Κάποτε, προτού περιοριστεί στις φιγούρες μεταξύ κυβερνητικών εταίρων, ο χορός ήταν μια μείζων ανθρώπινη δραστηριότητα. Λειτουργούσε ως φαινόμενο μαζικής ψυχαγωγίας,  είδος συλλογικής συναναστροφής, έμβλημα συμβολικής ταύτισης ομάδων, βαλβίδα αποσυμπίεσης κοινωνικών πιέσεων, μέσο γνωριμίας ανδρών και γυναικών. Από το μεσαιωνικό γαϊτανάκι ως τις καντρίλιες και το βαλς αμέτρητοι ήταν όσοι κέρδισαν συζύγους και συμβίες με κάποια παραλλαγή της ερώτησης «χορεύετε;». Οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν παρόμοιες δάφνες θα ήταν πιθανότατα οι πρωταγωνιστές των Footloose και Dirty Dancing ή, έστω, ο τυφλός Αλ Πατσίνο στο Αρωμα Γυναίκας – αν και ο ήρωάς του ήταν ήδη απολίθωμα αλλοτινών καιρών. Η παρακμή του musical και η υποχώρηση του χορού μάλλον βαδίζουν χέρι χέρι – άλλωστε το λίκνισμα στα στενά όρια των μπαρ αποτελεί μάλλον μηχανική διαδικασία και το clubbing βρίσκονται πολύ μακριά από τις έσχατες δόξες των ’90s. Αψευδής μάρτυρας της απομάκρυνσης από το παρελθόν τα πλήθη ζευγαριών που προσφεύγουν σε μαθήματα χορού στα πεταχτά προκειμένου να κάνουν εκείνα τα de rigeur βήματα μπροστά από τη γαμήλια τούρτα.

Αυτό το ξεχασμένο αίσθημα της συμπόρευσης των ντυμένων σωμάτων σε απόσταση αναπνοής συνοδεύει διαρκώς τους χαρακτήρες του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά στο Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. (εκδ. Πόλις), άλλοτε διακριτικά και άλλοτε στο προσκήνιο. Άλλοτε οι ήρωες χαζεύουν τον «τρελό χορό των χελιδονιών» (σ. 218), άλλοτε επιδίδονται σε αυτόν: «τότε είχε αισθανθεί το σώμα της να δονείται κι έπειτα να χαλαρώνει, την ελαφρώς πιο δυνατή, μόλις διακριτή εκείνη πίεση» (σ. 232). Με το τάνγκο του Κάρλος Γκαρντέλ κοινωνικοποιείται ο πρωταγωνιστής Γιόζεφ Κάπλαν, σε αυτό χρωστά τις νεανικές του κατακτήσεις, δι’ αυτού προσεγγίζει τον έρωτα της ζωής του, αυτό χορεύει στο γάμο του καλύτερού του φίλου, αυτό μνημονεύει ότι του λείπει μόνο στο ακροτελεύτιο σημείωμα της επετείου των εκατό του χρόνων. Στο επίπεδο της κυριολεξίας ο χορός των προσώπων του βιβλίου δεν είναι μια απλή κοινωνική δεξιότητα, ταυτίζεται με την ερωτική συμπόρευση (ή, έστω, το υγιές πάθος της στιγμής). Στο επίπεδο της μεταφοράς θυμίζει τα βήματα των άλλων ζευγαριών του κειμένου, εκείνων που κυκλώνονται, ανταμώνουν και χωρίζουν σε κινήσεις υπαγορευμένες από τη συγκυρία και την ιδιοσυγκρασία τους.

 Το τάνγκο της ζωής εναλλάσσεται με το ευρύτερο τάνγκο του επαναστατικού οράματος του 20ού αιώνα – κι εκεί δεν υπάρχουν πια πρόθυμοι χορευτές, αλλά απογοητευμένοι οδοιπόροι όπως ο φίλος του Γιόζεφ, Πάβελ, ή ο Ερνέστο Γκεβάρα. Ο «Γκ.» του τίτλου μένει θεατής, όχι γιατί κατά τον Νόρμαν Μέιλερ οι σκληροί δεν χορεύουν, αλλά γιατί ο Κουβανός έχει ήδη παρτενέρ (τον Φιντέλ Κάστρο, τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ) οι οποίοι νομοτελειακά τον οδηγούν σε άλλους παραλλήλους. Αντί μιας αίθουσας χορού με την κόρη του πρωταγωνιστή, Έλενα, η τελευταία παράστασή του θα δοθεί στα βουνά της Βολιβίας. Το ατομικό υποτάσσεται στο συλλογικό, η επιθυμία στην ανάγκη, το προσωπικό συναίσθημα στην άτεγκτη λογική του καθεστώτος, ωστόσο ο Γκενασιά παραμένει αισιόδοξος: σαν άλλος κύκλιος χορός γύρω από τους βωμούς των ιδανικών, ο 20ός αιώνας έκλεισε τουλάχιστον. Για τον 21ο, ο Γιόζεφ Κάπλαν έχει παραδώσει τη ντάμα της Ιστορίας στον επόμενο καβαλιέρο.