Ως επάνοδος δεν θα είναι το comeback του αιώνα, θα είναι όμως η επιβίωση ενός μέχρι χθες απολύτως ξεγραμμένου: οι επερχόμενες εκλογές της 24ης Φεβρουαρίου θα επαναφέρουν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο κοινοβούλιο με διόλου ευκαταφρόνητα ποσοστά. Η επίμονη γοητεία που ασκεί στην ιταλική κοινωνία ο «καβαλιέρε» ακόμη και τώρα, μετά τα σκάνδαλα, τις δίκες, τις καταδίκες, τα «μπούνγκα μπούνγκα», την παρολίγον καταστροφική διαχείριση της κρίσης χρέους και την παραίτηση του 2011 δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκυριακά φαινόμενα.

Στον Διωγμό του Αλεσάντρο Πιπέρνο (Πατάκης, 2012) σκιαγραφείται το περιβάλλον μέσα στο οποίο άνθισε αυτή η μεταπολιτική φιγούρα, η Ιταλία προ της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια», η Ιταλία της αφθονίας, του καταναλωτισμού, του άδολου lifestyle, των πεντακομματικών κυβερνήσεων, των ανερχόμενων σοσιαλιστών του Μπετίνο Κράξι. Το πολιτικό στοιχείο βρίσκεται προσεκτικά τοποθετημένο σε ράφια στο background προκειμένου να σχολιάσει υπαινικτικά επιλεγμένες στιγμές της αφήγησης. Για την οικονομία του κειμένου έχει σημασία το γεγονός της πολιτικής ταυτότητας του πρωταγωνιστή: κόντρα στις αριστοκρατικές οικογενειακές του καταβολές, σε ευθεία στοίχιση προς τις νεανικές του αναζητήσεις, συναφής με το ιδεολογικό comme-il-faut της εποχής, ο διθενούς φήμης γιατρός Λέο Ποντεκόρβο πρόσκειται στους σοσιαλιστές. Στο πλαίσιο του ψυχολογικού παιχνιδιού του συγγραφέα, η τοποθέτησή του στον πολιτικό άξονα λειτουργεί ως πρόσθετη παγίδα για τον ήρωα.

Το κείμενο του Πιπέρνο διατρέχουν αντηχήσεις από τον Βωμό της ματαιοδοξίας του Τομ Γουλφ. Η αληθινή φύση του υποδειγματικού alpha male θα αποκαλυφθεί από ένα τυχαίο γεγονός, μια αβλεψία της στιγμής. Για τον κεντρικό χαρακτήρα του Γουλφ το προπατορικό αμάρτημα είναι η απληστία, συλλογικό βάρος της αμερικανικής ψυχής της δεκαετίας του ’80 που ο συγγραφέας επιχειρεί να διακωμωδήσει και να εξορκίσει. Για τον ήρωα του Πιπέρνο η παρεκτροπή είναι πιο σύνθετη: περισσότερο έχει να κάνει με διανοητικό πειρασμό που τιμωρείται με διολίσθηση σε χιονοστιβάδα παρεξηγήσεων. Όχι ότι δεν έχει πολιτικές ή κοινωνικές προεκτάσεις: ο Ποντεκόρβο είναι ακομπλεξάριστος οπαδός του Κράξι, ενδίδει στη σαγήνη του νεοπλουτισμού και, κυρίως, στραβοπατά στον θεμέλιο ιταλικό λίθο του θεσμού της οικογένειας. Και στις δύο περιπτώσεις, του Σέρμαν ΜακΚόι του Γουλφ και του Λέο Ποντεκόρβο του Πιπέρνο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ικανοποιούν την αδηφαγία τους σε βάρος των φαινομενικά ενόχων, η δικαιοσύνη παραμένει πεισματικά τυφλή (αν όχι καριερίστρια ολκής), η οικογενειακή αλληλεγγύη καταρρέει άνευ αγώνος, ο κοινωνικός περίγυρος καταδικάζει χωρίς πολλές περιστροφές.

Η Ιταλία του Πιπέρνο είναι έτοιμη να απονείμει έπαινο ή ψόγο, να επιβραβεύσει ή να αποκληρώσει, να καταδικάσει στο πυρ το εξώτερο ή να στεφανώσει με δάφνες με βάση τα επιφαινόμενα, με ελάχιστη σπατάλη φαιάς ουσίας, ενδίδοντας στη γοητεία του αυτονόητου. Αυτή η Ιταλία όπου η πολιτική προξενεί μεν ακόμη αναταράξεις αλλά μεταξύ τύρου και αχλαδιού, όπου αντί του «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων επικρατεί τελικά ένα διεφθαρμένο καθεστώς, αντανάκλαση σε επίσημο επίπεδο της σκιώδους οικονομίας της μαφίας, είναι έτοιμη για έναν πρωθυπουργό που θα απευθυνθεί στο θυμικό του πολίτη κατά σειρά ως πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας, καταφερτζής καναλάρχης, νεάζων μπερμπάντης. Γιατί από τη στιγμή που οι πολιτικοί θεσμοί αποβάλλουν το κύρος τους εκπίπτοντας σε αγοραπωλησίες αξιωμάτων επικρατεί αυτός που δεν διστάζει να υποκαταστήσει το διάλογο με την κοινωνία με κουβεντολόι για τα αγαπημένα στερεότυπα του μέσου όρου – σεξ, TV, ποδόσφαιρο. Υπάρχει λόγος το 30% των Ιταλών να μην ψηφίζει εσαεί Μπερλουσκόνι;