Η είδηση του «Βήματος» (31.3.2013) ότι 3.014 μαθητές του Δημοτικού κατέθεσαν αίτηση προκειμένου να λάβουν μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις των πρότυπων πειραματικών γυμνασίων για 864 θέσεις πέρασε μάλλον απαρατήρητη. Παρά το γεγονός ότι οι επικείμενες εξετάσεις άνοιξαν την όρεξη των φροντιστηρίων να διαθέσουν ανάλογα «πακέτα» ως και 400 ευρώ! Αυτή λοιπόν η απόφαση χιλιάδων γονέων να υποβάλουν τα παιδιά τους στη δοκιμασία δεξιοτήτων και γνώσεων, όταν τα προηγούμενα χρόνια την αξιοσύνη τους την όριζε η κλήρωση, δείχνει όχι τόσο την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπως νομίζουν κάποιοι, αλλά τη βαθύτατη πίστη πολλών ότι οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι και προκόπτουν με τον αγαθό συναγωνισμό και την άμιλλα. Από το σχολείο ως την κοινωνία. Ετσι έπρεπε να χάσουμε πολλές δεκαετίες για να επανασυστήσουμε (στον όποιο βαθμό) τα πειραματικά σχολεία που η «πολιτιστική» και «εκπαιδευτική» πασοκική «επανάσταση» κατάργησε για τον «ελιτίστικο χαρακτήρα τους» που ευνοούσε, τάχατες, «μηχανισμούς κοινωνικής διάκρισης»! Χιλιάδες απόφοιτοι όμως των παλαιών πειραματικών σχολείων μπορούν να μας διαβεβαιώσουν ότι τα σχολεία αυτά ήταν ανοικτά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Κατάλοιπα της πρόχειρης εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης», που ξεκίνησε από μια παραπαίουσα και φοβική Μεταπολίτευση και ολοκληρώθηκε με τον χειρότερο τρόπο από το ΠαΣοΚ, εξακολουθούν και υπάρχουν ακόμη. Η ιδεολογία της ισοπέδωσης, η επιβράβευση της ήσσονος προσπάθειας, η λαϊκίστικη άποψη ότι όλοι είμαστε ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους και άλλα συναφή δεν αφάνισαν μόνο την οικονομία, άλλαξαν και τις εκπαιδευτικές, μορφωτικές αξίες. Κατάργησαν το ευγενικό δικαίωμα της άμιλλας, ευνόησαν την τσαπατσουλιά και την ημιμάθεια. Δύο παραδείγματα (από τον χώρο μου), που μάλλον θα ενοχλήσουν πολλούς, ανώνυμους και μη σχολιαστές!
Πρώτον: το διαβόητο ζήτημα των τόνων. Η κατάργησή τους ξεκίνησε και τελείωσε στα έδρανα μιας νυσταγμένης Βουλής, επί υπουργίας Νεοδημοκράτη, αν δεν σφάλλω. Εκτοτε όλοι είναι ευτυχείς. Ουδέποτε όμως μας εξήγησε κάποιος γιατί λ.χ. το λεγόμενο γλωσσικό πρόβλημα (που ελπίζω λύθηκε) είχε σχέση με τους τόνους! Ο «Ριζοσπάστης» της δεκαετίας του Τριάντα πολυτονικά τυπωνόταν. Ουδέποτε επίσης μας απέδειξαν ότι η κατάργηση των τόνων έκανε τη γλώσσα μας καλύτερη. Ή, να το θέσουμε αλλιώς, καμία μελέτη δεν έδειξε ότι οι ώρες που «εξοικονομήσαμε» με την εξάλειψη αυτού του «κακού» πήγαν σε καλό σκοπό! Φευ, ό,τι κερδίσαμε στο Δημοτικό το χάσαμε στο Γυμνάσιο, αφού το σεπτό υπουργείο εξακολουθεί να πιστεύει ότι όλα τα παιδιά του Γυμνασίου πρέπει, σώνει και καλά, να «μάθουν» Αρχαία. Αλλά Αρχαία χωρίς τους τόνους τους δεν γίνεται. Μονό σκοινί δεν φτάνει, διπλό περισσεύει. Το χειρότερο: η υπόθεση των τόνων (πέρα από τους επίμονα πολυτονικούς Ελύτη, Ρίτσο κ.ά.) έχει έρθει στη δικαιοδοσία αγράμματων και περίεργων ανθρώπων –σε λίγο θα έχει άποψη και η Χρυσή Αυγή!
Δεύτερον, η «μεταφραστική επανάσταση», δηλαδή η μαζική, υστερική, θα έλεγα, αντικατάσταση του πρωτοτύπου από μεταφράσεις για να μάθουμε τα αρχαία κείμενα καλύτερα, ευκολότερα, γρηγορότερα! Στη δεκαετία του ’80 «σοφοί» δάσκαλοι και εκπαιδευτικοί αποφάσισαν πως η «Αντιγόνη» στο πρωτότυπο και η «Αντιγόνη» από μετάφραση (τυχαίο παράδειγμα) είναι ένα και το αυτό. Ή μάλλον η μεταφρασμένη «Αντιγόνη» είναι καλύτερη επειδή όλοι την καταλαβαίνουμε. Το ίδιο έγινε με τον Ομηρο, τους λυρικούς κτλ. Μεγάλο άλλοθι γι’ αυτή την αλλαγή αποτέλεσε η μετάφραση του Ομήρου από τους σεβαστούς μου Καζαντζάκη – Κακριδή. Τα αποτελέσματα όμως δεν ήταν τα αναμενόμενα, γι’ αυτό έκτοτε οι ομηρικές μεταφράσεις πάνε κι έρχονται στα σχολεία. Δεν είναι το θέμα μου, όμως, πιστεύω πως η μετάφραση των ΚΚ εξακολουθεί και παραμένει η πιο σωστή που διαθέτουμε. Το κυριότερο: είναι η μόνη που έχει συστήσει, προγραμματικά και ευδιάκριτα, ένα ιδιοφυές μεταφραστικό ιδίωμα –ασχέτως αν αρέσει ή όχι. Η μετάφραση αυτή, πιστεύω, θα μπορούσε να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί μόνο από κάποιους που θα είχαν διδαχθεί τουλάχιστον μια ραψωδία στο πρωτότυπο. Αποτέλεσμα όλων αυτών: τα παιδιά ούτε Αρχαία μαθαίνουν ούτε μπορούν να καταλάβουν τι τους προσφέρει μια επίπεδη και άνοστη μετάφραση ενός αρχιλόχειου ή σαπφικού αποσπάσματος.
Εύγε λοιπόν στους γονείς και στα παιδιά που επιμένουν αξιοκρατικά και συναγωνιστικά. Η δημοσιοϋπαλληλική ΟΛΜΕ, όμως, σε μια κακογραμμένη ανακοίνωση, παλαιάς κοπής, τα βλέπει όλα ως «μια ακραία έκδοση της αριστείας» (sic), ενώ, κατά την άποψή της, ο υποτιθέμενος διαχωρισμός των μαθητών είναι «ιδιότυπα ρατσιστικός». Θρηνολογεί μάλιστα επειδή οι εξετάσεις αυτές χάλασαν τον «οικογενειακό προγραμματισμό» των παιδιών… Θεέ και Κύριε! Τα 3.014 παιδιά ορφανά είναι; Ελπίζουμε να επανέλθουμε.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