Απανταχού της γης είθισται η Μαφία να εμφιλοχωρεί στο κυβερνητικό άβατο και να προσδιορίζει ενίοτε τις πράξεις των πολιτικών με μέσα αθέμιτα προς εξυπηρέτησιν σκοπών ανόμων, των με δοράν αμνού περιβεβλημένων «μεγάλων» του αριστοτεχνικά οργανωμένου εγκλήματος.


Να όμως που η Τουρκία έρχεται να πρωτοτυπήσει πράττοντας ακριβώς το αντίθετο: το κράτος καθοδηγεί κοινούς εγκληματίες και τους χρησιμοποιεί για να απαλλαγεί από διάφορους «ενοχλητικούς» ­ εν πάση περιπτώσει, δηλωμένους εχθρούς και οπωσδήποτε ισχυρούς αντιπάλους των κρατούντων, που όζοντες προτιμούν να δρουν αφανώς εκ του ασφαλούς, όπως μέχρι πρότινος επίστευαν.


Ουσιαστικά περί της κυρίας Τανσού Τσιλέρ και των ανθρώπων της πρόκειται. Και δεν είναι συμπτωματικό ότι το σκάνδαλο φωτίζεται τώρα ακριβώς που κυβερνά ο ορκισμένος εχθρός της, ο Μεσούτ Γιλμάζ, καίτοι προέρχεται από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο. Κάτι σαν «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μοιάζει, κατά τα συνήθη γκαγκστερικά πρότυπα.


Διότι για πρώτη φορά το κράτος καταφέρεται εναντίον του… κράτους, προφανώς για να υπάρξει αντιδιαστολή του «δικού μας» και του «δικού τους» κράτους. Χωρίς να αντιλαμβάνονται ίσως ότι έτσι ενοχοποιούνται οι κρατικές υπηρεσίες και χάνουν το κύρος και την αξιοπιστία τους, αφού αποκαλύπτεται ότι δεν διστάζουν να καταφύγουν στο έγκλημα προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους.


*Το μεγαλύτερο σκάνδαλο


Επίσημα χέρια ξεσκέπασαν τον οχετό. Σύσσωμος ο τουρκικός Τύπος δημοσίευσε εκτενή αποσπάσματα της έκθεσης του Κουτλού Σαβάς που αποκαλύπτει σκοτεινές πτυχές των σχέσεων του επισήμου κράτους με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Σαβάς είναι πρόεδρος του παρά τω πρωθυπουργώ Σώματος Επιθεωρητών και έλαβε προσωπική εντολή από τον πρωθυπουργό Μεσούτ Γιλμάζ να διερευνήσει την ανάμειξη κρατικών λειτουργών στο μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολεμικής Τουρκίας.


Και φαίνεται ότι ο ανακριτής έκανε πολύ καλά τη δουλειά του αφού από την έκθεσή του, που καλύπτει 120 δακτυλογραφημένες σελίδες, προκύπτει ότι στελέχη της (προηγούμενης) κυβέρνησης και γενικώς των κρατικών υπηρεσιών υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί δολοφονιών και συνεργοί εμπόρων ναρκωτικών ­ πάντα με το αζημίωτο, αφού φρόντιζαν να «ξεπλένουν» τα παράνομα κέρδη τους μέσω των καζίνων.



Ενα συνηθισμένο τροχαίο δυστύχημα ήταν η αφορμή για να ξεσπάσει το μέγα σκάνδαλο. Τον Νοέμβριο του 1996, κοντά στην πόλη Σουσουρλούκ της Δυτικής Τουρκίας, ένα αυτοκίνητο βγήκε από τον δρόμο και έγινε συντρίμμια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο επιβάτες του και να τραυματισθεί σοβαρά ο τρίτος. Νεκροί, ο αρχηγός της τουρκικής αστυνομίας και ένας καταζητούμενος μεγαλέμπορος ηρωίνης που τον έψαχναν από καιρό για να καταθέσει σχετικά με τη δολοφονία επτά νέων, αριστερών πεποιθήσεων. Και ο τραυματίας, μέλος του τουρκικού κοινοβουλίου, αρχηγός μιας φιλοκυβερνητικής οργάνωσης Κούρδων (υπάρχουν και τέτοιες στην Τουρκία).


