Το κλίμα των ημερών έχει επιβάλλει μία πειθαρχημένη συχνότητα λέξεων και φράσεων, στην καθημερινότητά μας που κυμαίνονται από το δυσοίωνο μέχρι το σουρεαλιστικό: κρίση, τρόικα, μνημόνιο, πτώχευση, δραχμή, μέτρα, αναδιάρθρωση, κούρεμα, έλλειμμα, χρέος, αγορές, αντοχή, οφειλές. Τις αναπαράγουμε με στόμφο ή απορία (ανάλογα με τη γνώση που κουβαλάει ο καθένας) και τις ανταλλάσσουμε μεταξύ μας προσπαθώντας να τις τοποθετήσουμε σε μία ιδιότυπη σκακιέρα για να βγει προκοπή ή έξοδος προς την ομαλότητα.

Ξαφνικά μιλάμε μεταξύ μας και απευθυνόμαστε –με σύμβουλο, έστω, το φόβο- στους διπλανούς μας. Πράγμα που σημαίνει ότι… πρέπει αρχικά να βρούμε τους διπλανούς μας, ή να δημιουργήσουμε ευκαιριακούς «διπλανούς». Πρέπει λοιπόν να συγχρωτιστούμε και να συνδιαλλαγούμε.

Οι άνθρωποι που τελευταία συγκεντρωνόμαστε στις πλατείες (μία συνήθεια που δεν ήταν ποτέ στην κουλτούρα μας, σε αντίθεση με τους Λατίνους που το θεωρούν κοινωνικώς αυτονόητο, με βαθιά λαογραφική παράδοση μέσα στα χρόνια) ανακαλύπτουμε ένα καινούργιο κοινωνικό εργαλείο: τη σύναξη.

Και συγκεκριμένα, μια μάλλον μεταμοντέρνα σύναξη που έπεται των πολιτικών συγκεντρώσεων, των διαμαρτυριών, των διαδηλώσεων και των αγώνων του «δρόμου». Ξαφνικά, οι Έλληνες –ή ίσως, το πιο ανήσυχο κομμάτι τους- βρισκόμαστε ελαφρώς μουδιασμένοι απέναντι στην πραγματικότητα που «θέλει» να συγκεντρωνόμαστε χωρίς περαιτέρω δραστηριότητες, απλά να συνυπάρχουμε σε ένα ανοιχτό χώρο, κάτι σαν σημαδιακό μήνυμα «μαζικής» συνύπαρξης. Απτό κίνητρο επίτευξης κάποιου σκοπού δεν υπάρχει. Το μόνο που υπάρχει είναι η ανησυχία, η ανάγκη μίας συνεύρεσης ή ίσως η πλήξη.

Μουδιασμένοι καθώς είμαστε από τον αγώνα του προσωπικού και του ιδιοτελούς στην καθημερινότητά μας, καταφεύγουμε σε αμήχανες αντιδράσεις όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί. «Μυρίζουμε» ο ένας τον άλλο, αναρωτιόμαστε σιωπηλά αν τα κίνητρα που κατέβασαν τους διπλανούς μας στην συγκέντρωση είναι το ίδιο παρορμητικά και «αγαθά» με τα δικά μας, παραξενευόμαστε που δεν υπάρχει κανένα κομματικό καπέλωμα στη συγκέντρωση, απολαμβάνουμε το γεγονός ότι απουσιάζει η μεθοδικότητα και η οποιουδήποτε τύπου οργάνωση και με μία προφανώς μεγάλη περιέργεια, μετράμε το αυτόκλητο πλήθος με το μάτι για να υπολογίσουμε πόση δύναμη έχουν τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα.

Ξαφνικά στις πλατείες συνωστίσθηκαν άνθρωποι, είτε από ευθιξία από την πρόκληση των Ισπανών, είτε από αυθόρμητη κινητοποίηση Ένα πλήθος που δεν παράγει ειδήσεις. Παράγει όμως minimum ενέργεια.

Το πλήθος στέκεται αθόρυβο, μάλλον ψύχραιμο, σε άτακτα πηγαδάκια. Μαζικός παλμός δεν υπάρχει – έχει απαξιωθεί από την αναποτελεσματικότητα και την αστοχία παλιότερων κομματικών κινητοποιήσεων. Άμεσος θυμός δεν ξεσπάει, καθώς κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση να επιλέξει μέσα από ένα εύρος πολιτικών αποφάσεων.

Απαντήσεις δεν υπάρχουν γι΄αυτό και τα ερωτήματα δεν διατυπώνονται. Το όλο σκηνικό μοιάζει να εκφράζει μία μετα-απόγνωση. Το αίσθημα μετά την πλήρη διάλυση. Κανένας δεν φαίνεται να πιστεύει ή να ελπίζει σε λύσεις. Και αυτό που αποκτά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον, είναι ότι απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο, οι άνθρωποι αυθόρμητα μαζευόμαστε μαζί. Σαν κοινωνία. Μία έννοια που η νεοελληνική παράδοση δεν έχει και σε ιδιαίτερη υπόληψη…

Η είδηση, αυτές τις μέρες, στις συνωστισμένες πλατείες δεν προκύπτει από κάτι που συμβαίνει, από κάτι που κάνουν οι άνθρωποι, αλλά από κάτι που δεν κάνουν. Δεν φλογίζονται, δεν διαλύουν και δεν διαλύονται. Απλώς σπεύδουν να συνυπάρξουν. Η είδηση προκύπτει από το ότι δεν υπάρχει κανένα έγκυρο σύνθημα να γραφεί στο πανό, καμία εύγλωττη ρίμα να ειπωθεί από τους παρευρισκόμενους, κανένα κατάλληλο τραγούδι να αντηχήσει στα ηχεία. Δεν υπάρχουν στίχοι που μπορούν να χωρέσουν την διαμαρτυρία των ανθρώπων στις πλατείες αυτόν τον καιρό.

Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε το «Get Off Of My Cloud» των Rolling Stones, ούτε το «We Gotta Get Out Of This Place» των Animals, ούτε καν το εμβληματικό «My Generation» των Who. Ποιος να διεκδικήσει, τι και από ποιον;