Το θέμα της μη μείωσης των συντάξεων έθεσαν στην πρώτη επίσημη συνάντηση τους με τους εκπροσώπους των θεσμών ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός κ. Γιώργος Χουλιαράκης.

Η ελληνική πλευρά επιθυμεί να μην εφαρμοστεί το μέτρο της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς που φέρνει μείωση έως 18% σε περισσότερες από 1.200.000 συντάξεις για τουλάχιστον ένα έτος.

Το αίτημά τους συνοδεύτηκε, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, από μελέτη που δείχνει ότι δεν απειλείται ο βασικός δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για το 2019 και τα επόμενα έτη.

Στα νέα δεδομένα θα προσαρμοστούν και οι αποφάσεις για τα αντίμετρα που ήδη έχουν ψηφιστεί και ανέρχονται σε 1% του ΑΕΠ, όσο έχουν υπολογιστεί οι περικοπές στις συντάξεις.

Σύμφωνα με όσα έχουν ψηφιστεί από 1.1.2019 (και όχι από 1.1.2020 που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός) μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων από το 29% στο 26%. Η μείωση αυτή αναμένεται να τονώσει σημαντικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να οδηγήσουν σε διασφάλιση θέσεων εργασίας και αύξηση των επενδύσεων.

Ωστόσο στην πρόσφατη ομιλία του στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 29% στο 25% σε βάθος 4ετίας (έως το 2022). Αυτό σημαίνει ότι η μείωση για το 2019 είναι πολύ πιθανόν να είναι μία ή δύο μονάδες το πολύ, δηλαδή ο συντελεστής 29% να διαμορφωθεί στο 28% ή το 27% αντί για 26% ή στη χειρότερη περίπτωση μέσα στο 2019 να μην μειωθεί καθόλου και η αποκλιμάκωσή του να γίνει από το 2020 και μετά όπως ήταν ο αρχικός προγραμματισμός.

Άλλωστε για να τεθεί σε ισχύ η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο ψηφισμένο νόμο και αναφέρονται τα εξής:

«Υπό την προϋπόθεση και στο βαθμό που, σύμφωνα με εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, όπως αυτοί καθορίζονται στο ως άνω Πρόγραμμα. Ο Υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση, στην οποία περιέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης».

Το μέτρο αυτό εφόσον τελικά ισχύσει από τις αρχές του επόμενου έτους θα οδηγήσει σε συνολική μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων κατά 461 εκατ. ευρώ.

Τα υπόλοιπα αντίμετρα που έχουν ήδη ψηφιστεί αφορούν μεταξύ άλλων την επιδότηση στέγασης (ενοικίου και στεγαστικού δανείου 1ης κατοικίας) που αρχικά θα κάλυπτε 600.000 δικαιούχους (600 εκατ. ευρώ) και στη συνέχεια ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ μείωσε τον αριθμό των δικαιούχων στο μισό δηλαδή στις 300.000. Προφανώς το επίδομα στέγασης θα γίνει μόνο ενοικίου.

Επίσης, ένα άλλο αντίμετρο που έχει ψηφιστεί και είναι πολύ πιθανόν να πάει πίσω για να δεχθούν οι δανειστές να μην μειωθούν οι συντάξεις είναι η μείωση συμμετοχής στα φάρμακα για όσους έχουν εισόδημα έως 14.400 ευρώ με ετήσιο κόστος προϋπολογισμού 240 εκατ. ευρώ.

Το κόστος για τα επιπλέον 45.000 παιδιά σε βρεφονηπιακούς σταθμούς ανέρχεται 150 εκατ. ευρώ, ενώ τα δωρεάν Σχολικά γεύματα σε 450.000 παιδιά που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση ανέρχονται σε 190 εκατ. ευρώ. Αυτά τα δύο μέτρα είναι αμφίβολο αν τελικά ισχύσουν από το 2019.

Αλλά δύο αντίμετρα με συνολικό κόστος 520 εκατ. ευρώ είναι η αύξηση των οικογενειακών επιδομάτων και η κάλυψη θέσεων εργασίας μέσω νέων προγραμμάτων του ΟΑΕΔ.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να υπολογίσουν οι δανειστές και τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%. Δηλαδή πάνω από 1 δισ. ευρώ απώλειες για τον προϋπολογισμό.

Είναι προφανές ότι η εξίσωση για τη μείωση ή μη των συντάξεων έχει πολλούς αγνώστους και οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν όταν οι δανειστές έχουν όλα τα κομμάτια του παζλ του προϋπολογισμού. Πάντως ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι θετικός στο να μην εφαρμοστεί το μέτρο της μείωσης των συντάξεων από 1.1.2019. Ωστόσο δεν φαίνεται να βρίσκει η ελληνική πλευρά άλλους συμμάχους καθώς τόσο η ΕΚΤ όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αλλά και το ΔΝΤ ζητούν τα ψηφισμένα μέτρα να εφαρμοστούν. Μάλιστα το ΔΝΤ από την αρχή θεωρεί το συγκεκριμένο μέτρο περισσότερο διαρθρωτικού χαρακτήρα και λιγότερο δημοσιονομικού.