Ο Άντονι Βίντλερ, πρύτανης της αρχιτεκτονικής σχολής Cooper Union της Νέας Υόρκης, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, δήλωσε πως την νύχτα καταλαβαίνεις πόσο υποφέρει μια πόλη. Τον πιστεύω. Το βλέπω από το μπαλκόνι μου. Μετράω τα αναμμένα φώτα στις απέναντι πολυκατοικίες. Έξι, μαζί με το δικό μου επτά και το ρολόι δείχνει τρεις τα ξημερώματα. Να έχουν όλοι κάποια γιορτή και να διασκεδάζουν; Μακάρι αλλά αμφιβάλλω. Εξάλλου δεν ακούγεται μουσική.

Όχι, η πόλη πλέον δεν ζει την νύχτα. Την παλεύει κι ελπίζει να βρει τον Μορφέα στην παρουσιάστρια του τηλεπαιχνιδιού που αδυνατεί να λύσει τον σκανδαλωδώς εύκολο αναγραμματισμό. Ώρες-ώρες περιμένω να ακούσω κάποια εξοργισμένη φωνή από τα αναμμένα φώτα, «Καπέλο, μωρή ηλίθια, καπέλο! Πόσο δύσκολο πια;!». Δεν ακούγεται όμως τίποτα. Ίσως γιατί τα μάτια παρακολουθούν τηλεόραση αλλά το μυαλό έχει κλειστεί στο συρτάρι. Εκεί που βρίσκονται και οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι ξαγρυπνούν. Είναι μέσα σε φάκελο, αναγράφει το όνομά τους και κάμποσα ψηφία. Θα ήθελα να κάνω λάθος. Να ξενυχτούσαν για κάποιον χαμένο έρωτα. Αλλά πλέον ο χωρισμός με το πορτοφόλι είναι πιο στενάχωρος από ένα διαζύγιο. Κι ενώ για το δεύτερο χρειάζεσαι δικηγόρο, το πρώτο σε φέρνει ως το φαρμακείο της γειτονιάς.

Δεν υπερβάλλω. Και φυσικά δεν μοιράζουν χρήματα εκεί. Έχουν όμως κάτι πιο αποτελεσματικό. Ηρεμιστικά, αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά. Μπορεί να μην εξοφλείς τους λογαριασμούς σου με χάπια, αλλά εξαγοράζεις για λίγο την ηρεμία του μυαλού σου. Μου το επιβεβαιώνει η υπάλληλος του συνοικιακού φαρμακείου. «Ελλάς Ελλήνων Χαπακωμένων έχουμε γίνει». Ωραία ως ατάκα, άσχημη ως αλήθεια. Και πιο ανησυχητικά τα νούμερα. Αν το 2010 πουλήθηκαν 8,4 εκατομμύρια αντικαταθλιπτικά και 2 εκατομμύρια ηρεμιστικά, μπορείτε να φανταστείτε τι συμβαίνει σήμερα. Κι αν δεν μπορείτε, θα σας στείλω στο συνοικιακό φαρμακείο να δουλέψετε μια μέρα.

Η υπάλληλος υπολογίζει την αύξηση των πωλήσεων αυτών των φαρμάκων σε 30%. Ο κόσμος τα ζητά όπως κάποτε αγόραζαν προφυλακτικά ή τεστ εγκυμοσύνης. «Όχι για μένα, για έναν φίλο μου». Με δισταγμό ή ντροπή στο βλέμμα. Κι όταν δεν υπάρχει συνταγή γιατρού, με απελπισία. «Όσο και να θέλουμε να βοηθήσουμε, δεν υποκύπτουμε στις πιέσεις» μου λέει η υπάλληλος, καθώς μου δείχνει τις καρέκλες δίπλα από τα καλλυντικά. Παλιότερα είχαν μόνο μία για να κάθεται ο πελάτης ενώ παίρνουν την πίεση. Αναγκάστηκαν όμως να προσθέσουν δύο ακόμη. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω γιατί.

«Για παρηγοριά, κάθονται και λένε τον πόνο τους». Ο φαρμακοποιός έχει γίνει πια ψυχολόγος και εξομολόγος. Θα μπορούσε να είναι και ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου αλλά αυτόν τον ρόλο τον έχει ο σκύλος. Όχι για πολύ. Δεν θα αργήσει η μέρα που θα αδειάσει το σπιτάκι του σκύλου για να φιλοξενήσει τον γιατρό που θα γράφει συνταγές για ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά.

Εσείς; Έχετε σκύλο ή γιατρό;