Από τη στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο Dieselgate, τον Σεπτέμβριο του 2015, το οποίο υποχρέωσε τον όμιλο VW να παραδεχθεί παραποίηση στοιχείων σε 11 εκατομμύρια οχήματα – χωρίς ποτέ αυτός ο αριθμός να σταματήσει να αυξάνεται μέχρι σήμερα –, η στάση της τότε γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προκλητικά προστατευτική για την αυτοκινητοβιομηχανία.

Δικαίως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, καθώς ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στον κλάδο που αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα της χώρας και εργοδότη για 800.000 εργαζομένους θα ισοδυναμούσε με πλήγμα στην ίδια τη χώρα. Συνυπολογίστε δε ότι πλην των μετρήσιμων μεγεθών, όπως οι εργαζόμενοι, οι πωλήσεις και οι εξαγωγές, τα γερμανικά τετράτροχα λειτουργούν εν είδει υπόσχεσης της αξιοπιστίας και του κύρους των υπόλοιπων γερμανικών προϊόντων.

Ενδεικτικό της σημασίας της αυτοκινητοβιομηχανίας αλλά και της στάσης της τότε γερμανικής κυβέρνησης, η οποία όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων γνώριζε τουλάχιστον από τον Ιούλιο του 2015 για το ζήτημα, είναι ότι αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να αποστείλει επιστολές στους ανά τον κόσμο πρεσβευτές της Γερμανίας, με οδηγίες για την υπεράσπιση της τιμής του «Hergestellt in Deutschland» -«Κατασκευασμένο στη Γερμανία».

Μόνη παραφωνία στην υπερασπιστική γραμμή την οποία ακολούθησε «μονομπλόκ» η τέως γερμανική κυβέρνηση για τη VW και την αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας εν γένει υπήρξαν οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης, οι οποίες εκφράστηκαν κυρίως από τους Πράσινους, οι οποίοι εγκαλούσαν με κάθε ευκαιρία τους κυβερνώντες, καταγγέλλοντας απόπειρες συγκάλυψης του θέματος, επιδερμική αντιμετώπιση των διαδικασιών ελέγχου και ολιγωρία. Δύο χρόνια μετά, θα έλεγε κανείς πως επί της ουσίας ελάχιστα έχουν αλλάξει σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της τοπικής αυτοκινητοβιομηχανίας από τους γερμανούς πολιτικούς, ει μη μόνον μια απόπειρα τον περασμένο Αύγουστο όταν στελέχη του κλάδου και της κυβέρνησης συναντήθηκαν προκειμένου οι δεύτεροι να αποσπάσουν δεσμεύσεις από τους πρώτους για τη μείωση των εκπομπών ρύπων των αυτοκινήτων που εφοδιάζονται με πετρελαιοκινητήρες.

Ενδεχομένως επίσης τίποτε να μην άλλαζε ούτε στο κοντινό μέλλον αν δεν είχαν προηγηθεί οι γερμανικές εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν σε ρόλο ρυθμιστή για τη δημιουργία του συνασπισμού «Τζαμάικα» τους προαναφερθέντες Πράσινους. Για εκείνους απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να συμμετάσχουν σε οποιονδήποτε κυβερνητικό σχηματισμό είναι να προχωρήσουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες σε μηχανολογικές αναβαθμίσεις των ήδη κυκλοφορούντων αυτοκινήτων προκειμένου να περιορίσουν τις εκπομπές ρύπων. «Δεν θα έχουμε καθαρό αέρα στις πόλεις μας μόνο με αναβαθμίσεις λογισμικών» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Cem Ozdemir, στέλεχος των Πρασίνων, προσερχόμενος στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό. Παράλληλα και προς απόλυτη δυσαρέσκεια του συντηρητικού μπλοκ επιθυμούν την καθολική απαγόρευση πώλησης αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2030 – δηλαδή 10 χρόνια νωρίτερα από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Και κάπως έτσι, σε μια παραλλαγή της θεωρίας του χάους, ένα σκάνδαλο που αρχικά έδειχνε να αφορά τους τέσσερις τροχούς αποτελεί δυνητική τροχοπέδη για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