Ο Ντέιβ Τόμσον, ο έγκριτος βετεράνος της μουσικής κριτικής τα τελευταία σαράντα χρόνια, «ακούγεται» ξεκάθαρος στο καινούργιο του βιβλίο «I Hate New Music»: η καινούργια μουσική είναι κακή και ανάποδη και μητέρα κάθε τραγωδίας, οπότε ήρθε ο καιρός για μία καινούργια εκκωφαντική διακήρυξη ενός μανιφέστου του παλιού καλού κλασικού ροκ.

To βιβλίο του Τόμσον έχει όση οργή και επιχειρήματα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα τρέφει ένας έμπειρος, «ψημένος» και δοκιμασμένος δημοσιογράφος του ροκ, ο οποίος έχει κάνει τον προσωπικό κύκλο του στα πράγματα και έχει φτάσει η ώρα του απολογισμού του.

Μετά την πετυχημένη βιογραφία του Κερτ Κομπέιν που έγραψε («Never Fade Away») αλλά και τα βιβλία του για τον Μπόουι, τον Τζεφ Μπεκ, τους Genesis κ.λπ. και τη συστηματική και επί μακρόν, αρθρογραφία του στο Rolling Stone, στο Mojo, στο All Music Guide κ.λπ. ήρθε η ώρα να ξεσπαθώσει και να υπερασπιστεί περίτρανα το υποκειμενικό μουσικό αισθητήριό του.

Συστρατευμένος με μία πληθώρα ανθρώπων που αρνούνται –ακόμα!- να πιστέψουν ότι μετά το πανκ, βγήκε οτιδήποτε της προκοπής στο ροκ, πέραν ίσως από τις επανεμφανίσεις ή τους επανασχηματισμούς των διαλυμένων κλασικών συγκροτημάτων, ο Τόμσον χαρίζει στο βιβλίο του άφθονη τροφή για κουβέντα και πολιτισμική αντιδικία ανάμεσα στους θιασώτες του κλασικού και τους ανήσυχους μοντέρνους που αντλούν επιβεβαίωση μόνο μέσα από την αποδόμηση και από τη διάλυση.

Υπέρμαχος μίας περίπου μουσικής παραγωγής που δημιουργήθηκε μέσα σε μία δεκαετία –χαλαρά από το 1967 ως το 1977- ο Τόμσον, χωρίζει το βιβλίο του σε θεματικές γεμάτες χιούμορ και ουσία, με τίτλους κεφαλαίων όπως «Πουλώντας Κάρτες Πεθαμένων ή Αυτό Είναι το Τέλος Ξεχειλωμένε Φίλε μου» παραφράζοντας συνήθως γνωστούς τίτλους ροκ τραγουδιών ή άλμπουμ. Η γραφή του είναι μεστή, απολαυστική και άκρως ζωντανή και χιουμοριστική (ο Τόμσον δεν φοράει τυχαία τα γαλόνια του) και συχνά φτάνει σε επίπεδα τόλμης που χτυπάνε κόκκινο. Σε κάποιο σημείο του τρίτου κεφαλαίου του γράφει:

«Στην Ιστορία αρέσει να αναφέρει ότι το πανκ ροκ έκανε τη διαφορά καταστρέφοντας τα concept και τη φαντασμαγορία του παλιού και αντικαθιστώντας το με νέα ένταση και με δημοκρατία. Η ιστορία κάνει λάθος… Το πανκ ήταν ο θρίαμβος των ασήμαντων ανθρώπων αλλά αυτό ήταν όλο κι όλο. Διότι οι σημαντικοί άνθρωποι δεν έδιναν δεκάρα.»

Οι πιουρίστες μπορούν να θεωρούν ότι έχουν ένα θεωρητικό εγχειρίδιο στην φαρέτρα τους, οι ακραίοι μοντερνιστές μπορούν να διακηρύξουν έναν καινούργιο ανένδοτο αγώνα κατά του νεοσυντηρητισμού του Τόμσον που αναφέρεται στους Pink Floyd και στους Genesis σαν να είναι περίπου οι –έκπτωτοι- γαλαζοαίματοι που στωικά περιμένουν να αφιχθεί εκ νέου και ως δια μαγείας το στέμμα τους στα κεφάλια τους.

Βασικό επιχείρημα του Τόμσον παραμένει η εξέλιξη της τεχνολογίας με το συνθεσάιζερ που ομογενοποίησε τον ήχο ακόμα και όσων ανήκουν στο εύρος της αποδοχής του, όταν στη δεκαετία του ’80 προσαρμόστηκαν στην εποχή και παρήγαγαν «χιτάκια» χωρίς καμία προσωπική ταυτότητα (Yes, Heart, Journey κ.λπ.)

Το βιβλίο, διανθίζεται με λίστες ευφάνταστων concept («Δέκα Κιθαριστικά Κομμάτια που Ξεπερνούν τα Πάντα», «Τα Δωδεκα Καλύτερα Διπλά Live Άλμπουμ») και κατά σαφή ειρωνικό τρόπο, κοσμείται στο εξώφυλλο με την μακέτα που είχαν οι AC/DC στο άλμπουμ τους «For Those About To Rock» του 1982 –χρονιά, που πλέον το κλασικό ροκ θεωρούνταν ήδη μία ρετρό νοστιμιά στα μοντέρνα πάρτι.