Το εύλογο ερώτημα χρειαζόταν οπωσδήποτε μιαν απάντηση: Τι γύρευαν τα τρία αυτά συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα στο ίδιο αυτοκίνητο; Στον αέρα άρχισαν να πλανώνται οι πρώτες υποψίες για επιλήψιμες διασυνδέσεις του κράτους με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Οπως ήταν φυσικό, οι αρχικές «έρευνες» δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα διότι επικράτησαν ρυθμοί χελώνας εν μέσω αλλεπάλληλων πολιτικών κρίσεων. Τελικά, πρωθυπουργός της Τουρκίας ανέλαβε (τον περασμένο Ιούνιο) ο Μεσούτ Γιλμάζ, ο οποίος έδωσε ρητή εντολή στον άνθρωπό του, τον Κουτλού Σαβάς, να ξεκαθαρίσει επιτέλους την υπόθεση.


Η υπόθεση βεβαίως πόρρω απέχει ακόμη από τη διαλεύκανσή της αλλά η έκθεση του επιθεωρητή τουλάχιστον άνοιξε το πρώτο φρεάτιο του οχετού. Τώρα πια υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία για την ανάμειξη των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στη δολοφονία (1994) του Μεχτσέτ Καντούρκ, του κούρδου επιχειρηματία που χρηματοδοτούσε την κουρδική εφημερίδα «Οζγκούρ Γκουντέμ» (έχει κλείσει σήμερα). Εργο των κρατικών υπηρεσιών είναι και οι δύο «μυστηριώδεις» εκρήξεις που είχαν καταστρέψει ολοσχερώς τα γραφεία της εφημερίδας στην Αγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη. «Το κράτος δεν μπορούσε να βρει άλλον τρόπο για να αντιμετωπίσει τον Καντούρκ. Τα νόμιμα μέσα δεν επαρκούσαν. Ετσι αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν» γράφει επί λέξει στην έκθεσή του ο Σαβάς.


Ο προσφορότερος τρόπος για την «αντιμετώπιση» των Κούρδων και των ενοχλητικών για την κυβέρνηση της Αγκυρας υποστηρικτών τους ήταν η φυσική εξόντωσή τους με φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς τα στελέχη των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγεται και ο Μεχμέτ Σιντσάρ, κούρδος βουλευτής που πυροβολήθηκε το 1993 στην πόλη Μπατμάν που βρίσκεται στην περιοχή των Κούρδων. Αργότερα το κόμμα του, το Λαϊκό Κόμμα Κούρδων Εργατών, κηρύχθηκε παράνομο με δικαστική απόφαση.


Στον κατάλογο των θυμάτων υπάρχει και το όνομα του Μουσά Αντέρ, του ειρηνιστή κούρδου συγγραφέα που δολοφονήθηκε το 1994. Για το έγκλημα αυτό μετάνιωσαν πικρά οι δράστες γιατί δημιούργησε γενική κατακραυγή στην Τουρκία εκτινάσσοντας στα ύψη τη δημοτικότητα του νεκρού συγγραφέα καθώς όλοι ήθελαν να γνωρίσουν το έργο του.


Οι τρεις αυτές δολοφονίες είχαν μείνει «ανεξιχνίαστες» ως την ημέρα που ανέλαβε ο Σαβάς το έργο των ανακρίσεων. Οψιμα τώρα ρίχνεται φως όχι μόνο σε αυτές τις υποθέσεις αλλά και σε πολλές άλλες. Ηδη το ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας έδωσε το «πράσινο φως» για τη δίωξη δύο σημαντικών προσώπων τα οποία επίμονα είχαν επικαλεσθεί τη βουλευτική ασυλία για να γλιτώσουν την τιμωρία. Ο ένας είναι ο Σεντάτ Μπουτσάκ, ο αρχηγός της κουρδικής οργάνωσης που τραυματίστηκε στο δυστύχημα στο Σουσουρλούκ. Ο άλλος είναι ο Μεχμέτ Αγκάρ, πρώην υπουργός Εσωτερικών, που θεωρείται οργανωτής δολοφονιών με θύματα κούρδους «αντικαθεστωτικούς» και διάφορους άλλους «εχθρούς του κράτους».


