Εν αντιθέσει με την ιστορία οποιασδήποτε άλλης επιτυχημένης φίρμας όπου οι παντός είδους «θρύλοι» περιβάλλονται –είτε εκ καταβολής τους είτε εκ των υστέρων –με κάποιου είδους «μυθολογία» και τις απαραίτητες δόσεις φιλολογίας προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο εκάστοτε «μύθος», το αφήγημα της AMG διήνυσε 50 χρόνια πορείας, φτάνοντας στο σήμερα χωρίς τις συνήθεις φανφάρες και υπερβολές σε λεκτικό επίπεδο. Είναι σαν οι ιδρυτές της και η φυσική της εξέλιξη υπό τη στέγη της Mercedes-Benz να μην άφηναν ποτέ χώρο και χρόνο για την οικοδόμηση μιας μυθολογίας, όντας κατ’ αποκλειστικότητα απασχολημένοι με την εξέλιξη καινούργιων projects τα οποία θα φρόντιζαν από μόνα τους να αποτελέσουν απτή απόδειξη και καταγραφή μιας ιστορίας γεμάτης από πάθος για την αυτοκίνηση και επίκεντρο τις επιδόσεις.
Ετσι η ιστορία της AMG δεν ξεκινά με ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα για μεγαλεπήβολες κατακτήσεις, αλλά από την αγάπη δύο ανθρώπων για οτιδήποτε είχε σχέση με τη βελτίωση και τη μετατροπή «συμβατικών» αυτοκινήτων σε αγωνιστικές «μηχανές». Για του λόγου το ακριβές, οι πρώτες σελίδες της ιστορίας του βελτιωτικού οίκου, που πλέον είναι συνυφασμένος με τις εκδόσεις επιδόσεων της Mercedes-Benz, γράφονται σε έναν παλιό μύλο στο Burgstall, στη Νοτιοδυτική Γερμανία, πολύ κοντά στη σημερινή έδρα της AMG, το Affalterbach.
Εκεί οι Hans-Werner Aufrecht και Erhard Melcher, οι οποίοι εργάζονται ήδη ως μηχανικοί στο αγωνιστικό τμήμα της Mercedes-Benz, θα δημιουργήσουν ένα αυτοσχέδιο «garage» βελτιώσεων, την πρώτη «έδρα» της AMG, όπου σύμφωνα με τις –ελάχιστες –αναφορές και τα φωτογραφικά τεκμήρια που υπάρχουν η είσοδος ήταν τόσο μικρή που μετά βίας χωρούσε μια τυπική Mercedes της δεκαετίας του ’60, ενώ η τάφρος επιθεώρησης ήταν απλώς ένας λάκκος σκαμμένος στο χώμα. Ενδεικτικό της αθωότητας με την οποία αντιμετώπιζαν το εγχείρημά τους είναι πως όταν χρειάστηκε να αποκτήσουν ένα όνομα ως επιχείρηση εν έτει 1967 κατέφυγαν στον απλό συνδυασμό των αρχικών των επωνύμων τους και του τόπου καταγωγής του Hans-Werner Aufrecht, του Grossaspach, σχηματίζοντας έτσι το αρκτικόλεξο AMG.
Χρόνια αργότερα ο Hans-Werner Aufrecht, ο οποίος προσφάτως έκλεισε τα 79 του χρόνια και εκτός από την ίδρυση της AMG έχει πιστωθεί και την ανανέωση του πρωταθλήματος DTM, θα επέτρεπε στον εαυτό του να συστήνεται με μια δόση αυταρέσκειας ως «το Α της AMG».
Τα πρώτα βήματα
Επιστρέφοντας στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο πρώτος πελάτης της AMG, σύμφωνα με μια διήγηση του αδελφού του ιδρυτή της φίρμας, Friedrich Aufrecht, είναι ένας ιδιώτης οδηγός αγώνων, ιδιοκτήτης Mercedes-Benz από το Κίελο. Αν και φτάνοντας στην πόρτα του παλιού μύλου παραξενεύτηκε από τις πρωτόγονες εγκαταστάσεις της AMG, τελικά πείστηκε να παραδώσει το αυτοκίνητό του για βελτιώσεις. Οταν πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το μακρινό Kίελο και αφού είχε φτάσει σχεδόν στη Φρανκφούρτη, αποφάσισε να επιστρέψει στο Burgstall προκειμένου να μπορέσει να ευχαριστήσει αυτοπροσώπως τους δύο έκπληκτους μηχανικούς για την καλή δουλειά που είχαν κάνει.
Η επίσημη αναγνώριση της AMG ως ενός υπολογίσιμου αντιπάλου στον κόσμο του τετράτροχου αθλητισμού ήρθε ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
H Mercedes-Benz έχει τότε διακόψει ένα μέρος των αγωνιστικών της δραστηριοτήτων και οι δύο μηχανικοί διοχετεύουν το πάθος τους βελτιώνοντας Mercedes-Benz «κατ’ οίκον». Ολως παραδόξως αγαπημένο τους «τετράτροχο θέμα» από τότε που καταπιάστηκαν ιδιωτικά με τις βελτιώσεις περιγράφοντας τους εαυτούς τους ως «ειδικούς στη σχεδίαση, στην κατασκευή και στις δοκιμές για την εξέλιξη αγωνιστικών κινητήρων» ήταν οι μετατροπές στη ναυαρχίδα της γερμανικής φίρμας, Mercedes-Benz 300.

Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αναλαμβάνουν ωστόσο μόνο «ερασιτεχνικά» την υποστήριξη αγωνιστικών αυτοκινήτων και πραγματοποιούν κατά παραγγελία μετατροπές. Αυτό θα συμβαίνει ως τη στιγμή που αποκτούν μια τρακαρισμένη 300άρα για λιγότερο από 6.000 ευρώ –όταν μια καινούργια Mercedes-Benz 300 κόστιζε εκείνη την εποχή περίπου 20.000 ευρώ.

Ο θρίαµβος του «outsider»
Ξεκινούν τις βελτιώσεις στον V8 κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό από τα 6,3 λίτρα στα 6,8 λίτρα, αλλάζοντας εκκεντροφόρους άξονες, την πολλαπλή εισαγωγή και πραγματοποιώντας τροποποιήσεις σε φρένα, ανάρτηση και σε άλλα μηχανικά και μη μέρη με στόχο να συμμετέχουν σε αγώνες. Το αποτέλεσμα είναι η αρχέτυπη κόκκινη Mercedes-Benz 300 SEL AMG με βάρος 1,5 τόνου, η οποία θα μείνει στην ιστορία ως «Rote Sau» (Κόκκινη Γουρούνα) και απέδιδε 428 ίππους, 620 Nm ροπής και είχε μέγιστη ταχύτητα 265 χλμ./ώρα χάρη στις παρεμβάσεις των δύο μηχανικών, οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις αποτιμώνται –σε χρόνο και χρήμα –σε περίπου 100.000 ευρώ.

Η συνέχεια θα δοθεί στον 24ωρο αγώνα του Spa τo 1971, όπου η Rote Sau θα συμμετάσχει ως τυπικό outsider με δύο σχετικά άσημους οδηγούς, τους Hans Heyer και Clemens Schickentanz, για να κατακτήσει τελικά την πρώτη θέση στην κατηγορία της και τη δεύτερη στη γενική κατάταξη. Αυτό ήταν και το εναρκτήριο λάκτισμα για την καθιέρωση της AMG ως –«ανεπίσημου» ακόμα –αλλά ικανού βελτιωτή μοντέλων Mercedes-Benz χάρη σε μια φιλοσοφία της η οποία έχει ως βάση την απλή αρχή μεταφοράς τεχνολογίας που έχει δοκιμαστεί στις πίστες, σε «πολιτικά» αυτοκίνητα με στόχο αγωνιστικές επιδόσεις. Μετά τη νίκη στο βελγικό Spa η AMG ξεκινά να προσφέρει πακέτα αναβάθμισης σε όσους ιδιοκτήτες το επιθυμούν τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλες αγορές, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει την πηγή της τεχνολογίας της, τις πίστες και την εξέλιξη αγωνιστικών εφαρμογών, έως σήμερα που το Affalterbach αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των αντίστοιχων δραστηριοτήτων της Mercedes-Benz, από τον πιο «ταπεινό» αγώνα ως την κορυφαία διοργάνωση του μηχανοκίνητου αθλητισμού, όπου έχει κατακτήσει περίοπτη θέση τόσο αγωνιστικά όσο και ως επίσημου προμηθευτή του Safety Car στα ασφάλτινα τερέν της F1 από το 1996.

H αλματώδης ανάπτυξη
Επιστρέφοντας στο απώτερο παρελθόν, χαρακτηριστικό της ταχείας εξέλιξης της AMG είναι ότι ενώ το 1971 η φίρμα ουσιαστικά αποτελεί ένα… two men show, το 1978 ο παλιός μύλος, όσο και αν έχει επεκταθεί στη γύρω γερμανική εξοχή, δεν αρκεί για τις ανάγκες της ολοένα αυξανόμενης ζήτησης και έτσι εγκαινιάζονται οι νέες εγκαταστάσεις στο Affalterbach, οι οποίες αρχικά αριθμούν 40 εργαζομένους.
Παράλληλα με τις ειδικές παραγγελίες για ιδιώτες, το 1980 η AMG αποσπά μία ακόμα σημαντική για τη μετέπειτα εξέλιξή της αγωνιστική περγαμηνή κατακτώντας την πρώτη θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αυτοκινήτων Τουρισμού στο Nurburgring με την AMG Μercedes 450 SLC.

