Η Βρετανία για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές υστερήσεις της, την αύξηση των ανισοτήτων και τα διαβρωτικά απόνερα της χρηματοοικονομικής κρίσης χρειάζεται ισχυρότερα εργατικά συνδικάτα και υψηλότερη φορολόγηση των πλουσίων. Πρόκειται για ιδέες καινοφανείς έως… προκλητικές στη χώρα της Θάτσερ, που διατύπωσε επιτροπή ακαδημαϊκών, επιχειρηματικών στελεχών και συνδικαλιστών που συστάθηκε και εργάστηκε υπό την αιγίδα του βρετανικού Ινστιτούτου Ερευνών για τη Δημόσια Πολιτική (Institute for Public Policy Research).
Η επιτροπή μελέτησε τις βαθιές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που βίωσε δις η Βρετανία τα τελευταία 100 χρόνια: την πρώτη φορά μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το κράτος ισχυροποιήθηκε και επέκτεινε αισθητά την επιρροή του, και τη δεύτερη κατά τη δεκαετία του 1980, όταν η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ υιοθετώντας την ελεύθερη οικονομία ανέτρεψε πλήρως το σκηνικό.
Η μελέτη, που φέρει τον τίτλο «Ευημερία και Δικαιοσύνη: Ενα Σχέδιο για τη Νέα Οικονομία», δόθηκε στη δημοσιότητα σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η Βρετανία προσπαθεί να θέσει σε τάξη τη διαδικασία εξόδου της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, μια πρωτοβουλία που έχει ήδη φρενάρει τις επενδύσεις και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Αντί να επικεντρωθεί στο Brexit, η έρευνα προσπάθησε να ανιχνεύσει κάποιους από τους παράγοντες που οδήγησαν στο δημοψήφισμα του 2016. Και βέβαια στην αναπάντεχη απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την ΕΕ. Η ψήφος των Βρετανών ήταν, σύμφωνα με τους ερευνητές, «η απόλυτη αποκήρυξη του status quo και το απότοκο βαθέων αισθημάτων οικονομικής αδικίας που διακατέχουν τους ψηφοφόρους».

Δεκαετίες ανισοτήτων

Πώς θα μπορούσαν να αναστραφούν τα αισθήματα αυτά του βρετανικού λαού που οδήγησαν σε μια εξόχως αντιθεσμική και εσωστρεφή ψήφο και ασφαλώς δεν πρόκειται να θεραπευθούν με την έξοδο από την ΕΕ – πιθανότατα μάλιστα να οξυνθούν αν η έξοδος αυτή γίνει εν τέλει μη συντεταγμένα και ως εκ τούτου έχει οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες;
«Επί σειρά δεκαετιών η βρετανική οικονομία δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα εκατομμύρια πολίτες και πολλές γεωγραφικές περιοχές της χώρας να έχουν εισπράξει μικρότερο μερίδιο του παραχθέντος πλούτου από αυτό που δικαιούνταν» σημείωσε σε δήλωσή του ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Τζάστιν Γουέλμπι, που επίσης συμμετείχε στην επιτροπή σοφών.
«Το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και οι φόβοι των νέων ανθρώπων και των γονέων τους για το μέλλον έχουν επηρεάσει βλαπτικά την αίσθηση που έχει το έθνος μας για το ίδιο, τις ικανότητες και τις προοπτικές του» υποστηρίζει ο Αρχιεπίσκοπος. Και προσθέτει ότι «το να πετύχουμε κοινή ευημερία και δικαιοσύνη δεν είναι μόνο μια ηθική επιταγή, είναι και οικονομική».