«Αυτά είναι άκρως απόρρητα κρατικά ζητήματα και είναι σφάλμα να συζητούνται δημοσίως» δήλωσε τις προάλλες ο Αγκάρ, προσθέτοντας ότι «δεν νομίζω ότι θα είχε ποτέ αντίρρηση ο τουρκικός λαός για τέτοιου είδους ενέργειες». Δηλώσεις πρωτοφανείς στο στόμα υπουργού κράτους που θέλει να θεωρείται πολιτισμένο. Είχε πλάτες όμως ο κύριος Αγκάρ, ως φίλος της Τανσού Τσιλέρ, που φρόντισε να τον ανεβάσει στον θώκο του υπουργού όσο εκείνη ήταν πρωθυπουργός (Ιούνιος 1993 – Μάρτιος 1996). Τώρα η κυρία Τσιλέρ περνά δύσκολες ημέρες καθώς πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που της προσάπτουν ηθική αυτουργία σε πλήθος εγκλήματα. Εκείνη, γράφουν σήμερα οι τουρκικές εφημερίδες, ήταν ο ιθύνων νους των περιβόητων «ταγμάτων θανάτου» και άλλων οργανωμένων ομάδων που διέπρεπαν στο κοινό έγκλημα με στόχο πάντα τους αντιπάλους του καθεστώτος της.


Μάλιστα στην έκθεση Σαβάς αναφέρεται ότι «οι μυστικές υπηρεσίες και η αστυνομία υπέστησαν ριζική αναδόμηση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1993», καρφί που αφήνει να υπονοηθεί ότι η κυρία Τσιλέρ φρόντισε να βάλει δικούς της ανθρώπους σε νευραλγικά πόστα μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία. Το όνομά της δεν αναφέρεται βεβαίως στην έκθεση αλλά η ίδια κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες προκειμένου να γελοιοποιήσει την κυβέρνηση με όπλο την έκθεση αυτή: κατηγόρησε τον εχθρό της, τον Μεσούτ Γιλμάζ, ότι δεν έδωσε στη δημοσιότητα ολόκληρο το κείμενο.


* Οι πληρωμένοι δολοφόνοι


Κάτι σάπιο λοιπόν υπάρχει στο «βασίλειο» της Τουρκίας. Το παραδέχεται και η ίδια η κυβέρνηση της Αγκυρας δίδοντας στη δημοσιότητα τα σχετικά στοιχεία ­ για δικούς της λόγους βεβαίως. Πώς άρχισαν, όμως, όλα αυτά; Από την έκθεση Σαβάς ένα συμπέρασμα συνάγεται. Μετά τη «νίκη» των στρατηγών, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το κράτος βρήκε εύκολη λύση για την αντιμετώπιση των αρμένιων τρομοκρατών που απειλούσαν τους τούρκους διπλωμάτες στο εξωτερικό: ανέθεσε την εξόντωσή τους επί πληρωμή σε πρώην τούρκους τρομοκράτες. Σταδιακά όμως έχασε τον έλεγχο των πληρωμένων αυτών δολοφόνων, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου στράφηκαν προς άλλες επικερδέστερες επιχειρήσεις και, ασύδοτοι πλέον, ασχολήθηκαν με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, με εκβιασμούς, απαγωγές και φόνους, όχι κατά παραγγελίαν πλέον, αλλά για δικό τους λογαριασμό. Ηδη είχαν στενή συνεργασία με τις αστυνομικές υπηρεσίες αναλαμβάνοντας ενίοτε να βγάζουν από τη μέση ακόμη και στελέχη των μυστικών υπηρεσιών που έρχονταν σε ρήξη με διεφθαρμένους αστυνομικούς. Εξόντωσαν έτσι περί τους 15 μυστικούς πράκτορες. Γιατί κλείνουν όλα τα καζίνα Πού θα διοχετευθεί τζίρος 1 δισ. δολαρίων



