Με τον κ. Αντ. Σαμαρά να ετοιμάζεται να παραλάβει από τον Πρόεδρο τη Δημοκρατίας, κ. Κάρολο Παπούλια την πρώτη διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης, την οποία ο ίδιος περιέγραψε ως «εθνικής σωτηρίας», τα κομματικά επιτελεία φαίνεται πως ετοιμάζονται για ένα (οριακής αντοχής) παιχνίδι εντυπώσεων.

Αυτό που οι περισσότεροι φαίνεται πως κατανοούν, είναι πως το παιχνίδι αυτό θα πρέπει να έχει λήξει σε σύντομο χρονικό διάστημα· είτε τις αμέσως επόμενες ημέρες, είτε το αργότερο με την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, η οποία θα γίνει στις αρχές της επόμενης εβδομάδας σε περίπτωση που οι διερευνητικές εντολές των τριών πρώτων κομμάτων αποβούν άκαρπες.

Με τα χθεσινοβραδινά δεδομένα, αυτό που διαφάνηκε ήταν πάντως η προσπάθεια μετακύλησης των ευθυνών, είτε για τον ενδεχόμενο μη σχηματισμό κυβέρνησης, είτε για την πιθανολογούμενη νέα προσφυγή στις κάλπες.

Από τις δηλώσεις των αρχηγών των τριών κομμάτων, τα οποία βάσει του Συντάγματος θα κληθούν να διερευνήσουν τις δυνατότητές τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης ή θα βολιδοσκοπηθούν για τη συμμετοχή τους σε αυτήν, προκύπτει ένα θολό τοπίο.

Η «Βαβέλ» των δηλώσεων

Ο πρόεδρος της ΝΔ, κ. Αντ. Σαμαράς ζήτησε σχηματισμό κυβέρνησης με στόχο την παραμονή στο ευρώ και την αλλαγή του μνημονίου. «Καταθέτω ανοικτή πρόταση προς όλες τις δυνάμεις που δέχονται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας», είπε και υπογράμμισε: «Κατανοώ την οργή του κόσμου, αλλά η παράταξή μας δεν θα αφήσει την Ελλάδα ακυβέρνητη».

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Αλ. Τσίπρας κατ΄αρχάς απέρριψε την πρόταση και μίλησε για σχηματισμό κυβέρνησης της Αριστεράς, παρόλο που και κάτι τέτοιο φαίνεται εκ των πραγμάτων αδύνατο. Μίλησε ειδικότερα, για συνεννόηση «πρωτίστως με τις δυνάμεις της Αριστεράς» και σημείωσε: «μόνη μας δέσμευση είναι ότι θα τιμήσουμε την εντολή που μας δίνει ο λαός πως θα κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για ανατραπεί η πορεία του μνημονίου».

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Ευ. Βενιζέλος, απευθύνθηκε προς πάσα φιλoευρωπαϊκή κατεύθυνση, υπονοώντας πάντως τον σχηματισμό κυβέρνησης με «κοινωνική» νομιμοποίηση και θέλοντας έτσι να ασκήσει έμμεση πίεση προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.

«Μια κυβέρνηση συνεργασίας του παλιού δικομματισμού δεν θα έχει ούτε επαρκή νομιμοποίηση ούτε εσωτερική και διεθνή αξιοπιστία, ακόμη και αν συγκέντρωνε οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία», ανέφερε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ και συμπλήρωσε: «Μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με την συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων που δηλώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό, ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στο μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση, έχει νόημα. Έχει νόημα αν μπορεί να υπάρξει μια κοινή προγραμματική βάση, ωφέλιμη και ασφαλής για τη χώρα. Όχι όμως ένα αόριστο και αντιφατικό περίγραμμα, που απλώς σπαταλά τον ιστορικό χρόνο της πατρίδας, της οικονομίας, των νέων ανθρώπων».

Εν αναμονή της τελικής έκβασης της διαδικασίας για τον σχηματισμό κυβέρνησης ή την ανάδειξη του αδιεξόδου, οι πιέσεις διαφαίνεται πως θα ασκηθούν σε δύο πεδία:

Πιέσεις προς την ΔΗΜ.ΑΡ
Κατ’ αρχάς στο εσωτερικό της χώρας, οι δυνάμεις που διαφημίζουν τον ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό θα κληθούν να το αποδείξουν εμπράκτως, στηρίζοντας ή συμμετέχοντας σε μία κυβέρνηση.

Πρώτη μεταξύ αυτών των δυνάμεων θα είναι η ΔΗΜ.ΑΡ, η οποία πέραν της γενικής πολιτικής της τοποθέτησης συγκεντρώνει ικανό αριθμό εδρών για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας σε περίπτωση συνεργασίας τριών κομμάτων – καθώς έως αργά το βράδυ δεν είχε οριστικοποιηθεί το αν θα υπήρχε άλλο «φιλοευρωπαϊκό» κόμμα στη Βουλή.

Ο ίδιος πάντως ο πρόεδρος του κόμματος, κ. Φ. Κουβέλης έκανε μία δήλωση ανοιχτή σε ερμηνείες, τονίζοντας: «Δεν θα δώσουμε αριστερό δημοκρατικό άλλοθι σε κανέναν. Θα κινηθούμε με βάση τις προγραμματικές και προεκλογικές μας δεσμεύσεις, με άξονα την απαγκίστρωση από το μνημόνιο και το σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας».
Ερωτηματικό η στάση της Ευρώπης

Το δεύτερο πεδίο, από το οποίο θα εκδηλωθούν πιέσεις – και πιθανώς το πλέον καθοριστικό – αφορά το εξωτερικό.
Δεδομένου ότι από τη Δευτέρα το πρωί ο χρόνος για τον σχηματισμό κυβέρνησης ή τη διεξαγωγή νέων εκλογών θα μετρά αντίστροφα, το μεγάλο ερωτηματικό τίθεται ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα υποδεχθούν οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο το αποτέλεσμα των εκλογών.

Αυτό στο οποίο συμφωνούν οι ψυχραιμότεροι, είναι πως αυτή η ευρωπαϊκή στάση θα διαμορφωθεί με βάση την ωριμότητα που θα επιδείξει (ή δεν θα επιδείξει) το κλονισμένο πολιτικό σύστημα της χώρας.