Τα πακέτα Ντελόρ και το ταμείο συνοχής ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Τώρα, στην εποχή της κρίσης χρέους, η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάζεται «ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα βασίζεται σε δύο πυλώνες: αλληλεγγύη, αλλά και πειθαρχία», λέει μιλώντας στο «BHMA» ο Μιγκουέλ Μαντούρο, πορτογάλος καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Γέιλ, στις ΗΠΑ.

– Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση μπορεί να δώσει την ευκαιρία για μια εκ βάθρων αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, ιδίως ανάμεσα στον πλούσιο βορρά και τον φτωχό νότο;
«Ναι, χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης. Το σχέδιο Ντελόρ για μια κοινή αγορά και ένα κοινό νόμισμα βασιζόταν σε ένα άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο: τα πιο πλούσια κράτη θα είχαν πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά και οι πιο φτωχές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα είχαν κέρδη από το ταμείο συνοχής και τον φθηνό δανεισμό για να αναπτυχθούν.


Αυτό απέτυχε, γιατί τα πακέτα Ντελόρ ξοδεύθηκαν για να συντηρηθούν μη παραγωγικές και μη ανταγωνιστικές οικονομίες, και όχι για την μεταρρύθμισή τους. Τώρα χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα εξισορροπεί την πειθαρχία με την αλληλεγγύη και θα μπορεί να αποκαταστήσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά ένα σημείο εκκίνησης είναι να κατανοήσουμε πόσο βαθιά είναι η αλληλεξάρτησή μας εντός της ΕΕ.


Η ανικανότητα της ΕΕ να αντιμετωπίσει, αποφασιστικά και από την αρχή, την κρίση έχει, στον πυρήνα της, ένα πολιτικό χάσμα, που είναι και ένα σημαντικό έλλειμμα δημοκρατίας: δεν έχουμε εσωτερικεύσει τον βαθμό και τις δημοκρατικές επιπτώσεις της αλληλεξάρτησης που δημιούργησε η ενοποίηση».

– Θα λέγατε ότι η ΕΕ θα κινηθεί τώρα προς μεγαλύτερη οικονομική, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση, δηλ. προς μια μορφή φεντεραλισμού, ή αναμένετε περαιτέρω άνοδο του εθνικισμού στα κράτη-μέλη;
«Ο πραγματικός κίνδυνος είναι να συμβούν και τα δύο, ταυτοχρόνως. Δηλαδή, να κινηθεί η ΕΕ προς μεγαλύτερη ενοποίηση σε ένα περιβάλλον αυξημένου εθνικισμού.


Αυτό μπορεί να συμβεί, αν, από τη μια μεριά, η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση θα είναι τέτοια που δεν θα υπάρχει εναλλακτική παρά μόνο η περαιτέρω ενοποίηση. Και αν, από την άλλη, αυτό θα πρέπει να γίνει σε ένα κλίμα όπου η ενοποίηση δεν θα νομιμοποιείται με τρόπο που θα δίνει στους πολίτες, σε όλα τα κράτη, παρόμοιες προσδοκίες για την άσκηση επιρροής και μια βαθύτερη κατανόηση της αλληλεξάρτησης που θα δικαικολογεί αυτή την κατεύθυνση.


Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί αν τα βήματα που θα κάνουμε θα είναι προς την αυξημένη πειθαρχία χωρίς αλληλεγγύη (όπου πολίτες σε κάποιες χώρες μπορεί να νιώσουν ότι εξαναγκάζονται να συμμορφωθούν στην πειθαρχία που τους επιβάλλεται από άλλους), αλλά επίσης αν θα προχωρήσουμε προς την αλληλεγγύη χωρίς να εξασφαλίσουμε ότι οι πολίτες σε κάποια κράτη θα κατανοήσουν γιατί αυτό είναι αναγκαίο και δικαιολογημένο. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να καλύψουμε το πολιτικό χάσμα στο οποίο αναφέρθηκα».

Πώς θα εξασφαλιστεί η αλληλεγγύη;
«Η ίδια η ΕΕ δεν έχει τον προϋπολογισμό, ούτε τα μέσα, για να την εγγυηθεί. Θα πρέπει να προέλθει από κράτη, αλλά αυτό είναι ιδιαιτέρως δύσκολο σε μια κατάσταση όπου κάποια κράτη (οι λαοί τους) φοβούνται ότι θα γίνουν οι μόνιμοι χορηγοί του τρόπου της ζωής των άλλων.


Αυτό καθιστά την προσαρμογή όσων έχουν προβλήματα χρέους, με ή χωρίς χρεοκοπία, πολύ σκληρή. Πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποιος βαθμός επιπλέον αλληλεγγύης στο εγγύς μέλλον, αλλά μόνον όταν θα έχει ανακτηθεί η εμπιστοσύνη προς τις προβληματικές χώρες από την αυστηρή συμμόρφωσή τους στα προγράμματα προσαρμογής.
Σε κάποιον βαθμό, ακριβώς επειδή η ίδια η ΕΕ έχει περιορισμένα εργαλεία παρέμβασης και εξαρτάται από την αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη, δόθηκε προτεραιότητα στην λιτότητα και τις δομικές μεταρρυθμίσεις: είναι ο μόνος τρόπος για τα κράτη που δίνουν τα χρήματα να έχουν κάποιου είδους εγγύηση για το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα λεφτά.


Δεν είναι βεβαίως εφικτό να έχουμε μια ευρωζώνη χωρίς αλληλεγγύη, αλλά, την ίδια στιγμή, για τους λόγους που μόλις ανέφερα, η αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη εξαρτάται από την αμοιβαία εμπιστοσύνη, η οποία διαβρώθηκε λόγω της κρίσης.
Η δημοσιονομική πειθαρχία, πάντως, δεν θα είναι αρκετή για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, επειδή τα σημερινά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας είναι πολύ διαφορετικά ανάμεσα στα κράτη».