Μετά από μια συζήτηση με νέα, άγνωστα άτομα αφήνουμε στους συνομιλητές μας πολύ καλύτερη εντύπωση από εκείνη που νομίζουμε. Αυτό έδειξε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Psychological Science».

Το «liking gap»

Στην κοινωνική μας ζωή προσπαθούμε πολύ συχνά να καταλάβουμε πώς μας βλέπουν οι γύρω μας. Πιστεύουν ότι είμαστε βαρετοί ή ενδιαφέροντες, εγωιστές ή αλτρουιστές, ελκυστικοί ή όχι; «Η μελέτη μας μαρτυρεί ότι το να εκτιμήσουμε πόσο αρέσουμε σε ένα νέο πρόσωπο με το οποίο συζητούμε για πρώτη φορά – παρότι κάτι τέτοιο αποτελεί βασικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής μας στο οποίο εξασκούμαστε σε συνεχή βάση – είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο φανταζόμαστε» εξηγούν οι πρώτοι συγγραφείς της νέας μελέτης Ερικα Μπούθμπι, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, και Γκας Κούνι, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. «Αυτό το ονομάζουμε «liking gap» (σ.σ. «κενό σε ό,τι αφορά το πόσο αρέσουμε», σε… πολύ ελεύθερη μετάφραση) και μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ικανότητά μας να αναπτύσσουμε νέες σχέσεις» συμπληρώνει η Μάργκαρετ Κλαρκ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, που ήταν επίσης εκ των συγγραφέων της καινούργιας μελέτης.
Προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές (συμμετείχε επίσης ο Γκίλιαν Σάντστρομ, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ) υπέβαλαν εθελοντές σε πέντε διαφορετικά «πειράματα».
Στο πρώτο εξ αυτών, μοίρασαν άτομα που δεν είχαν γνωριστεί ποτέ πριν μεταξύ τους σε ζευγάρια και τους ζήτησαν να κάνουν μια πεντάλεπτη συζήτηση με τυπικές ερωτήσεις, από εκείνες που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι «για να σπάσει ο πάγος» (για παράδειγμα: «Από πού είσαι;», «Τι χόμπι έχεις;» κ.λπ.). Στο τέλος της συζήτησης ο κάθε συμμετέχων απάντησε σε ερωτήσεις των επιστημόνων σχετικά με το πόσο του άρεσε ο συνομιλητής του καθώς και με το τι εντύπωση εκτιμούσε ότι έκανε ο ίδιος στον συνομιλητή του.

Μου άρεσες, δεν σου άρεσα

Κατά μέσο όρο, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο κάθε εθελοντής ανέφερε ότι ο συνομιλητής του τού άρεσε περισσότερο από όσο πίστευε ότι άρεσε ο ίδιος σε εκείνον. Μάλιστα, ανάλυση που έγινε από τους ερευνητές σε καταγραφές βίντεο που είχαν γίνει για κάθε συνομιλία, έδειξε ότι οι συμμετέχοντες δεν έδιναν σημασία σε συμπεριφορικά «σήματα» που έστελνε ο συνομιλητής τους και τα οποία μαρτυρούσαν ενδιαφέρον σε όσα έλεγαν.
Σε ένα δεύτερο πείραμα, ο κάθε εθελοντής κλήθηκε να αναλύσει ο ίδιος τη συζήτηση που είχε προηγηθεί με τον συνομιλητή του. Οπως φάνηκε, οι εθελοντές πίστευαν ότι οι σημαντικότερες στιγμές της συζήτησης οι οποίες και διαμόρφωσαν την άποψη του συνομιλητή για το άτομό τους ήταν πιο αρνητικές από τις στιγμές στις οποίες στάθηκαν οι ίδιοι προκειμένου να διαμορφώσουν τη δική τους άποψη για το άτομο που είχαν απέναντί τους. «Φαίνεται ότι οι περισσότεροι είναι εγκλωβισμένοι στο άγχος τους σχετικά με το τι πρέπει να πουν ή τι είπαν για να είναι αρεστοί, χωρίς να παρατηρούν τα σήματα που στέλνει ο συνομιλητής τους και τα οποία δείχνουν ότι απολαμβάνουν τη συζήτηση. Ενας εξωτερικός παρατηρητής βλέπει αυτά τα σήματα αμέσως» σημειώνει η καθηγήτρια Κλαρκ.
Το φαινόμενο αυτό είναι άκρως ενδιαφέρον καθώς έρχεται σε αντίθεση με το αποδεδειγμένο εύρημα ότι γενικώς αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας πιο θετικά σε σύγκριση με το πώς βλέπουμε τους άλλους, είτε αυτό αφορά την ευφυΐα μας, είτε την επαγγελματική μας απόδοση, είτε τις ικανότητές μας στη μαγειρική ή στην οδήγηση, είτε τον τρόπο που αντεπεξερχόμαστε στις δυσκολίες κ.λπ.

Διστακτικοί στην κοινωνική αλληλεπίδραση

«Σε ό,τι αφορά την κοινωνική αλληλεπίδραση και τη συζήτηση αποδεικνύεται τελικώς ότι οι άνθρωποι είναι συχνά διστακτικοί, αβέβαιοι σχετικά με την εντύπωση που αφήνουν στους άλλους ή και πολύ επικριτικοί σχετικά με τη δική τους επίδοση» λένε οι ερευνητές και προσθέτουν: «Σε αντίθεση με την αισιοδοξία που δείχνουμε σε άλλους τομείς, η απαισιοδοξία σε ό,τι αφορά τη συζήτηση και την κοινωνική αλληλεπίδραση προκαλεί έκπληξη».
Οι επιστήμονες που διεξήγαγαν τις μελέτες υποθέτουν ότι αυτή η μεγάλη διαφορά έχει τη ρίζα της στο πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται κάθε φορά η «αυτοαξιολόγηση». Οταν εμπλέκεται και κάποιο άλλο άτομο, όπως ένας συνομιλητής, είμαστε πιο επιφυλακτικοί και πιο αυστηροί με τον εαυτό μας σε σύγκριση με όταν δεν υπάρχει κάποιος άλλος στο «σκηνικό». Οπως καταλήγουν, γινόμαστε πεσιμιστές προκειμένου να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και να μην απογοητευθούμε αν ο συνομιλητής μας τελικώς δεν σχηματίσει καλή εικόνα για εμάς. Αυτή η τακτική ωστόσο μπορεί να έχει κόστος: είναι πιθανό να μας κρατά μακριά από ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε πολύ καλές σχέσεις, μόνο και μόνο από (παράλογο) φόβο απόρριψης.