Ένα φάσμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάσμα του χρέους. Σε μια μακρινή εποχή η υπαρξιακή αγωνία της εκμηδένισης των οικονομιών του καθενός υπερέβαινε ακόμη κι εκείνη των ανίατων ασθενειών ή του εγκλήματος, η συλλογική μνήμη όμως την είχε ξεχάσει, νανουρισμένη από τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Τώρα επανέρχεται από τις ρωγμές του κοινωνικού οικοδομήματος.


Χρέη, πτωχεύσεις, χρεοκοπίες και οι συνέπειές τους αποτελούν μείζονα φόβο του 19ου αιώνα. Τα μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς βρίθουν αναφορών σε χρεώστες και την πνιγηρή ατμόσφαιρα άγχους που τους περιβάλλει. Ο χαρακτήρας του κυρίου Μικόμπερ του Δαβίδ Κόπερφιλντ (Περιβολάκι-Ατραπός, 2006) είναι βασισμένος στον πατέρα του, ο οποίος το 1824 βρέθηκε στη φυλακή εξαιτίας ενός χρέους 40 λιρών και 10 σελινιών προς τον φούρναρη Τζέιμς Κερ. Εχοντας κάνει το Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες (Κέδρος, 2007) ο Φιλέας Φογκ του Ιουλίου Βερν πιστεύει εξαιτίας ενός λάθος υπολογισμού ότι έχει χάσει το στοίχημα με τα μέλη της Μεταρρυθμιστικής Λέσχης και είναι καταδικασμένος να περάσει το υπόλοιπο του βίου του στην ανέχεια.


Στη Νανά (Μεταίχμιο, 2005), το Χρήμα (Σύγχρονη Εποχή, 1991) και την Ταβέρνα (Ζαχαρόπουλος, 1993) του Εμίλ Ζολά τραπεζίτες, αστοί και εργάτες ζουν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της προλεταριοποίησης, αδυνατώντας να εξοφλήσουν τους πιστωτές τους. Ο θείος Γκιγιόμ της Ευγενίας Γκραντέ (Κάκτος, 2006) και ο βαρόνος Υλό στην Εξαδέλφη Μπέττη (Ζαχαρόπουλος, 1993) του Ονορέ ντε Μπαλζάκ χάνουν την περιουσία τους, ο Καίσαρας Μπιροτό (Παπαδόπουλος, 2000) σώζοντας μόλις και μετά βίας την υπόληψή του, πεθαίνει την ώρα της χρηματικής (και ταυτόχρονα κοινωνικής και ηθικής) αποκατάστασής του. Ο Αμερικάνος του Χένρι Τζέιμς (Γράμματα, 1980) συναντά τον απαραίτητο χρεοκοπημένο γάλλο αριστοκράτη, πατέρα ενός φλερτ του. Και ο θρυλικός στην εποχή του Σερ Ουόλτερ Σκοτ καταστράφηκε ο ίδιος οικονομικά εξαιτίας της τραπεζικής κρίσης του 1826, υποθήκευσε την ακίνητη περιουσία του και η υπερεντατική εργασία στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία συνέτεινε στον πρόωρο θάνατό του, έξι χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 61 ετών.

Στη μεταπολεμική κοινωνία το φάσμα της χρεοκοπίας, ατομικής ή συλλογικής, είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο: οι φόβοι του 20ού αιώνα έχουν περισσότερο να κάνουν με τη μισαλλοδοξία, την καταδίωξη κοινωνικών ομάδων ή το ενδεχόμενο πυρηνικού αφανισμού παρά με το άγχος μιας αιφνίδιας πτώσης στο οικονομικό κενό. Ο φόβος της απώλειας στήριξης και της απειλής επιβίωσης ατόμων και οικογενειών δεν εξαφανίζεται από τη λογοτεχνία μόνο ως συνέπεια του υποσκελισμού του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, της παρακμής του σοσιαλιστικού ονείρου ή των τραυμάτων δύο παγκοσμίων πολέμων. Είναι η οικοδόμηση μιας θεσμικής απάντησης που εξημερώνει, όχι για όλους οπωσδήποτε, αλλά για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, τη μόνιμη απειλή της ακραίας υποβάθμισης των όρων ζωής.


