;
– Ταινία του Αρονόφσκι.
– Καλέ, τι Αρονόφσκι. Αυτό είναι ταινία της Ραχήλ Τσαγκάρη

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