Οριακές είναι οι αυξήσεις που έχουν καταγραφεί το τελευταίο διάστημα στις αποδοχές των εργαζομένων, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας κατά 8,7 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2013.
Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που παρουσιάζει η Alpha Bank σε αναλύσή της, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε περαιτέρω τον Ιούνιο του 2018, στο 19,1%, από 19,3% τον Μάιο του 2018.
Το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί τον Ιούνιο του 2018 κατά 2,2 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2017, και κατά 8,7 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2013.
Σημειώνεται ότι το 2013 ήταν το έτος που κατεγράφη το ιστορικά υψηλότερο επίπεδο ανεργίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως.
Όπως αναφέρουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας, η πτώση της ανεργίας συνδέεται με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος κατά 1,4% το 2017 και 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2018 και συνεπώς αφορά κυρίως στην κυκλική συνιστώσα της ανεργίας, η οποία ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσοστού ανεργίας και του φυσικού ποσοστού και αποτελεί το μέρος της ανεργίας που επηρεάζεται από τη φάση του οικονομικού κύκλου.
Προσθέτουν δε πως «η Ελλάδα παραδοσιακά εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας έναντι του αντίστοιχου ποσοστού της Ευρωζώνης».
Όπως εξηγούν, «η διαρθρωτική ανεργία είναι μια μακροχρόνια μορφή ανεργίας που εξαρτάται από τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας και επηρεάζεται από παράγοντες οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από τη φάση του οικονομικού κύκλου».
Λόγω της διαρθρωτικής ανεργίας, το ποσοστό ανεργίας δεν είναι ποτέ μηδενικό, ακόμα και όταν η οικονομία βρίσκεται σε επίπεδο πλήρους απασχολήσεως. Το ποσοστό ανεργίας που αντιστοιχεί στο επίπεδο πλήρους απασχολήσεως ονομάζεται φυσικό ποσοστό ανεργίας (NAIRU – non-accelerating inflation rate of unemployment) και δείχνει την ανεργία που οφείλεται σε διαρθρωτικές αιτίες.
Με βάση την καμπύλη Phillips που σχεδιάζεται με στοιχεία της ελληνικής οικονομίας της περιόδου 2000-2017, η μείωση της κυκλικής ανεργίας, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ποσοστού ανεργίας από το φυσικό ποσοστό της, θα έπρεπε να συνοδεύεται με μία πίεση αυξήσεως των ονομαστικών αποδοχών.
Πράγματι, το 2017 παρατηρήθηκε μία οριακή άνοδος των ονομαστικών μισθών ανά απασχολούμενο (0,1%) για πρώτη φορά από το 2009.
«Η σχετικά μικρή ανάκαμψη των μέσων αποδοχών οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι η ανεργία – παρά την πτώση της – διατηρείται σε σχετικά υψηλό επίπεδο και δεύτερον στο συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό νέων θέσεων προσωρινής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, σε σχέση με το παρελθόν» αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Και υπογραμμίζουν πως «εάν μάλιστα έχει υπάρξει σημαντική αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας όπως στην περίπτωση της Ελλάδος – που αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως και εξακολουθεί να κινείται ελαφρώς ανοδικά – κάθε ποσοστιαία μείωση της συνολικής ανεργίας έχει μικρότερο θετικό αντίκτυπο στις μέσες αποδοχές. Συγκεκριμένα, το ποσοστό της διαρθρωτικής ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 15,1% το 2018 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο 16,3% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ».
Εξάλλου, η Alpha Bank στην ίδια ανάλυση, προσδιορίζει τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση της συνιστώσας της διαρθρωτικής ανεργίας, ως εξής:
(i) το υψηλό ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνιων ανέργων και
(ii) η αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και ζητούμενων δεξιοτήτων
(ι) Το ποσοστό ανεργίας των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας για πάνω από ένα έτος ως ποσοστό στο σύνολο των ανέργων, αν και μειώνεται ελαφρά από το 2017, παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 25,6 μονάδες στην περίοδο 2008-2017. Το μακροχρόνιο διάστημα ανεργίας αποδυναμώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και υποβαθμίζει τις δεξιότητες, δυσχεραίνοντας συνεπώς την εύρεση εργασίας.
Επιπροσθέτως, το μεγάλο διάστημα ανεργίας αποθαρρύνει τους μακροχρόνια ανέργους να αναζητήσουν εργασία και τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς, με αποτέλεσμα τη δυσκολία ταχείας μειώσεως της διαρθρωτικής ανεργίας στο μέλλον.
(ii) H αναντιστοιχία ανάμεσα στις κενές θέσεις εργασίας και του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία οφείλεται κυρίως:
* Στον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας κατά τη διάρκεια της υφέσεως με ενίσχυση ή αποδυνάμωση ορισμένων κλάδων
* τις τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας
* το φαινόμενο της εκροής υψηλής ποιότητας ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain).
Ειδικότερα, το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας, που ορίζεται ως ο λόγος κενών θέσεων εργασίας ως προς τις συνολικές θέσεις εργασίας (κατειλημμένων και μη) εμφάνισε πτωτική τάση στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσεως και της μειώσεως της ενεργού ζητήσεως (2009-2012), ενώ τα επόμενα έτη διατηρήθηκε στο ίδιο περίπου επίπεδο.
Αντιθέτως στη Γερμανία, το ποσοστό κενών θέσεων ανήλθε σταδιακά την τελευταία δεκαετία. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό ανεργίας, διαμόρφωσαν το πλαίσιο ενισχύσεως του φαινομένου εκροής ανθρωπίνου δυναμικού στο εξωτερικό, ενισχύοντας τη διαρθρωτική ανεργία.