Ο Ουμπέρτο Έκο δεν μιλούσε κυριολεκτικά όταν έγραφε ότι «τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις». Για την ακρίβεια, δεν υπονοούσε καν ότι την περίοδο των διακοπών η Iστορία έκανε στάση εργασίας. Εννοούσε την καλοκαιρινή επιβράδυνση της ροής της ενημέρωσης που επηρέαζε αρνητικά την ποιότητά της. Αν υποθέσουμε ωστόσο ότι όντως για πολλούς από εμάς στη Δύση οι διακοπές αποτελούσαν δίκαιο αίτημα αποστασιοποίησης από την πραγματικότητα, σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δεν επρόκειτο για τη φυσική κατάσταση πραγμάτων αλλά για αγαθό, κατάκτηση και, ενδεχομένως, ιστορικό διάλειμμα.

Ως και τη σύγχρονη εποχή άλλωστε ο Αύγουστος ήταν κατεξοχή ύποπτος μήνας. Στους προνεωτερικούς αιώνες το θέρος ήταν η καταλληλότερη χρονική στιγμή για πόλεμο, πριν από την έλευση των βροχών και την επέλαση του χειμώνα. Επί Γαλλικής Επανάστασης η πτώση της Βαστίλλης έγινε κατά τι νωρίτερα, αλλά το 1794 η εκκαθάριση των οπαδών του Ροβεσπιέρου μετά την 9η Θερμιδώρ, σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο) συνέπεσε με τα καύματα του Αυγούστου. Και τον Αύγουστο του 1914 οι ευρωπαϊκές δυνάμεις βάδισαν πρόθυμες στο πεδίο της μάχης καταλύοντας διά του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα ολόκληρο κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα.

Η εποχή που τον Αύγουστο δεν υπήρχαν ειδήσεις θα μπορούσε να ταυτιστεί χονδρικά με αυτό που ο Τόνι Τζαντ όριζε ως «postwar» στο Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (Αλεξάνδρεια, 2012) – την πεντηκονταετία της ευημερούσας ομαλότητας, οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής σταθερότητας που διαδέχθηκε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η αίσθηση είναι μάλλον ψυχολογική παρά χρονική. Ο Αύγουστος της ραθυμίας ισοδυναμούσε με τη διάχυτη βεβαιότητα ότι κανείς μπορούσε να αναχωρήσει για τα μπάνια του λαού χωρίς να ανησυχεί όχι για πολέμους, χρεοκοπίες ή καταρρεύσεις, αλλά ούτε καν για μικρής εμβέλειας εκπλήξεις από την εθνική του κυβέρνηση, σύμφωνα με το νόημα της γλαφυρής αποστροφής του Ανδρέα Παπανδρέου.   

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτείνει ότι η αόρατη απειλή του Ψυχρού Πολέμου αιωρούνταν πάνω από όλους, η αλήθεια είναι όμως πώς ο φόβος της πυρηνικής εκπύρωσης γνώριζε στο συλλογικό φαντασιακό σύντομες εντάσεις δικαιολογημένου πανικού (Βερολίνο, Κούβα, κατάρριψη κορεατικού Jumbo) οι οποίες ακολουθούνταν από χρόνιες υφέσεις επιφανειακής ηρεμίας. Η Μέση Ανατολή συχνά αναφλεγόταν τους θερμούς μήνες του έτους, ωστόσο η αραβοϊσραηλινή διένεξη μετρούσε ήδη τόσα επεισόδια ώστε να αποτελεί περίπου μέρος του τοπίου της καθημερινότητας. Απαράβατος κανόνας φυσικά δεν υπήρχε (απόδειξη, και μάλιστα στα καθ’ ημάς, τα Ιουλιανά του 1965 ή το χουντικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974), αλλά για όλες τις βασικές χρήσεις τα καλοκαίρια της μεταπολεμικής περιόδου εγγυώνταν ότι θα μείνουν ειδησεογραφικά στη μνήμη για ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις, ρεκόρ στίβου και λοιπά αθλητικά γεγονότα χωρίς άμεσο, δραματικό αντίκτυπο στην προσωπική ζωή του καθενός.

Ή τουλάχιστον έτσι μοιάζουν τα παρελθόντα θέρη από την οπτική γωνία της σημερινής κατά Ούλριχ Μπεκ «κοινωνίας του ρίσκου», όπου ο εκάστοτε Αύγουστος καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε αγοραίες κρίσεις, τις πρόσφατες σφαγές στην Αίγυπτο ή το γύρο του θριάμβου των χημικών όπλων στη Συρία. Και χάρη στην ηλεκτρονική αφθονία smartphones, tablet και ασύρματων δικτύων ζει κανείς πια με την αβεβαιότητα των ειδήσεών του 365 μέρες το χρόνο.