Στην οικονομία σημασία έχει όχι μόνο η απλή παράθεση και επικοινώνηση οικονομικών μεγεθών για την υποστήριξη πολιτικών θέσεων, αλλά και η περαιτέρω βαθιά επιχειρηματολογική ανάλυση των μεγεθών που αναδεικνύει τις περισσότερες φορές την έκταση του οικονομικού προβλήματος.
Η άγνοια οικονομολογούντων μέσα από «κορόνες» για τη γέννηση πολιτικών εντυπώσεων είναι επικίνδυνη για δύο λόγους:
n Πρώτον, λειτουργούν παραπλανητικά υφαρπάζοντας στην ουσία την άποψη που θέλουν από μεγάλη κοινωνική μερίδα.
n Δεύτερον, λειτουργούν αναβλητικά ως προς τη δραστική λήψη αποφάσεων και την επίλυση κρίσιμων περί την οικονομία ζητημάτων.
Για του λόγου λοιπόν το αληθές η πρόσκαιρη αύξηση της ανταγωνιστικότητας λόγω μείωσης κόστους παραγωγής δεν προέκυψε όπως θα ήταν θεμιτό και λογικό από τη βελτίωση των μεθόδων παραγωγικής διαδικασίας ή την εισαγωγή νέων καινοτομιών, νέων τεχνολογικών προτύπων, αλλά λόγω μεγάλων περικοπών στους μισθούς των εργαζομένων.
Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας που αντανακλά τη βελτίωση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σημειωτέον μάλιστα ότι οι μισθοί υποχώρησαν πολύ περισσότερο από την παραγωγικότητα της εργασίας. Οι παράπλευρες από την άλλη επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, στη λειτουργία της αγοράς από τις μειώσεις αμοιβών εργασίας και συντάξεων ήταν οδυνηρές και συνεχίζουν να «μπλοκάρουν» το ένα από τα τρία δυναμικά σκέλη ενδυνάμωσης του ΑΕΠ, αυτό της ενοχικής κατανάλωσης της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης» κατανάλωσης που αν βέβαια εστιάζονταν σε κατανάλωση προϊόντων παραγομένων στη χώρα και όχι εισαγομένων θα λειτουργούσε ευεργετικά στο σύνολο της οικονομίας.
Από την άλλη, η μεγάλη αποεπένδυση της χώρας με κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από τα 50 δισ. στα 20 περίπου δισ. ευρώ, με 32 δισ. όμως αποσβέσεις, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αρνητικής αποταμίευσης και δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας λόγω των μικρών, κατά τα άλλα, επενδυτικών εξάρσεων της τάξης των δύο-τριών δισ. ευρώ.
Η χώρα χρειάζεται καταιγιστικό οργασμό επενδύσεων 100 δισ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια για να αρθεί το αδιέξοδο της ατροφικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία.
Ως εκ τούτου, η επόμενη μέρα σταθμίζεται ως εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμη από την επόμενη κυβέρνηση, καθώς απαιτείται η συλλειτουργία τριών δυναμικών παραμέτρων ενίσχυσης του παραγόμενου πλούτου:
1. Συγκεκριμένης επενδυτικής στόχευσης με αριθμητικό και χρονικό προσδιορισμό στο πλαίσιο μιας εμπνευσμένης πολιτικής προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων.
2. Οργάνωσης μιας άριστα στοιχειοθετημένης ρεαλιστικής στρατηγικής εξαγωγών με διπλή στόχευση αφενός σε προϊόντα εμπορεύσιμα υψηλής προστιθέμενης αξίας και αφετέρου σε αγορές αναδυόμενες και μη, ικανές να τα απορροφήσουν, και
3. Διαφοροποίησης και ενδυνάμωσης της κατανάλωσης μέσω ανάδειξης εθνικών προϊόντων-πρωταθλητών που θα ελκύσουν το ενδιαφέρον αγοράς από ξένους επισκέπτες-αγοραστές.
Μη τηρουμένων των προϋποθέσεων αυτών, είναι βέβαιο ότι αρκετά σύντομα θα ανοίξει ο δρόμος για ένα επόμενο μνημόνιο χρηματοδότησης της εύθραυστης ελληνικής οικονομίας. Και αυτό το τελευταίο πρέπει να γίνει κατανοητό στις ελληνικές πολιτικές ηγέτιδες τάξεις που οφείλουν στο εξής να ενεργούν όχι με πνεύμα καιροσκοπισμού και ψηφοθηρικής λογικής αλλά με πνεύμα εξυπηρέτησης του συλλογικού συμφέροντος των Ελλήνων και λογικής βασισμένης στο «χτίσιμο» μιας Ελλάδας που σκέπτεται το όφελος των επόμενων γενεών.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ.