Η Τόνι Μόρισον δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Στα 80 της χρόνια σήμερα, έχει διατελέσει επικεφαλής ανθρωπιστικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Princeton, έχει αρθρώσει ουκ ολίγες φορές πολιτικό λόγο για το ρατσισμό και τα γυναικεία ζητήματα, είναι κάτοχος βραβείων Pulitzer και Nobel λογοτεχνίας, και, κυρίως, έχει γράψει μερικά από τα σπουδαιότερα βιβλία της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.

Εκτός όλων αυτών των διόλου αμελητέων επιτευγμάτων, η Τόνι Μόρισον λέει ότι αγαπάει πολύ την Τζέιν Όστεν και το Λέοντα Τολστόι, και πως θεωρεί ότι το μεγαλύτερό της επίτευγμα ήταν πως μεγάλωσε τα δύο της παιδιά μόνη της. Επαυξάνω: η εν λόγω κυρία έχει γράψει κι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία των τελευταίων 25 ετών.

Το Beloved ήταν ένα από τα δώρα που πήρα σε μία αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση στις 2 Ιουνίου 2004, λίγες μέρες πριν αφήσω το Λονδίνο για να κάνω μία νέα αρχή στην Αθήνα. Πήρα το βιβλίο μαζί μου στην Ελλάδα, το άφησα σε κάποιο ράφι και το ξέχασα τελείως. Το άρχισα έναν ακριβώς χρόνο αργότερα, πάλι καλοκαίρι.

Στην αρχή με ξένισε η πυκνή, λυρική γραφή, με πείσμωσε που είχα άγνωστες λέξεις, με θύμωσε που για περίπου δέκα σελίδες δεν έβγαζα κανένα νόημα. Υπό κανονικές συνθήκες, θα το είχα παρατήσει. Περιέργως επέμεινα.

Αρχικά, είναι η ιστορία. Η Σεθ, πρώην σκλάβα στον μετεμφυλιακό αμερικανικό νότο, κατατρέχεται από τη μνήμη της νεκρής της κόρης, της μικρής Beloved (Αγαπημένη). Και ενώ οι συνθήκες θανάτου της Beloved παραμένουν ένα καλοκρυμμένο μυστικό, τη Σεθ επισκέπτεται ένα απειλητικά θυμωμένο πνεύμα, ένα πνεύμα που διψά για εκδίκηση. Που αφήνει οργισμένα ίχνη παντού. Οι τύψεις της μητέρας για το θάνατο του παιδιού της, η ανασφάλεια για μία ζωή στο χείλος της εξαθλιωτικής σκλαβιάς, των βιασμών, των φόνων και των ακρωτηριασμών, μαζί με τα μυστικά που στοιχειώνουν κάθε οικογένεια αλλά που μόνο σε λίγες από αυτές χτυπάνε μία μέρα την πόρτα ενσαρκωμένα στο πρόσωπο ενός νεκρού παιδιού.

Το βιβλίο είναι αριστοτεχνικά σχεδιασμένο από όλες τις απόψεις: η γλώσσα είναι καθηλωτική, η πλοκή πυκνή, με στοιχεία μοντερνισμού και μαγικού ρεαλισμού, με χρήση αλληγορίας, προφορικής παράδοσης, συλλογικής κι ατομικής μνήμης – το Beloved είναι ένα βιβλίο-κραυγή για αυτοδιάθεση κι ελευθερία, μία παραβολή για την αυτοθυσία και το αβάσταχτο τίμημα που τη βαραίνει.

Το 1987 το Beloved έχασε το National Book Award από το The Counterlife του Φίλιπ Ροθ. Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων: 48 συγγραφείς εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους συνυπογράφοντας μία ανακοίνωση στο Times Books Review. Λίγους μήνες αργότερα το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Pulitzer ενώ πέντε χρόνια αργότερα η Μόρισον ταξίδεψε στη Στοκχόλμη για να παραλάβει το Nobel Λογοτεχνίας.

Η Μόρισον, η οποία το 1997 προκάλεσε την κοινή γνώμη αποκαλώντας τον Μπιλ Κλίντον «τον πρώτο μαύρο Πρόεδρο των Η.Π.Α.» («Ο Κλίντον εμφανίζει σχεδόν κάθε δείγμα “μαυρίλας”», είπε «Είναι ένα αγόρι από το Αρκάνσας, παιδί μονογονεϊκής οικογένειας, γεννήθηκε φτωχός, προέρχεται από την εργατική τάξη, παίζει σαξόφωνο, και του αρέσουν τα McDonald’s και το junk food»), δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά της για την αντίληψη που επικρατεί ως προς τη Μαύρη Λογοτεχνία. «Η Μαύρη Λογοτεχνία διδάσκεται ως κοινωνιολογία και ανοχή, όχι ως μία σοβαρή καλλιτεχνική έκφραση».

Εκτός από το βιβλίο, το οποίο είναι ένα πραγματικό επίτευγμα, όταν σκέφτομαι την Τόνι Μόρισον μου έρχεται στο νου και κάτι ακόμα που είχε πει σε μία από τις πάμπολλες συνεντεύξεις της: «Με πόσους τρόπους μπορεί κανείς να περιγράψει τον ουρανό και το φεγγάρι; Μετά τη Σίλβια Πλαθ, τι άλλο μένει να πεις;».

Υ.Γ.: Το Beloved έγινε ταινία το 1998 και απέσπασε μάλλον επικριτικά σχόλια, ίσως γιατί την ηρωίδα ενσαρκώνει η Oprah Winfrey. Δεν την έχω δει, και νομίζω δε θέλω κιόλας.