Το 1974 κάνει την εμφάνισή του στα τελευταία καρέ του «Απίθανου Χαλκ» ένας νέος χαρακτήρας ονόματι Wolverine. O cool, λίγο πρωτόγονος και μπρουτάλ τύπος αντιήρωα με τα μακριά νύχια, τις οξυμμένες αισθήσεις και τη χαμένη μνήμη θα καταφέρει να διανύσει σχεδόν μια πεντηκονταετία με τη γνωστή έκβαση και καθιέρωση η οποία συνοψίζεται στη δική του σειρά κόμικς, ταινιών κ.ο.κ. Οταν οι υπεύθυνοι της Marvel με δεδομένη την απήχηση της πρώτης του εμφάνισης αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, αναζήτησαν μαζί με τα υπόλοιπα και ένα όχημα που να ταιριάζει στο αντισυστημικό προφίλ του.
Κάπως έτσι, μια από τις ομολογουμένως λίγες τετράτροχες επιλογές που βρέθηκαν στο πλευρό του ως ένα από τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε στην αποξεχασμένη, προηγούμενη ζωή του ο εξευγενισμένος λυκάνθρωπος, ήταν το Lotus 7, το οποίο εφέτος κλείνει τα εξήντα του χρόνια.
Εφηβεία ετών 60
Αρκεί και μόνο μια ματιά στη μικροσκοπική, αγωνιστική, σβέλτη όσο και σπαρτιατική με τα σημερινά –και όχι μόνο –δεδομένα, σιλουέτα και υπόστασή του για να καταλήξει κανείς περίπου στα ίδια επίθετα με τα οποία θα περιέγραφε τον Wolverine: πρωτόγονο μέσα στη λιτή και γεμάτη ακμές αγωνιστική λογική του, αντισυστημικό ως ένα όχημα που απεμπολεί κάθε πιθανή σχέση με την άνεση ή την πολυτέλεια και όμως ταυτόχρονα εκρηκτικό, cool και τελικά επιθυμητό από κάθε… νοσταλγό τoυ rock’n’roll. Προς επίρρωση της ιδιαιτερότητάς του, πλην της επετείου που το καθιστά αξιομνημόνευτο, συνυπολογίστε το γεγονός ότι ελάχιστα είναι τα τετράτροχα που εξακολουθούν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας μετά από μια εξηκονταετία παρουσίας τους στην αγορά και μάλιστα μπορούν να ισχυρίζονται ότι κατασκευάζονται με την ίδια ακριβώς λογική, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και αυτό ισχύει για το 7 ακόμα και αν η κατασκευή του συνεχίζεται από μια διαφορετική εταιρεία και με διαφορετικό όνομα καθώς ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές θεωρητικά μπορεί να το αγοράσει κανείς ως Caterham Seven, επωφελούμενος φυσικά από μια πιο εκτεταμένη γκάμα επιλογών και από πιο «αποδοτικά» υλικά σε σχέση με το αρχέτυπο, αλλά στην ίδια ακριβώς λογική.
Η ευφυΐα της απλότητας
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, το Lotus 7 δημιουργήθηκε με τα ίδια υλικά και αρχές που διέκριναν τα μεταπολεμικά οχήματα έστω και αν ο πόλεμος είχε τελειώσει αρκετά χρόνια πριν το 1957, οπότε και το «εφτάρι» πρωτοεμφανίστηκε ως το απόσταγμα μηχανολογικής ευφυΐας του Colin Chapman.
Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια χρονιά με το Seven, η Lotus παρουσίασε τη Lotus Elite, η οποία υπακούοντας σε ένα εξωπραγματικό σκεπτικό καινοτομίας διέθετε monocoque πλαίσιο από υαλονήματα, το οποίο ωστόσο κρίθηκε ασύμφορο για την εποχή και εγκαταλείφθηκε τόσο ως σκεπτικό όσο και ως υλικό για την κατασκευή του πλαισίου.
Αντίθετα με την πιο συστημική –τουλάχιστον ως εμφάνιση –Elite, το 7 υπάκουε σε μια αγωνιστική λογική, με το βλέμμα στις πίστες, χωρίς όμως να απεμπολεί το δικαίωμα κίνησης στον δρόμο. Οσο για τις συνθήκες δημιουργίας του, ο C. Chapman έχοντας ήδη πιστωθεί την επιτυχία του προκατόχου του Seven, Mk6, η οποία και τον καθιέρωσε στη συνείδηση της αυτοκινητοβιομηχανίας και κυρίως εκείνων που ασχολούνταν με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, αποφάσισε να κατασκευάσει ένα τετράτροχο στην ίδια λιτή λογική, το οποίο επίσης επιθυμούσε να είναι προσιτό.
Εξάλλου, όπως ήταν το μότο του ίδιου βάσει του οποίου λίγα μόλις χρόνια αργότερα θα οδηγούσε τη Lotus στην κατάκτηση επτά πρωταθλημάτων κατασκευαστών και έξι οδηγών στην F1: «Προσθέτοντας ισχύ γίνεσαι γρήγορος στις ευθείες. Αφαιρώντας βάρος γίνεσαι γρήγορος παντού».
