Σύνταγμα. Μοναστηράκι. Πλατεία Κλαυθμώνος. Ή πιο πλατιά, Σταδίου, Ερμού, Πειραιώς. Όποια από τα δύο τρίγωνα και αν θεωρήσετε ως ιστορικό κέντρο της Αθήνας (αυτό με τις κορυφές, ή το άλλο με τις πλευρές) και αποφασίσετε να το περπατήσετε μετά τη δύση του ήλιου, η πρώτη αίσθηση που θα νιώσετε είναι αυτή της δαιδαλώδους στενότητας.

Τα κτίρια, παλιά, σκοτεινιασμένα, ή καπνισμένα, αναδίδουν το παράπονο της αισθητικής εγκατάλειψης ή της ευκαιριακής εκμετάλλευσής τους από σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές επιχειρήσεις Ωστόσο εδώ και περίπου πέντε χρόνια, η δύση του ήλιου στο ιστορικό αθηναϊκό κέντρο φέρνει στην επιφάνεια μια καινούρια αίσθηση «κίνησης» και «δράσης». Μία νέα φυλή αναπτύσσεται και αποκτάει ταυτότητα στα στενά άναρχα δομημένα σοκάκια του, που φαινομενικά μοιάζει ετερόκλητη αλλά στη βάση της, μοιράζεται κάποια βαθιά σεβαστά μυστικά, όσον αφορά στη διασκέδασή και τις αισθητικές επιλογές.

Πλάι στα παραδοσιακά καταστήματα παπουτσιών ή τα είδη κρετόν και υφασμάτων (που φέρουν μία ρετρό αίσθηση στις βιτρίνες, τις ταμπέλες και τα ίδια τα προϊόντα τους) ξεφυτρώνουν καφέ και μπαρ με ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα που φιλοξενούν ένα κοινό μποέμ «αθόρυβο» αλλά ζωντανό: φοιτητές, ανερχόμενοι νεοφερμένοι στα αστικά επαγγέλματα, γραφίστες, δημοσιογράφοι ή έμποροι που εκμεταλλεύονται τις νέες διαδικτυακές ευκαιρίες είναι κάποιοι μόνο από αυτούς που τα βράδια συνωστίζονται με ολοένα και μεγαλύτερο φανατισμό και συνέπεια στα μικρά μπαρ του ιστορικού κέντρου, δημιουργώντας σιωπηλά μεταξύ τους τον ιστό των νεο-μποέμ.

Αυτούς δηλαδή τους νεαρούς ή νεανίζοντες που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στη γραφικότητα των Εξαρχείων, την ψευδο-μεγαλοαστική πλήξη των στεκιών του Κολωνακίου, ή την εντεχνίλα του Ψυρρή και το αλαλούμ του Κεραμεικού.

Το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας, φαίνεται ότι προσφέρει ένα πλέγμα από μικρά εστιατόρια, μπαρ και καφέ που αποκτούν χρώμα «ποιότητας» για όσους θέλουν να νιώσουν ότι δεν αποτελούν μέλος της «δηθενιάς» των χαρακτηρισμένων περιοχών διασκέδασης του ευρύτερου κέντρου. Φυσικά, δεν υπάρχει πίσω από αυτό καμία συντονισμένη, συνειδητή προσπάθεια: απλά οι νέες πιάτσες ψυχαγωγίας (Καρύτση, Αιόλου, Αγίας Ειρήνης, Αβραμιώτου, Ρόμβης κ.λπ.) έχουν διαφοροποιήσει τις υπηρεσίες παροχής ψυχαγωγίας, επειδή απλά οι ανάγκες ενός «σιωπηλού» κοινού χωρίς κοινά αισθητικά χαρακτηριστικά, αλλά με παρόμοια διάθεση απόρριψης των κατεστημένων mainstream στεκιών, είναι τόσο επιτακτικές που αναγκάζει όλους τους επιχειρηματίες να συντονιστούν στη νέα πραγματικότητα.

