Δεν είναι μόνο ο Leon, ο Sillyboy, η Tango With Lions, η Μόνικα και η Ναλίσα Γκριν. Είναι και ονόματα της προηγούμενης γενιάς ντόπιας παραγωγής που φαίνονται να ανοίγουν το εύρος των επιρροών τους στο σήμερα. Αν ο καινούργιος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά, «O Αόρατος Άνθρωπος» ή του Γιώργη Χριστοδούλου, «Flaneur» με τα γενναία ηχητικά ανοίγματά τους πέραν της νοοτροπίας της γειτονιάς της μεσογειακής λεκάνης, προς την Ευρώπη ή και πέρα από αυτήν, σημαίνουν ότι οι ντόπιοι δημιουργοί αρχίζουν να ξεπερνούν τη φοβία τους για το «παγκόσμιο» τραγούδι, τότε αναζωπυρώνεται η ελπίδα για ένα ακομπλεξάριστο, ανοιχτόκαρδο και υγιές σημερινό άκουσμα που δεν απευθύνεται μόνο στους «συμμαθητές μας».

Μέχρι πρόσφατα, η εξαιρετικά ζημιογόνα κατάρα του έντεχνου λογιοτατισμού στη μουσική, έφερνε αντιμέτωπο το ελληνικό κοινό (ακόμα και το πιο ζωντανό, κινητικό και νεανικό κομμάτι του) με τα συμπλεγματικά κατάλοιπα της σοβαροφανούς ψυχαγωγίας και της ψυχαναγκαστικής, αγέλαστης μουσικής. Για να θεωρηθεί σοβαρός κάποιος τραγουδοποιός μέχρι πρόσφατα έπρεπε να έχει τουλάχιστον πέντε αποδεδειγμένα παράσημα συγγένειας με τον Μάνο Χατζιδάκι ή το δραματικό μπαρόκ του Μίκη Θεοδωράκη.

Σήμερα οι Έλληνες μουσουργοί υποχωρούν στις αναφορές των καινούργιων τραγουδοποιών, απελευθερώνοντας αυθεντικές και ειλικρινείς δυνάμεις από μέσα τους που αν μη τι άλλο μεταφράζονται σε μελωδίες που μπορούν να αφορούν ένα μεγαλύτερο, περισσότερο «καθαρό» κοινό. Τα μηνύματα από τις νέες γενιές που αποφασίζουν να σκαρώσουν μελωδίες είναι καταλυτικά: ο Τίμος Βερέμης εμπνέεται από τους Radiohead, τους Waterboys και τους Wilco για να στήσει τη διονυσιακή μπάντα των Leon.

Η Κατερίνα Παπαχρήστου ακούγεται ως μία νοτιοευρωπαϊκή εκδοχή της κληρονομιάς σημαντικών ροκ και φολκ τραγουδοποιών όπως η Τζόνι Μίτσελ και η Κάρλι Σάιμον. Η Ναλίσα Γκριν ξεκινάει από την μελαγχολία της επαρχιακής Ιρλανδίας και κατεβαίνει προς τον ευρωπαϊκό νότο, συλλέγοντας στο δρόμο μια σειρά από στοιχεία που δεν ακουμπάνε αποκλειστικά στην παράδοση και τον συντηρητισμό του «ορθού», «μελωδικού» ήχου. Επιπλέον παίζει και θέρεμιν

Ο Μπάμπης Κουρτάρας –Sillyboy- τραγουδάει χωρίς ενοχικά σύνδρομα με έναν τρόπο που παραπέμπει στο βρετανικό beat pop, ή τους νεορομαντικούς. Πουθενά στο άλμπουμ του «Played» δεν υπάρχει το καταναγκαστικό μαούνιασμα της ως είθισται «αντρικής» ερμηνείας. Ο Sillyboy ανήκει προφανώς στη νέα γενιά μουσικών που ως κανονική ερμηνεία, αντιλαμβάνονται περισσότερο την αβίαστη «μπιτλική» παράδοση του αγορίστικου τραγουδιού παρά τη δυσκοιλιότητα των δραματικών ερμηνειών της προηγούμενης γενιάς του ροκ που παρίσταναν περισσότερο (παρά ήταν) τους φλεγόμενους από πάθη τραγουδιστές.

Το μωσαϊκό που σχηματίζεται στην ελληνική σκηνή (κυρίως αυτής που δεν αλώνεται από την τηλεοπτική βαρβαρότητα των οικογενειακών εκπομπών) μοιάζει με ένα νεογνό που αρχίζει να πατάει στα πόδια του, χωρίς τις πατρωνίες των κατεστημένων auters. Αμήχανοι και ελαφρώς σαστισμένοι, οι καρεκλοκένταυροι του νέου ελληνικού μουσικού πολιτισμού (αυτοί που τυραννικά επέβαλλαν το μινόρε ως τοτέμ) μένουν πίσω γιατί πλέον η τεχνολογία και οι δυνατότητες που προσφέρει στην ενημέρωση (μαζί με όλα τα παράπλευρα στραβά της) δεν επιτρέπουν τον προσηλυτισμό σε παραδοσιακές έννοιες όπως «έντεχνο», «ελληνική λεβεντιά» και άλλα γραφικά παρόμοια.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι η «σοβαρότητα» και η «ειλικρίνεια» αποσυνδέθηκε (έστω και με το στανιό) από το “πρέπει” του έντεχνου. Η καινούργια πρόκληση έγκειται στην απόλυτη αποδόμηση των αρτηριοσκληρωτικών συμβάσεων που επιβάλλονταν ως σήμερα και όχι η διατήρησή τους. Αν κάποιος, λοιπόν, σας αναφέρει στην ίδια πρόταση την λέξη «πολιτισμός» με τη λέξη «παράδοση» και «καλό ελληνικό τραγούδι», ξέρετε πως υπάρχει ένας ουσιαστικός και γόνιμος και ίσως συντριπτικός αντίλογος· χωρίς την αίσθηση του περιθωρίου, πια.