Το ευρωπαϊκό μοντέλο, γράφει ο πρόωρα χαμένος Τόνι Τζαντ στο αριστουργηματικό
Postwar. A History of Europe since 1945 (Pimlico, 2007), «γεννημένο από μια εκλεκτική μείξη σοσιαλδημοκρατικής και χριστιανοδημοκρατικής νομοθεσίας καθώς και την αργή θεσμική προέκταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της διαδόχου της, Ευρωπαϊκής Ένωσης […], περιλαμβάνοντας τα πάντα, από την παιδική φροντίδα ως τις διακρατικές νομικές νόρμες […] κατέστη στις αρχές του 21ου αιώνα παγκόσμια πρόκληση προς τις ΗΠΑ και την ανταγωνιστική γοητεία του “αμερικανικού τρόπου ζωής”». Η Ευρώπη της μετα-εθνικής εποχής, του κράτους πρόνοιας, της συνεργασίας και της ειρήνης, σημειώνει εύστοχα ο Τζαντ, δεν υπήρξε ευτυχής κατάληξη του ονείρου των ιδεολόγων του 19ου αιώνα: «ήταν ένα ανασφαλές τέκνο της αγωνίας. Στη σκιά της ιστορίας, οι ηγέτες της εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις και οικοδόμησαν νέους θεσμούς ως προφύλαξη, για να κρατήσουν μακριά το παρελθόν».


Αν πιστέψουμε τον Αντώνη Λιάκο, η λύση του μεταπολεμικού
settlement, της «θεμελιώδους και μακράς διάρκειας κοινωνικής διευθέτησης που προέκυψε από τις συγκρούσεις που ξέσκισαν τα σπλάχνα του 20ού αιώνα» έχει ήδη συντελεστεί – και το κατά Τζαντ αποτρόπαιο παρελθόν, με τη μορφή της οικονομικής αβεβαιότητας, της εργασιακής ανασφάλειας, του απειλητικού χρέους και των απότομων κοινωνικών μεταπτώσεων, είναι ενδεχομένως ξανά παρόν.


Πόσο κατανοητό μπορεί άραγε να γίνει αυτό από τον πολίτη; Οι αντιδράσεις σε τεκτονικές ανατροπές τέτοιου μεγέθους είθισται να είναι ενστικτώδεις – να προσφεύγουν κι αυτές σε λύσεις αλλοτινές. Κληροδοτημένη στο συλλογικό φαντασιακό μια τέτοια αντίδραση παράγει, υποπτεύομαι, την αποστροφή μεσήλικου συνεπιβάτιδας του τρένου: «Γιατί δεν έκανε την πτώχευση; Καλύτερα θα ήταν για τον κοσμάκη. Θα πηγαίναμε να βάζαμε από μια ρίζα ελιές».


Καθώς όμως τα σενάρια χρεοκοπίας περιέρχονται από τη άϋλη σφαίρα του φανταστικού στην ημιδιαφανή πραγματικότητα του αντικειμένου τεχνικής επεξεργασίας το βέβαιο είναι ότι δύσκολα μπορεί να δει κανείς να ευοδώνεται στον σύγχρονο κόσμο το πείραμα ενός ελαιοπαραγωγού και ελαιοφάγου έθνους 11.000.000 κατοίκων που θα οικοδομούν κτίρια με κορμούς ελαιών, θα παράγουν βενζίνη από ελαιόλαδο και θα συναλλάσσονται αποκλειστικά με κουκούτσια. Ο φόβος του χρέους ήταν και είναι τελικά ο φόβος του απρόβλεπτου.