Απόκληροι και ξεχασμένοι

Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Γουέλμπι ο οποίος, όπως θυμίζουν οι «New York Times», έχει και κατά το παρελθόν εκφράσει τις σκέψεις του επί πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, στην επιτροπή μετείχαν ακαδημαϊκοί, στελέχη επιχειρήσεων και συνδικαλιστές. Και είναι, όντως, πολιτικά τα συμπεράσματα της επιτροπής.
Απεφάνθησαν για παράδειγμα οι «σοφοί» ότι, παρά την ευημερία σε πολλές περιπτώσεις των αριθμών και των οικονομικών μεγεθών, «είναι αδύνατον να μη διαπιστώσει κανείς στον βρετανικό λαό το πικρό συναίσθημα ότι η οικονομία δεν λειτουργεί για τον περισσότερο κόσμο». Διότι η μελέτη έδειξε ότι «τα εισοδήματα των Βρετανών παραμένουν στάσιμα εδώ και μια δεκαετία, ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί πολύ η ανασφάλεια στη δουλειά».
Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι «οι νεότερες ηλικίες έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά – πολλοί δεν μπορούν να συντηρήσουν μόνοι τους ένα σπίτι και έχουν την πεποίθηση ότι θα ζήσουν τη ζωή τους φτωχότερα από όσο έζησαν τη δική τους οι γονείς τους». Διαπιστώνουν επίσης ότι «ολόκληρες κοινότητες διακατέχονται από το αίσθημα ότι έχουν εγκαταλειφθεί από όλους, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ανήμποροι και εμφανίζονται μοιρολατρικοί».

Απογοήτευσε η Μέι

Το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν πιθανότατα θα καλωσορίσει πολλές από τις προτάσεις που διατυπώνει η επιτροπή, εκτιμούν οι «ΝΥΤ». «Αλλά και πολιτικά στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος έχουν εκφράσει εδώ και χρόνια τις ανησυχίες τους για τη χαμηλή βρετανική παραγωγικότητα. Οταν η Τερέζα Μέι ανέλαβε το αξίωμα της πρωθυπουργού το 2016 είχε πει ότι ήθελε να βοηθήσει τις οικογένειες που «απλώς τα βγάζουν πέρα» και να αυξήσει την εκπροσώπηση των εργαζομένων στις διοικήσεις των επιχειρήσεων» σημειώνει ο ρεπόρτερ της νεοϋορκέζικης εφημερίδας Στίβεν Καστλ.
Πολλές σελίδες από την ατζέντα της Μέι εγκαταλείφθηκαν, όμως, όταν έχασε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο μετά τις γενικές εκλογές της περασμένης χρονιάς. Και άλλες ξεχάστηκαν, καθώς έπρεπε να υπερασπιστεί στο ίδιο της το κόμμα τα σχέδιά της για το Brexit.
Η μελέτη προτείνει επίσης την επανεξισορρόπηση των σχέσεων των επιχειρήσεων με τα εργατικά συνδικάτα με τη μεταφορά οικονομικής ισχύος και επιρροής από τις πρώτες προς τα δεύτερα. Προτείνει μεγαλύτερη αποκέντρωση στη Βρετανία με μεταφορά της πολιτικής εξουσίας και ισχύος από το Λονδίνο προς την επαρχία. Πρόκειται για κινήσεις που θα βελτιώσουν την κατάσταση στην αγορά στέγης και θα περιορίσουν τον καλπασμό των τιμών των ακινήτων.

Εισοδηματική ανακατανομή

Οι «σοφοί» προτείνουν την αύξηση της φορολόγησης των «εχόντων και κατεχόντων» και την ανάληψη πρωτοβουλιών και τη θέσπιση κινήτρων για τους κεφαλαιούχους ώστε να προτιμούν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις αντί να κυνηγούν τα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Συνέστησαν την προώθηση της ρομποτικής και των αυτοματισμών, ταυτόχρονα όμως με την επανεκπαίδευση όσων χάνουν τις δουλειές τους εξαιτίας των νέων τεχνολογιών.
Μεταξύ των 70 επιμέρους προτάσεων που διατυπώνει η επιτροπή περιλαμβάνονται η αύξηση του κατώτατου μισθού, υψηλότερες αμοιβές για τους απασχολουμένους με συμβάσεις που δεν εγγυώνται την εργασία τους και επίσης η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων που απασχολούν από 250 και άνω εργαζομένους.
Τέλος, προτείνεται αύξηση της φορολόγησης των επιχειρήσεων, φορολόγηση της εργασίας και του πλούτου σε ίση βάση, κατάργηση του φόρου κληρονομιάς και αντικατάστασή του με έναν διά βίου φόρο δωρεάς, που θα επιβάλλεται βέβαια στα φυσικά πρόσωπα και όχι στα ακίνητα.