Τα καζίνα της Τουρκίας έχασαν οριστικά το παιχνίδι και στις 11 Φεβρουαρίου βάζουν όλα λουκέτο, σύμφωνα με απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης. Οι βουλευτές που είχαν επισημάνει τις βλαβερές συνέπειες του τζόγου δικαιώνονται, ενώ οι διαχειριστές του «μαύρου χρήματος» ετοιμάζουν τις πλερέζες τους, γιατί πολύ τούς είχαν βολέψει τα τραπέζια της ρουλέτας και του μπακαρά στο «ξέπλυμα» ­ και τώρα πού θα βρουν «πλυντήρια»;


Η απόφαση είναι αμετάκλητη και η διαταγή δόθηκε ήδη: ό,τι παιχτεί θα παιχτεί ως τις 11 Φεβρουαρίου καθώς την επομένη στερεύει ο πακτωλός του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων (αυτός είναι ο τζίρος των τυχερών παιχνιδιών στην Τουρκία). Η άλλη όψη του νομίσματος είναι 18.000 υπάλληλοι των καζίνων που θα χάσουν τη δουλειά τους.


Φυσικά οι ιδιοκτήτες των καζίνων διαμαρτύρονται. Εχουν και αυτοί το επιχείρημά τους. Λένε ότι οι μόνοι κερδισμένοι από την απαγόρευση θα είναι οι ιδιοκτήτες παράνομων λεσχών, που θα τραβήξουν την πελατεία των καζίνων, αφού είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσουν εύκολα να απαλλαγούν από το πάθος τους οι λάτρεις της ρουλέτας, της τράπουλας και των «κουλοχέρηδων». Και όσο για τους χαμένους, δεν χρειάζεται και πολλές γνώσεις κανείς για να καταλάβει ότι θα είναι όλοι αυτοί που ασχολούνται με τον τουρισμό.


Επιχειρήματα σαθρά και ανυπόστατα για το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας, που στις 21 Ιανουαρίου απεφάνθη τελεσιδίκως και διέταξε το κλείσιμο των 78 καζίνων που λειτουργούν ανά την επικράτεια, διαθέτοντας συνολικά 850 τραπέζια και 8.800 μηχανήματα τύπου «κουλοχέρη» που, σύμφωνα με την απόφαση, θα κατασχεθούν.


Τι θα γίνει λοιπόν μετά τις 11 Φεβρουαρίου; Απλώς τα τυχερά παιχνίδια θα πέσουν στα χέρια εκείνων που το κράτος θέλει να εξουδετερώσει, δηλαδή στα χέρια των «νονών» του υποκόσμου. «Θα αναλάβουν οι γκάνγκστερ, ασύδοτοι, χωρίς κανέναν έλεγχο και το κράτος θα χάσει τα έσοδα που είχε από τα νόμιμα χαρτοπαίγνια. Ο τζόγος στην Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσει…» δήλωσε αγανακτισμένος στο Ρόιτερ ο Ερχάν Ακμπουλούτ, πρόεδρος της Ενωσης Καταστηματαρχών Τυχερών Παιγνίων, αποκαλύπτοντας κάποια πολύ ενδιαφέροντα νούμερα… Είπε ότι τα καζίνα έφερναν στον δημόσιο κορβανά περί τα 100 εκατομμύρια δολάρια, δίνοντας παράλληλα σημαντική ώθηση στον τουρισμό (αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που έκανε την κυβέρνηση να δώσει άδειες νόμιμης λειτουργίας το 1983).