Εκείνο που πραγματικά εντυπωσιάζει σε μια διεισδυτική βόλτα στα ολοένα και περισσότερα «μικρά» αλλά μίνιμουμ ευπρόσωπα στέκια του ιστορικού κέντρου, είναι ότι οι θαμώνες, αναπτύσσουν ένα νέο είδος επικοινωνίας και σχέσης με το περιβάλλον τους. Ακούς κουβέντες που διασταυρώνονται ανάμεσα σε άγνωστες παρέες μεταξύ τους, νιώθεις τη διάθεση για άμεση οικειότητα με τους αγνώστους, ακούς μουσικές επιλογές από τα ηχεία που μπορεί να σε κάνουν να ανασηκώσεις το φρύδι από έκπληξη (ευχάριστη, συνήθως) και χαίρεσαι που η διαδικασία του «γρήγορου φαγητού» ξαναγίνεται μία υπόθεση που απαιτεί ξανά φροντίδα, ανεβασμένη ποιότητα και σεβασμό.

Εχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που ξεχύνονται από τους μεγάλους φωταγωγημένους δρόμους ή ανεβαίνουν από τις σκάλες του μετρό στους αντίστοιχους σταθμούς, για να χαθούν μέσα στα σκοτεινά δρομάκια του ιστορικού κέντρου, κατευθυνόμενοι σε κάποιο πολύ συγκεκριμένο «αγαπημένο» στέκι τους, αρχίζουν και σχηματίζουν ένα μικρό πυρήνα διαφορετικής κοινωνίας και επικοινωνίας μεταξύ τους.

Δεν το κάνουν θέμα, δεν έχουν συνείδηση κοινότητας σίγουρα, αλλά με έναν παράξενο τρόπο (ίσως το τοπίο του ιστορικού κέντρου υποβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση) μοιράζονται όλοι τα μυστικά του ιδιαίτερου αυτού τόπου και των ψυχικών δονήσεων που προκαλεί – κάτι σαν πηγή «αντικουλτούρας» σε μία αθηναϊκή πραγματικότητα που κατεξοχήν φαντάζει τραυματισμένη από το βομβαρδισμό της ξανθιάς τηλεοπτικής αισθητικής.

Όταν, δηλαδή, στα mainstream καφέ, οι συζητήσεις τριγυρίζουν στις εξελίξεις του τηλεοπτικού «Νησιού» ή στο αν πράγματι τα πλάνα από την τάδε ενζενί στο Star Channel ήταν «πειραγμένα» ή όχι, στις μπάρες του ιστορικού κέντρου, κάποιοι συζητούν για το αν ο Λαρς Φον Τρίερ αποτελεί προβοκάτορα του μισανθρωπισμού ή πεφωτισμένο δημιουργό και αν ο Κεϊτά Μαρουγιάμα είναι το νέο αστέρι της γιαπωνέζικης μόδας ή απλώς ένας επηρμένος νεοσυντηρητικός που ονειρεύεται την παλιά αυτοκρατορική Ιαπωνία με τις γυναίκες πειθήνιες υπηρέτριες των αυστηρών ηθών.

Πρόσφατα πληθαίνουν οι παραινέσεις φίλων και γνωστών «εραστών» του ιστορικού τριγώνου που μου λένε σχεδόν συνομωτικά «μην το διαδίδεις – δεν θα βρίσκουμε να καθίσουμε…» Ακολουθώ τη συμβουλή τους και γι’ αυτό πρόσεξα σε αυτό το κείμενο να μην αποκαλύψω κανένα από αυτά τα φιλικά, μικρά στέκια όπου οι άνθρωποι μιλούν ξανά χαλαρά, ανοιχτά και άνετα μεταξύ τους μακριά από ποζάτες μπαναλαρίες. Δεν έχετε παρά να κάνετε μια γόνιμη, βόλτα με ανοιχτό το αισθητήριό σας, εκεί ανάμεσα στους βρώμικους τοίχους και στα λιωμένα, αφρόντιστα πεζοδρόμια. Αν δεν το βρείτε εσείς αυτό που θα σας ταίριαζε, θα σας βρει εκείνο και θα σας τραβήξει «μέσα».