«Χρειάζεται η Ευρώπη ένα Ιστορικό Μουσείο», ιδιαίτερα όταν πρόκειται να κοστίσει 52 εκατ. ευρώ; Το ερώτημα του BBC τον περασμένο Φεβρουάριο μπορεί να χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό εξελίξεων του Μαρτίου, δεν παύει όμως να διατηρεί την επικαιρότητά του, κυρίως γιατί υποδεικνύει ότι το ερωτηματικό έχει καταστεί πλέον κατεξοχήν σημείο στίξης για οτιδήποτε αφορά τη γηραιά ήπειρο. Μιμούμενος τον γάλλο φιλόσοφο Ερνέστ Ρενάν, ο οποίος είχε ορίσει το έθνος ως «καθημερινό δημοψήφισμα», σήμερα θα δικαιούνταν κάποιος να ορίσει την Ευρώπη ως «καθημερινή διαμφισβήτηση».  

Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η «Ευρώπη» μόνο στη φαντασία ενός φεντεραλιστικού αφηγήματος ακολούθησε μια γραμμική εξέλιξη προς την ολοκλήρωση της ΕΕ – στην πραγματικότητα ταλαντευόταν πάντοτε ως έννοια μεταξύ κοινής πολιτισμικής εμπειρίας και διακριτής πολιτικής υπόστασης. Τις σύγχρονες εντάσεις αυτού του πεδίου θυμίζει ο ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο στο Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945 (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013), ερμηνεύοντας την ένοπλη τριακονταετία του 20ού αιώνα ως εσωτερική ευρωπαϊκή σύρραξη. Για να το κάνει εξετάζει εξονυχιστικά την ανατομία της: την ιδεολογική πόλωση, την υποχώρηση του πολιτικού φιλελευθερισμού, τη διάχυση της κοινωνικής ανομίας, τη διασπορά της βίας, την αποδοχή της ως θεμιτής μεθόδου επίλυσης διαφορών, τον πόλεμο κατά των αμάχων, τις πρακτικές καταδίκης του εχθρού.

Ο Τραβέρσο βλέπει την περίοδο ως διάστημα όπου τα αυτονόητα αίρονται: ο άμαχος πληθυσμός εξισώνεται με τον στρατιώτη του μετώπου, ο παρτιζάνος διαχωρίζεται από τον νόμιμο εμπόλεμο, ο φόβος του βίαιου θανάτου εγκαθίσταται στο συλλογικό φαντασιακό,  οι διανοούμενοι στρατεύονται στο πλευρό «μαχόμενων μουσών». Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου επισημαίνει εφήμερες δοκιμές διαλόγου ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά: η «γραμμή Σλάγκετερ» του Καρλ Ράντεκ, σημαίνοντος ακόμη στελέχους της Ρωσικής Επανάστασης και μελλοντικού θύματος των σταλινικών εκκαθαρίσεων, απεσταλμένου της Κομιντέρν στο Βερολίνο το 1923, ήταν η επίκληση ενός ακροδεξιού «μάρτυρα» κατά της συνθήκης των Βερσαλιών, παίζοντας το χαρτί του έθνους με στόχο την προσέλκυση της μικροαστικής τάξης στη «σοσιαλιστική απελευθέρωση της Γερμανίας» (σ. 302-303). Η στιγμιαία προσέγγιση γερμανών κομμουνιστών και ναζί (κομματικές επαφές, ορισμένες κοινές συγκεντρώσεις, μια μπροσούρα) στο ίδιο πνεύμα την ίδια περίοδο δείχνει αφενός τη δυνητική σύγκλιση ριζοσπαστών και αντιδραστικών στην κοινή διάσταση μιας επαναστατικής ρητορικής, αφετέρου το πρακτικά ανέφικτο της συνύπαρξής τους (σ. 303).

Όπως υπογραμμίζει ο ιταλός ιστορικός, «τα άκρα δεν συναντιούνται, αλλά η αντίθεσή τους μπορεί να ξεκινάει από την ίδια διαπίστωση: την κρίση της Ευρώπης, την οριστική κατάρρευση μιας πολιτικής τάξης πραγμάτων και την ανάγκη να βρεθεί μια ριζοσπαστική λύση για το μέλλον» (σ. 308). Η λύση, ωστόσο, δεν ήρθε τελικά από τα άκρα, αλλά από τη μεταπολεμική κοινωνική συναίνεση που ακολούθησε τον ευρωπαϊκό εμφύλιο. Η επίκληση ενός ρηξιγενούς μέλλοντος, αντιδραστικού ή ριζοσπαστικού, φαντάζει και σήμερα γοητευτική σε πολλούς από όσους βιώνουν τα αποτελέσματα των ρωγμών στις σύγχρονες ευρωπαϊκές προσχώσεις: εν όψει τεκτονικών μεταβολών τα νερωμένα ρητορικά υποκατάστατα της μεταπολεμικής συναίνεσης παύουν να αρκούν· και όταν η ένδεια των πολιτικών ιδεών αποδεικνύεται κοινή, επικρατούν οι άναρθρες κραυγές. Από αυτή την άποψη η Ευρώπη όντως χρειάζεται ένα Ιστορικό Μουσείο, πραγματικό ή συμβολικό, προκειμένου να ξεφύγει από την ενδεχομενικότητα του ερωτηματικού. Γιατί, αν η ιστορία αποτελεί αναμφισβήτητα την «πρώτη ύλη για τη δημόσια χρήση του παρελθόντος», όπως γράφει ο Τραβέρσο, συνιστά ταυτόχρονα και το έναυσμα για έναν δραματικά αναγκαίο αναστοχασμό του παρόντος.