Το αστείο στην υπόθεση είναι ότι την πρόταση για το κλείσιμο των καζίνων την είχε κάνει πρώτος ο Νετζμεντίν Ερμπακάν, όσο ακόμη ήταν πρωθυπουργός. Επέπρωτο όμως τα καζίνα να ακολουθήσουν τη μοίρα του αρχηγού του ισλαμικού Κόμματος της Ευημερίας που «έκλεισε» και αυτό κατ’ εντολήν των στρατηγών, με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας. Το «κοσμικό κράτος» ωστόσο δεν δίστασε να εφαρμόσει αυτό το μέτρο που είχε προτείνει ο αρχηγός των «αποδιοπομπαίων» ισλαμιστών, καταγγέλλοντας στη διάρκεια της ταραχώδους πρωθυπουργίας του ότι «τα καζίνα απλώνονται στην Τουρκία σαν επιδημία…».


Αξίζει να σημειωθεί ότι ολόκληρο το κύκλωμα των τυχερών παιχνιδιών είχε προκαλέσει γενική αγανάκτηση στην Τουρκία τον Ιούλιο του 1996 με την εν ψυχρώ δολοφονία του επονομαζόμενου «βασιλιά των καζίνων» Ομέρ Λουτφού Τοπάλ, ιδιοκτήτη των πέντε μεγαλύτερων λεσχών της Τουρκίας. Ειπώθηκε τότε ότι επρόκειτο για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μετά από κάποια «μπαμπεσιά» του στο ξέπλυμα χρημάτων που προέρχονταν από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Αλλωστε στα βρώμικα κυκλώματα της ηρωίνης φέρονται αναμεμιγμένοι πολλοί αστυνομικοί, πρώην σωματοφύλακες του ίδιου του Ερμπακάν, αλλά και πολιτικές προσωπικότητες και κρατικά στελέχη που έχουν εμπλακεί στο μεγάλο σκάνδαλο που συγκλονίζει αυτό τον καιρό την τουρκική κοινή γνώμη, η οποία έκπληκτη διαπιστώνει τις διασυνδέσεις υψηλά ιστάμενων προσωπικοτήτων με την τουρκική μαφία.


Ασφαλώς με το κλείσιμο των καζίνων ο τουρκικός τουρισμός θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα και δεν αποκλείεται να απαιτήσουν αποζημιώσεις οι ξένοι που έχουν επενδύσει στον κλάδο αυτό. Οπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Τουρκικής Ενωσης Ξενοδόχων Αλί Γκουρελί, όλα τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων έχουν απαραιτήτως και καζίνο, ενώ οι παίκτες υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 3%-5% της πληρότητας, επί συνολικής πληρότητας 60%-62% Χωρίς να υπολογίζονται τα σημαντικά έσοδα που είχαν τα ξενοδοχεία από τα τυχερά παιχνίδια.


Ο Ακμπουλούτ υπολογίζει ότι οι αφίξεις τουριστών θα παρουσιάσουν μείωση της τάξεως του 5% χωρίς καζίνα, ενώ τα έσοδα (της τάξεως των 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων) θα μειωθούν ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι οι παίκτες ξοδεύουν συνήθως μεγάλα ποσά.


«Θα υπάρξουν σημαντικές απώλειες στον τουρισμό» δηλώνει ο Ακμπουλούτ. «Οσο είχαμε τα καζίνα, πολλά ξενοδοχεία κατάφερναν να μένουν ανοικτά και τον χειμώνα. Τώρα είναι αναγκασμένα να κλείνουν κατά τη χειμερινή περίοδο». Ηδη μάλιστα έχουν γίνει αρκετές ακυρώσεις μισθώσεων καθώς οι ξένοι παίκτες αντιπροσωπεύουν το 20% της πελατείας των καζίνων.


