Τι καθιστά τόσο δημοφιλές το αστυνομικό μυθιστόρημα σήμερα; Μία άποψη προβάλλει την εγκατάλειψη της έμφασης στην πλοκή που διείπε τα αρχετυπικά μυστήρια των κάθε λογής Σέρλοκ Χολμς / Ηρακλή Πουαρώ χάριν της εντατικής case study χαρακτήρων στο πρότυπο του ταλαντούχου κύριου Ρίπλεϊ. Μία άλλη την προϊούσα εμβάθυνσή του στα κοινωνικά συμφραζόμενα Μία τρίτη επικαλείται ψυχολογικούς λόγους και (τί άλλο;) την κρίση. Ασύμμετρες ηλικιακά και στυλιστικά, οι σύγχρονες γενιές εθνικών αστυνομικογράφων (Τζέιμς Έλροϊ, Φίλιπ Κερ, Ίαν Ράνκιν, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Τζο Νέσμπο, Αντρέα Καμιλέρι, Πέτρος Μάρκαρης, πλήθος άλλοι) συμπίπτουν οπωσδήποτε σε μια διάθεση αναπροσδιορισμού του πεδίου, σε μια υπόγεια συγγένεια ανάγκης αναψηλάφησης του παρελθόντος ή του παρόντος προκειμένου πράγματα να ανατραπούν, καταστάσεις να επαναπροσδιοριστούν, μύθοι να υπονομευθούν – και να ειπωθούν ιστορίες που παλιότερα κανείς δεν θα επέλεγε να διηγηθεί μέσω αυτής της φόρμας. Όπως εκείνες του Μωρίς Ατιά, φερ’ ειπείν.  

Ένας σχολαστικός αναγνώστης εκπαιδευμένος στην αναβαθμισμένη εγκληματική φιλολογία των ανωτέρω θα μήνυε το δίχως άλλο τον Ατιά γιατί στην τριλογία Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία, Παρίσι Μπλουζ (Πόλις 2008 / 2009 / 2010) ξεκινά υποσχόμενος ένα είδος ρεαλιστικής ματιάς στην ταραχώδη γαλλική εικοσαετία μεταξύ του πολέμου της Αλγερίας και του θανάτου του Ντε Γκωλ και καταλήγει σε  μελόδραμα που θα ζήλευε ως και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ. Περνώντας από τον πρώτο στον δεύτερο τόμο μητέρες εμφανίζονται από το πουθενά, μοιραίες γυναίκες επιπίπτουν κατά δικαίων και αδίκων, ατυχήσαντες αντιήρωες μπαινοβγαίνουν σε κώμα, άβολες εγκυμοσύνες προκύπτουν, βολικοί θάνατοι επέρχονται, αναγνωρίσεις προσώπων σε συνθήκες ταραχών αντιμετωπίζονται ως ζήτημα ρουτίνας, αναζητήσεις παντελώς αγνώστων ολοκληρώνονται σε διάστημα το πολύ 10 σελίδων. Η σαπουνόπερα γνέφει ενθαρρυντικά στο αστυνομικό μυθιστόρημα και το κάνει να χάνει τα μυαλά του από την προσδοκία.

Αν και δεν είναι αριστοτέχνης επιπέδου Ζορζ Σιμενόν, ο Ατιά κερδίζει το παιχνίδι της ανάγνωσης για δύο λόγους. Πρώτον, δεν φοβάται να σκοτώσει τους ήρωές του, στάση επαινέσιμη σε ένα περιβάλλον όπου όλο και συχνότερα ορισμένοι μοιάζουν να κάνουν οικονομία σε πλοκή, σκηνές, πράξεις και κίνητρα για να παρουσιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερες φορές τον ίδιο ακριβώς θίασο σε πολλαπλές προθήκες. Δεύτερον, η τριλογία του γάλλου pied-noir ψυχαναλυτή ανήκει στην κατηγορία εκείνη των βιβλίων που οι χαρακτήρες και η πλοκή τους λειτουργούν προσχηματικά, αφήνοντας να μιλήσουν περισσότερο τα γεγονότα και οι χώροι. Μέσα από την αλγερινή εξέγερση, τον Μάη του ’68, τη δεξιά των παρακρατικών και την αριστερά των πανεπιστημίων, σκιαγραφεί το κλίμα δυσανεξίας που επικρατούσε σε διάφορα στρώματα της γαλλικής κοινωνίας στη διάρκεια της θεωρούμενης ως «χρυσής τριακονταετίας» της χώρας.

Ξεκινώντας από το Μπαμπ-ελ-Ουέμπ του Αλγερίου για να τελειώσει κάπου στις Les Halles του Παρισιού, ο Ατιά επιτυγχάνει όπου αναπαριστά τόπους και εποχές, όπου συνδέει συγκεκριμένους χαρακτήρες με δεδομένα κείμενα, μουσικές, ταινίες. Η λευκότητα του Αλγερίου, η ζέστη του ελληνικού καλοκαιριού σε ένα σύντομο πέρασμα από την Πελοπόννησο, οι οσμές των μυρωδικών της κέμια, βορειοαφρικανικού αντίστοιχου των μεζέδων, είναι το πραγματικό θέμα του συγγραφέα. Αν κάτι τον αθωώνει από την κατηγορία της εθελοδουλείας στα στερεότυπα, είναι ότι επικαλείται τη νοσταλγία της δικής του γενιάς για τις προσωπικές της αποτυπώσεις του παρελθόντος, καθιστώντας τις κτήμα όλων.