Μια αναγνώστριά μας, με λακωνικό επώνυμο μου έκλεισε προ καιρού ένα θυμωμένο γράμμα. Δημόσια υπάλληλος μου εξηγούσε πως «έλεος!» η ίδια εργάζεται φιλότιμα για το κάθε ευρώ του μισθού της. Εύγε! Μπήκα βεβαίως στον πειρασμό να την ρωτήσω αν γνωρίζει τι ποσοστό Λακώνων έχει διορισθεί στο Δημόσιο. Ο Μωριάς ανέκαθεν διατηρούσε άριστες πελατειακές σχέσεις με το δεξιό κυρίως κουβέρνο. Τώρα λοιπόν με τα περί λευκής απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων στις αρχές του Αυγούστου, όλοι οι υπόλοιποι ιδιωτικού τομέα παίρνουμε άδεια από τον προϊστάμενο για να τακτοποιήσουμε κάτι στην εφορία, στο ΙΚΑ, στη ΔΕΗ και χασομεράμε επί ώρες καταταλαιπωρημένοι για ηλίθιους λόγους. Και φυσικά, εμείς θα δουλέψουμε για τον χρόνο της απουσίας μας και θα γυρίσουμε σπίτι αργά. Συμφωνημένο, άρα σωστό.

Πλην, μέσα στα λασπωμένα χαλίκια λάμπουν ενίοτε και λίγα ροζ μαργαριτάρια. Εκείνοι οι δημόσιοι που όπως η αναγνώστριά μας θέλουν να εξυπηρετήσουν τον πολίτη κάνοντας και το παραπάνω. Βγαίνοντας ακόμη από τον δρόμο τους. Ο Θάνος χρειάστηκε αντίγραφα που έχασε από κάποιον κρατικό οργανισμό. Η υπεύθυνη αρχικώς το απέκλεισε. Μια υφισταμένη της όμως του τηλεφώνησε σε 2 ώρες ότι τα κατάφερε και ο φάκελος στη διάθεσή του. Κατεπλάγημεν!

Ολοι έχουμε ακουστά για την παράδοση των ερυθροσταυρισσών νοσηλευτριών στο Νοσοκομείο του Ερυθρού. Διεπίστωσα πως η ίδια υποδειγματική συμπεριφορά συνεχίζεται στο «Ερρίκος Ντυνάν». Ιδιωτικό ή Δημόσιο ή κάτι ανάμεσα στα δυο, πρέπει να υπερηφανεύονται για τις νοσοκόμες τους. Ψύχραιμες, έμπειρες επαγγελματίες, απείρως υπομονετικές οι κυρίες αυτές δικαιούνται τον έπαινο όλων των θεραπευομένων!

Εκτιμώ εκείνους που θα κάνουν το extra mile. Το κάτι παραπάνω και πέραν των συμβατικών επαγγελματικών υποχρεώσεών τους ώστε να βοηθήσουν τον πελάτη ή τον γείτονα ή τον συνάνθρωπο. Ετσι θα ‘πρεπε να ζούμε. Με γενναιοδωρία. Ετσι μόνον η ζωή αποκτά νοστιμιά, γλύκα, νόημα. Θεωρούμενη ως κατάσταση χάριτος. Βαρέθηκα να ακούω «δεν είναι δική μου δουλειά, απευθυνθείτε αρμοδίως».

Αλλά μήπως στις κοινωνικές-φιλικές παρτίδες δεν το συναντάμε συχνά; Παντοτινά πίστευα στην έξτρα προσπάθεια. Τώρα περισσότερο από ποτέ. Οσάκις βρέθηκα σε δύσκολη θέση ο άνδρας μου, η Νανού, μερικοί βαρύτιμοι φίλοι στάθηκαν βράχοι, κάνοντας κόπους, χαρίζοντας χρόνο, μετακινούμενοι, ξεβολευόμενοι. Αποδεικνύοντας εν τέλει, τα αισθήματά τους. Κάνοντας πράξη την αγάπη, τη στοργή. Οι άνθρωποι αυτοί ενθρονίστηκαν αιωνίως στην καρδιά μου. Η ευγνωμοσύνη που νιώθω απέναντί τους ευλογεί το κάθε μου πρωινό, τον δικό μου και τον δικό τους βίο. Σας μιλώ δηλαδή για την έννοια της στιγμιαίας βραχείας αυταπάρνησης. Αφού ουδείς απαιτεί συνεχώς θυσίες και αλτρουιστικά φερσίματα. Μικρά απλώς χατίρια, μια διευκόλυνση ως ένδειξη συμπαράστασης, συναισθηματικής ανταπόκρισης.

Αλλοι πάλι, στην ανάγκη μας αποσύρονται. Μας απογοητεύουν. Φρικάρουν ίσως, εξοβελίζουν κάθε δυσάρεστη όψη της καθημερινότητας, φοβούνται μήπως μολυνθούν από τον πόνο σου, την οικονομική σου καταστροφή και ανέχεια, την οδύνη ενός χωρισμού, την παροδική μας δυσκολία. Πιθανολογούν πως αφού ένα κακό συνέβη στον άλλοτε φίλο μου, θα μπορούσε να τύχει και σε μένα. Και λακίζουν για να μην το σκέφτονται. Δεν θέλουν να αντικρίσουν καμιά μορφή πόνου. Λες και υπάρχει για τον οιονδήποτε η εγγυημένη εις το διηνεκές ασφάλεια και προστασία. Σάμπως να μην υποκείμεθα άπαντες και ανά πάσαν στιγμή στη στραβή. Ανοησία ή οπορτουνισμός. Ή σκέτα, έλλειψη καλών τρόπων; Οι γονείς τους δεν τους είπαν ποτέ πως ο σύντροφος, ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται; Οχι.

Πάντως στην αστική ανατροφή, θεωρείται δεδομένο. Ο δικός μου παππούς, οι γιαγιάδες, ο πατέρας, η μάνα μου υλοποιούσαν μπροστά στα μάτια μας την αλληλεγγύη για να ‘χουμε το ζωντανό παράδειγμα. Εκτός των διαρκών νουθετήσεων. Οι καιροσκόποι, όχι. Όσο τρωγοπίνουμε -πάντα στο δικό μας σπιτικό εννοείται- όσο κρατούσε ο χορός και το γλέντι, μέσα. Κατανοώ και συγχωρώ διότι δεν θέλω τα μαύρα λιθάρια της μνησικακίας να βαραίνουν τη ράχη μου. Πλην, διαγράφω επίσης. Ευτυχώς καταμετρήθηκαν ελάχιστοι.