Με αυτά τα δεδομένα, οι τούρκοι ιδιοκτήτες λεσχών ελπίζουν ότι η απαγόρευση δεν θα ισχύσει πάνω από δύο ως τρία χρόνια. Είναι σίγουροι ότι όταν συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς, θα καταργήσει τον νόμο. Εν τω μεταξύ όμως άλλοι θα επωφεληθούν από τις απώλειες της Τουρκίας. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι παίκτες θα στραφούν προς τα καζίνα της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, που είναι έτοιμα να δεχθούν τους τούρκους τζογαδόρους με ανοιχτές αγκάλες.


Αλλά και οι ιδιοκτήτες λεσχών δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια. Ηδη έχουν αρχίσει να δικτυώνονται στο εξωτερικό, ανοίγοντας καινούργια μαγαζιά όχι μόνο στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο, όπου τους καλοδέχεται το ψευδοκράτος του Ντενκτάς, αλλά και στις τουρκόφωνες δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, χωρίς να περιφρονούν και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα απόρρητα στοιχεία


Σε σύσκεψη με τους επιτελείς του ο πρωθυπουργός Μεσούτ Γιλμάζ αποφάσισε να καλύψει με το απόρρητο ορισμένα κεφάλαια της έκθεσης Σαβάς. Προφανώς πρόκειται για κεφάλαια που «καίνε» πολλούς αφού αναφέρονται στις προσπάθειες για εξόντωση αρμένιων τρομοκρατών που σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τούρκους διπλωμάτες στο εξωτερικό. Επίσης είναι ευνόητο ότι δεν μπορούν να αποκαλυφθούν σχέδια των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών για εξόντωση επιχειρηματιών που ενισχύουν οικονομικώς τους κούρδους αντάρτες. Για τους ίδιους λόγους αποσιωπείται ο ρόλος που έπαιξε η Τουρκία στο ατυχές πραξικόπημα του 1995 για την ανατροπή του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Χεϊντάρ Αλίγεφ. Τέλος, λέγεται ότι παραμένουν απόρρητα ορισμένα κεφάλαια που αναφέρονται στα καταπιεστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στην Τουρκία αμέσως μετά την «επανάσταση» των στρατηγών το 1980.


Αντιθέτως, άπλετο φως ρίχνεται σε ορισμένες απόπειρες εξόντωσης επιφανών, όπως π.χ. του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του αρχηγού του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, του ΡΚΚ: το 1994 δόθηκε, γράφει ο Σαβάς, η εντολή από την κυρία Τσιλέρ, αλλά για άγνωστους λόγους ανακλήθηκε προτού αρχίσει η επιχείρηση. Αλλη περίπτωση: η κυβέρνηση Τσιλέρ είχε αναθέσει σε σεσημασμένο μεγαλέμπορο ηρωίνης την κατάστρωση σχεδίου δολοφονίας του Ντουρουσούν Καρατάς, ηγέτη των Κούρδων που ζει στην Ευρώπη. Και βεβαίως αναφέρεται η δράση ενός εμπόρου ναρκωτικών που, σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε διεκπεραιώσει ουκ ολίγες «αποστολές» τέτοιου είδους. Πρόκειται για τον Αμπντουλάχ Τσατλί, που σκοτώθηκε στο τροχαίο στο Σουσουρλούκ.


Κατά τα άλλα, η έκθεση ενοχοποιεί πρώην αστυνομικούς διευθυντές που εξέδιδαν πλαστά διαβατήρια και άδειες οπλοφορίας σε επαγγελματίες δολοφόνους. Ενοχοποιεί προέδρους τραπεζών που χρηματοδοτούσαν παράνομες «επιχειρήσεις» με αντάλλαγμα την ατιμωρησία των δικών τους καταχρήσεων, που τους απέδιδαν υψηλά «κέρδη». Ενοχοποιεί και πρώην υπουργούς Τουρισμού που έδιναν παράνομες άδειες λειτουργίας σε καζίνα και χαρτοπαικτικές λέσχες όπου γινόταν το «ξέπλυμα» του μαύρου χρήματος από το εμπόριο των ναρκωτικών, από το παράνομο εμπόριο όπλων, από τις βές των πληρωμένων δολοφόνων.