Το 1984 η ΑΜG αποκτά και επισήμως τον τίτλο του κατασκευαστή κινητήρων χάρη σε μια καινοτομία του Ε. Melcher, o οποίος εξελίσσει έναν κινητήρα με ανεξάρτητη κυλινδροκεφαλή και τέσσερις βαλβίδες ανά κύλινδρο. Κάπως έτσι έναν χρόνο αργότερα, το 1985, η AMG θα αποκτήσει και δεύτερο εργοστάσιο στην περιοχή του Affalterbach, ενώ οι εργαζόμενοί της θα αυξηθούν στους 100.

Το 1986 η AMG θα τοποθετήσει έναν V8 5,0 λίτρων στην Ε-Class, με αποτέλεσμα ένα μοντέλο που θα μείνει στην ιστορία ως «Τhe Hammer» και θα απογειώσει τη φήμη της φίρμας. Το 1988 και αφού η AMG έχει πιστωθεί ήδη κάποιες νίκες στο Γερμανικό Πρωτάθλημα Αυτοκινήτων Τουρισμού (DTM) με την εμβληματική 190 Ε 2.3-16 το Αffalterbach θα ξεκινήσει και επισήμως τη συνεργασία του με τη Mercedes-Benz στον μηχανοκίνητο αθλητισμό, μια σύμπραξη η οποία ύστερα από λίγα χρόνια θα εξασφαλίσει, μεταξύ πολλών άλλων, στην τελευταία τον τίτλο στο DTM, και μάλιστα στο απόγειο της δόξας και της δημοτικότητας της διοργάνωσης.
Το 1990 η συνεργασία AMG με την Daimler-Benz θα γίνει ολοκληρωτική, με τα προϊόντα του Affalterbach να διατίθενται πλέον από το δίκτυο και με την υποστήριξη της Mercedes-Benz, η οποία κατά γενική ομολογία λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής των αξιών της AMG. Με τη σύμπραξη το Affalterbach αποκτά ένα ακόμα εργοστάσιο και απεριόριστη –με όλη την έννοια του όρου –πρόσβαση στο πλούσιο οπλοστάσιο μοντέλων της Mercedes-Benz, καθώς σήμερα, 50 χρόνια μετά τη δημιουργία της, η AMG, έχοντας πλέον 1.400 εργαζομένους και καταλαμβάνοντας κάμποσες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα σε εγκαταστάσεις, εκτός από την εγνωσμένη αγωνιστική δραστηριότητά της, προσφέρει σε πολλές περιπτώσεις παραπάνω από μία αγωνιστικών προδιαγραφών εκδοχή μοντέλων της γερμανικής φίρμας βασιζόμενη στην ίδια ακριβώς αρχή επιδόσεων και εμμονικής προσήλωσης όπως επιβάλλει το μότο «One man, one engine» –ακριβώς όπως τότε που δύο μόνο άνθρωποι κατάφεραν τελικά να επηρεάσουν την ιστορία των επιδόσεων του σήμερα.

1986
Η AMG Mercedes-Benz E-Class με το προσωνύμιο «The Hammer» απέδιδε 396 ίππους, προσφέροντας μέγιστη ταχύτητα πάνω από 300 χλμ./ώρα όταν η Ferrari Testarossa δεν ξεπερνούσε τα 290 χλμ./ώρα

1993
Η AMG C 36 ήταν το πρώτο μοντέλο που προέκυψε μετά την επίσημη σύμπραξη των Mercedes-Benz και AMG, προσφέροντας ισχύ 280 ίππων χάρη στις παρεμβάσεις του Affalterbach στον εξακύλινδρο των 3,6 λίτρων

2005
Στην ανανέωση της G-Class η AMG καταπιάνεται για πρώτη φορά με το εμβληματικό SUV, εξασφαλίζοντάς του αρχικά 476 ίππους που σήμερα έφτασαν τους 612, δημιουργώντας μια «διαφορετική» σχολή επιδόσεων

2010
Η SLS AMG ήταν το πρώτο μοντέλο που σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου από την AMG, η οποία όμως δεν αρκέστηκε στις δάφνες του supercar, παραδίδοντας έναν χρόνο αργότερα και μια ηλεκτρική εκδοχή του, ισχύος 533 ίππων

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