Με αυτό το ελαφρύ σκεπτικό λοιπόν, το 7 «έκρυβε» κάτω από τα αλουμινένια πάνελ του αμαξώματός του ένα σωληνωτό χωροδικτύωμα και αρχικά έναν κινητήρα της Ford 1.172 κ.εκ., o οποίος απέδιδε έως 50 ίππους και συνδυαζόταν με κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων επίσης της Ford, σε ένα σύνολο που δεν ξεπερνούσε το βάρος των 329 κιλών. Τις προδιαγραφές του πρώτου 7 συμπλήρωνε η παρουσία ενός άκαμπτου άξονα στο πίσω τμήμα και μιας ανάρτησης με ψαλίδια και ελατήρια στο μπροστινό, ενώ γρήγορα οι επιλογές για κινητήρες εμπλουτίστηκαν με μηχανικά σύνολα της Coventry Climax και της BMC προσφέροντας ποικιλία σε κυβισμό και απόδοση. Παράλληλα, εξίσου γρήγορα αντικαταστάθηκε και το σύστημα διεύθυνσης από ένα της Morris Minor τύπου κρεμαγιέρας με θεαματικά αποτελέσματα ιδίως για τη δυνατότητα του οδηγού να χωρέσει και το… αριστερό του πόδι στον ελάχιστο χώρο που είχε προβλέψει ο Chapman στο πλαίσιο της λογικής λιτότητας.
Διαχρονικότητα
Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι όπως ισχύει και σήμερα για το Caterham Seven, οι ιδιοκτήτες του Lotus 7 μπορούσαν να το αγοράσουν και να το συναρμολογήσουν οι ίδιοι γλιτώνοντας το μακρινό 1957 τον «βαρύ» φόρο αγοράς, ο οποίος μεταφραζόταν σε περίπου 500 στερλίνες.
Κρίσιμη όσο και διασκεδαστική λεπτομέρεια ως προς αυτό αποτελεί το γεγονός ότι σε μια απόπειρα του «Συστήματος» να περιορίσει τη φοροαποφυγή του συγκεκριμένου φόρου θεσμοθετήθηκε ότι η πώληση αποσυναρμολογημένων αγαθών όπως το 7 απαλλάσσεται από τον ανωτέρω φόρο με την προϋπόθεση ότι δεν δίνονται οδηγίες συναρμολόγησης. Ο Colin Chapman και η Lotus, με δεδομένο ότι η νομοθεσία δεν προέβλεπε τίποτα για τις οδηγίες αποσυναρμολόγησης, ξεπέρασαν τον συγκεκριμένο σκόπελο, εσωκλείοντας στο 7 οδηγίες αποσυναρμολόγησης, τις οποίες απλώς οι ιδιοκτήτες έπρεπε να ακολουθήσουν αντιστρόφως.
Οπως και να έχει, με τις πικάντικες λεπτομέρειες της εποχής της εμφάνισής του, το 7 παρά τη φαινομενική ταπεινότητά του ήταν ταχύτερο και πιο διασκεδαστικό από πολλά και πολύ ακριβότερα αυτοκίνητα της εποχής του.
Επίσης αν και με δεδομένο το concept της κατασκευής του, υπήρξαν πολλές παραλλαγές για τα μηχανικά και μη μέρη του, αλλά και νέες, βελτιωμένες γενιές του –κατά γενική ομολογία η πιο ευτυχής του στιγμή ήταν η τρίτη γενιά, Series 3, η οποία και επιβιώνει σήμερα ως Caterham. Στην πρώτη εμφάνισή της στα τέλη της δεκαετίας του ’60 διέθετε βελτιωμένο πλαίσιο, ανάρτηση διά χειρός Triumph Herald και κινητήρες της Ford με τη σφραγίδα και τις βελτιώσεις της Cosworth σε ποικίλες εκδοχές ισχύος και διαμόρφωσης ανάλογα με το μεράκι του ιδιοκτήτη.
Η πιο αξιομνημόνευτη στιγμή της τρίτης γενιάς του Lotus 7 θα παραμένει η έκδοση Twin Cam SS του 1969, η οποία κατασκευάστηκε σε μόλις 13 αντίτυπα και εξοπλιζόταν με τετρακύλινδρο κινητήρα δύο στροφαλοφόρων, χωρητικότητας 1.558 κ.εκ. και ισχύ 125 ίππους. Αν και τα μεγέθη επιδόσεων όταν βρίσκεσαι τόσο κοντά στον δρόμο και σε μια τόσο ελαφριά και ιδιότυπη κατασκευή μάλλον ελάχιστα μπορούν να πουν, για την ιστορία, η συγκεκριμένη εκδοχή του 7 επιτάχυνε από 0-96 χλμ./ώρα σε 7,1 δευτερόλεπτα ενώ η μέγιστη ταχύτητα διαμορφωνόταν σε 177 χλμ./ώρα. Για την ιστορία επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη εκδοχή του 7 θεωρείται κατά γενική ομολογία ότι μετουσιώνει καλύτερα το όραμα του Chapman, αν και με δεδομένη την ποικιλία διαμορφώσεων και παρεμβάσεων που επιτρέπει το συγκεκριμένο τετράτροχο ίσως μια ακόμα καλύτερη να βρίσκεται κάπου εκεί έξω ή ακόμα και στο μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